Tου Μιχάλη Καφαντάρη //

Από το παρμπρίζ άρχισε να φαίνεται η απέθαντη λίμνη Δρακοπούλου και οι οικογένειες μαύρων κυπαρισσιών που παραθερίζουν στις όχθες της. Τριγύρω τοπίο “σπανακόρυζο”, άσπρα βράχια, πράσινοι θάμνοι, ανάκατα και έρημα πολυβολεία εδώ και εκεί να φυλάνε προς Σαλαμίνα μπας και έρθουν ξανά οι Πέρσες.

-Είχα κάνα μήνα τώρα στα χέρια μου το δίπλωμα οδηγού και ίσως επειδή οι φήμες έλεγαν πως ήμουν αποτέλεσμα μιας κυριακάτικης εκδρομής σε εκείνα τα μέρη προς Ελευσίνα όταν πήγαν οι γονείς μου, αρραβωνιασμένες ορμόνες ακόμα σε κόκκινη βέσπα που δεν περίμεναν την πρώτη νύχτα γάμου, ένα παράξενο κυτταρικό ένστικτο με καλούσε να γυρίσω στο σημείο της σύλληψής μου. Ή ίσως πάλι μια ανεξακρίβωτη γενετική ανωμαλία στον εγκέφαλό μου, με έβαζε ακόμα στα εικοσιπέντε μου να μπερδεύω την Παλαιά Εθνική Αθηνών-Κορίνθου με οποιονδήποτε αμερικανικό επαρχιακό δρόμο, κάνοντας σαφές για άλλη μια φορά πως μου άρεσε να ζω σε μια χώρα μόνο και μόνο γιατί μου θύμιζε κάποια άλλη.

-Από το “Ον Δε Ρόουντ” του Κέρουακ ήξερα μόνο μια φράση όλη κι όλη που την πέτυχα σε κάτι σταυρόλεξα από αυτά που έχουν και κουίζ από κάτω:

“Κατά πού πηγαίνεις Αμερική, με το γυαλιστερό αμάξι μέσα στη νύχτα;” .

Μου ’ρθε στο μυαλό μοιραία γιατί πρώτη φορά οδηγός στην Εθνική και νύχτα, κουράστηκα γρήγορα και έτσι σε μια εξοχική μάντρα, που είχαν βάψει από πάνω με μεγάλα μπλε-κόκκινα γράμματα στη σειρά κάτι άγνωστες μάρκες τρακτέρ-απελπισμενη διαφήμιση, έκοψα δεξιά για την παραλία του Ασπρόπυργου.

-Είχε μια δυο καφετέριες αλλά δεν είχα κάνει ολόκληρο ρόουντ τρίπ τσέπης για να κάτσω να πιω καφέ σε μαγαζί με σομόν γυψοσανίδα, διακοσμητικές ινδιάνικες ονειροπαγίδες που ήταν μόδα εκείνες τις μέρες και ψεύτικες λάμπες-πυρσούς σε στυλ η Παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τέτοια είχε και στην Κυψέλη, πέντε λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου. Έκατσα λοιπόν  σε ένα υπόστεγο-καντίνα ακριβώς απέναντι, με πλαστικά τραπεζομάντηλα λουλουδέ στα τραπέζια και απάνω μπάσταρδα λευκό τασάκι πολυπροπυλενίου, βομβαρδισμένο από σημάδια που αφήνουν άσπλαχνα οι κάφτρες.

-Μια σκνίπα έχει πνιγεί από ώρα στο διπλανό αμάζευτο τραπέζι μέσα σε ένα ποτήρι ΓΙΟΥΛΑ, λίμνη των στεναγμών για κάθε αυτοκτονικό έντομο της περιοχής, όταν μια αντρική φιγούρα με ξανθή χαίτη, καουμπόικο καπέλο, αμάνικο μπλουζάκι, ξεβαμμένο τζιν και τσόκαρα, πετάχτηκε από τη γωνία της καντίνας, πέρασε απέναντι και στάθηκε μπροστά σε μια γυναίκα με φουντωτό μαλλί, τζιν πουκάμισο με ντεκολτέ, φλούο κολάν και αθλητικά παπούτσια με ψήλο χοντρό τακούνι που καθόταν έξω από την Καφετέρια με τους ψεύτικους πυρσούς και έπινε καφέ σταυροπόδι.

