Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Ο Χριστούλης με τα κατάξανθα μαλλιά και το καουμπόικο γενάκι του Κένι Ρότζερς που βαράει μια πόρτα δίχως πόμολο, γιατί περιμένει εσύ να του ανοίξεις με την καλή σου την καρδιά. H γνωστή παραβολική ζωγραφιά των Αμερικανών Ευαγγελιστών, με άλλα λόγια, που κρεμόταν καδράκι με κακοτυπωμένο όφσετ πάνω από τον πίνακα της τάξης, ποιος ξέρει από πότε, είχε κάπου έναν μήνα να μας δει στα θρανία από κάτω, να γράφουμε δεύτερη ώρα απροειδοποίητο διαγώνισμα: “Πολική Αρκούδα πετάει με ταχύτητα 200 κιλοτζάουλ ανα τετραγωνικό δευτερόλεπτο, συμπληρώστε το σταυρόλεξο”.

thumbnail_a38493b1-812f-4ab4-9ed6-a5fb4a4c64acΧειμώνας του ’90 πάνω στον θάνατο του Σιδηρόπουλου, ξεκίνησαν οι μεγάλες σχολικές καταλήψεις. Τις πρώτες μέρες χαμός από παιδιά να φυλάμε Θερμποπύλες ξέρω γω, κανά μήνα μετά αποδείχτηκε ότι δεν ξέραμε τι ακριβώς φυλάμε και είχαμε αραιώσει. Περνάγαμε που και που για επίσκεψη, κάτι φραπέδες γενικώς και αορίστως με Πρινς μαλακό τράκα, αθλητική εφημερίδα και στοχασμό επί του πούτσου κλαίγανε

Μια καθημερινή προς τα Χριστούγεννα είχε κάτι σύννεφα στο προαύλιο που, έτσι και καθόσουν να τα ζωγραφίσεις ακριβώς όπως τα έβλεπες, θα σε λέγανε ατάλαντο. Σαν να είχε τρακάρει λευκή Κορβέτα Σαρκ σε πισίνα και είχαν σκορπιστεί τα κομμάτια της πάνω στο μπλε πλακάκι ή σαν να έκανε ξερω-γω η Νανά Βενέτη μπουρμπουλήθρες με το καλαμάκι στο Μπλου Κουρακάο που της σερβίρησαν σε παραλιακή ντίσκο κάπου στον Κάλαμο. Μαζεμένοι πέντε-έξι μάς έπιασε μια μιζέρια στην αυλή γύρω από το βαρέλι όπως κάπνιζαν ακόμα κάτι ρέστα από βραδινές καρέκλες που σπάγαμε για να ζεσταθούμε το βράδυ, ενώ από τις πάνω αίθουσες μάς ζάλιζαν τα παπάρια κάτι αντιλαλοφωνές εξωσχολικών που εδω και δύο μέρες είχαν στρώσει ένα γερό στούκι με λεφτά, οπότε είπαμε να κάνουμε τίποτα άλλο για αλλαγή.

-«Κάνουμε κανά “Καλαματιανό”;» έπεσε η πρόταση.

-«Μέσα», συμφωνήσαμε όλοι επι τόπου.

Και ενώ κάποιος περαστικός που θα άκουγε θα περίμενε να αρχίζουμε να τρίβουμε χασίσια πάνω σε κολλημένα χαρτάκια, εμείς βγήκαμε από το σχολείο και αρχίσαμε να περπατάμε για την οδό Φυλής παρακάτω.

Το “Καλαματιανό” ήταν ένας χαβαλές που επινοήσαμε εκείνη την εποχή σε βραδινές μπουρδελότσαρκες. Στεκόμαστε πρώτα έξω από την πόρτα και χτυπάγαμε στο ήρεμο. Συνήθως ακουγόταν η φωνή της τσατσάς να ρωτάει “Ποιος;”. Τότε ανοίγαμε την πόρτα και μπαίναμε πιασμένοι χέρι-χέρι ένα τσούρμο τσογλάνια και τραγουδώντας “Κίνησε η γερακίνα …”, χορεύαμε καλαματιανό μέσα στο σαλόνι του μπουρδέλου, γύρω από το τραπεζάκι, μπροστά σε ανυποψίαστους πελάτες που μας κοίταγαν με ανοιχτό το στόμα, άλλοι έκρυβαν πρόσωπα, άλλοι γέλαγαν, άλλοι συνέχιζαν να καπνίζουν και στα παπάρια τους τι συνέβαινε ενώ η τσατσά μάς έβριζε, μας βάραγε και προσπαθούσε να μας διώξει. Μετά από δυο τρεις γύρους, όλοι μαζί πάλι χέρι-χέρι καλαματιανό βγαίναμε από το μπουρδέλο ξανά στο δρόμο και τρέχαμε γρήγορα μη τυχόν και παίζαν τίποτα κρυμμένοι νταβάδες που άκουσαν το νταβαντούρι ή κανά περιπολικό απ’ έξω και μας βγει ξινό.

Πρώτη φορά δοκιμάζαμε να το κάνουμε τέτοια ώρα της ημέρας. Και τέτοια ώρα της ημέρας λίγα μπουρδέλα ήταν ανοιχτά. Βρήκαμε δυο τρία πάνω στη Φυλής μετά το ύψος της Βικτώριας. Σταθήκαμε απ’ έξω. Κάποιος από μας πλησίασε την πόρτα και με ένα ύφος υπερβατικής γαλήνης σαν τον Κένι Ρότζερς-Χριστούλη που κρεμόταν πάνω από τον πίνακα της τάξης, την χτύπησε με καουμπόικη μακαριότητα.

-«Ανοιχτά είναι», ακούστηκε μια γυναικεία βραχνή φωνή από μέσα. ‘Ήταν η τσατσά.

Συγκρατήσαμε όλοι τα γέλια μας και ξαναχτυπήσαμε την πόρτα πιασμένοι χέρι-χέρι έτοιμοι για “Καλαματιανό”.

-«Ανοιχτά είναι, είπαμε, ανοίξτε» είπε ξανά η βραχνή φωνή της τσατσάς που την ακούγαμε υπόκωφα να πλησιάζει.

Πήγαμε να ξαναχτυπήσουμε, όμως η πόρτα άνοιξε απότομα και από το υπόγειο φάνηκε στο μισοσκόταδο η Τσατσά με το τσιγάρο στο στόμα …

Ανοίξαμε και εμείς τα στοματά μας να τραγουδήσουμε αλλά πρόλαβε εκείνη και μας σκέπασε με μια κραυγή και ένα τεράστιο “Χριστέ μου”, βραχνό και Παζολινικό, γέμισε τον δρόμο σπαρακτικά.

Πριν καν προλάβουμε να παγώσουμε, ένα άλλο παιδί από την παρέα μας άφησε απότομα τα χέρια, πήγε να βγάλει και αυτό μια κραυγή, έκανε να μας κοιτάξει αλλά δεν τα κατάφερε. Κατέβασε μόνο έναν θυμωμένο προσωπικό Χριστό από αυτούς που δεν χωράνε σε σχολικά κάδρα και μετά άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη μακριά από την πόρτα και έστριψε για την Αχαρνών.

Μόλις είχε μάθει ότι η μητέρα του τα πρωινά δεν δούλευε αποκλειστική σε νοσοκομεία