Ήταν και οι δύο ντόπιοι. Κάτι της είπε. Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνο μάσαγε το καλαμάκι του φραπέ από νευρικότητα και κοίταγε αλλού, ο τύπος τότε εξαγριωμένος άρχισε να φωνάζει:

-Καριόλα … Καριόλα … Καριόλα, σαν να ’χε κολλήσει η βελόνα.

Βγήκε έξω ο ιδιοκτήτης της καφετέριας, με στρωμένο μαλλί κοτσιδάκι σαν νταβάς του Μαϊάμι και μαύρο παντελόνι-γιλέκο σετ δερμάτινα-στη μόδα και αυτά τότε, κάτι του είπε του άλλου, αυτός δεν άκουσε και συνέχισε:

-Καριόλα … Καριόλααα … Καριόλα !!!! Η βελόνα εκεί κολλημένη.

Εκείνη αμίλητη. Ο ιδιοκτήτης πιο εκνευρισμένα πλησίασε και έσπρωξε, ο άλλος με το καουμπόικο καπέλο και τη χαίτη σταθερός:

Καριόλα… Καριόλα … Καριόλα 

Τα επαναλαμβανόμενα “Καριόλα” που έμοιαζαν σαν να αναβοσβήνει φλας νταλίκας, τράβηξαν την προσοχή σε κάτι περαστικά μουστάκια αργόσχολων που άρχιζαν να μαζεύονται υπνωτισμένοι και κοίταζαν χωρίς να πλησιάζουν, όπως κάνουν οι περαστικοί συνήθως.

Καργόλα … Καριόλα … Καριόλα

Ίσως ο τύπος να μη γνώριζε άλλες βρισιές ή μπορεί και να το έκανε επίτηδες ή πάλι, ποιος ξέρει, έτσι κι αλλιώς δεν έμαθα ποτέ τον λόγο που συνέβαιναν όσα έβλεπα μπροστά μου που πλέον είχαν πάρει μια καθαρόαιμη όψη καλοπαιγμένου καυγά σε αμερικάνικη μπι-μούβι με λευκούς φτωχομπινέδες, σφαλιαρέζους.

Σε λίγο άλλοι δύο τύποι βγήκαν από την καφετέρια, ο ένας γκαρσόνι με καουμπόικες σκαλιστές μπότες – μόδα της εποχής – και μαζί με τον ιδιοκτήτη άρχισαν να τον σπρώχνουν, να τον βρίζουν και αφού τον πέταξαν κάτω να τον κλωτσάνε, αυτή τη φορά μαζί με τη γυναίκα που είχε σηκωθεί και τον πάταγε όπου έβρισκε με μανία.

Processed with VSCO

 

-Αυτός πάλι, όσο πιο πολύ τον κλώτσαγαν τόσο περισσότερο να ουρλιάζει ΚΑΡΙΟΛΑ … ΚΑΡΙΟΛΑ … ΚΑΡΙΟΛΑ … μέχρι που κάποια στιγμή κατάφερε να σηκωθεί και ξυπόλητος να τρέξει με τη μάπα το τζιν και την μπλούζα ξεσκισμένη και όλο αίματα σε άγνωστη κατεύθυνση. Ο ιδιοκτήτης και οι άλλοι δυο έτρεξαν κάτι βήματα από πίσω του, η γυναίκα ούρλιαζε για να τον πιάσουν, αλλά αυτοί σταμάτησαν και γύρισαν στο μαγαζί βρίζοντας και γελώντας ανάκατα. Το ίδιο έκαναν και τα μουστάκια των αργόσχολων που σκόρπισαν βαριεστημένα.

Ησυχία για κάμποση ώρα. Η γυναίκα στην απέναντι καφετέρια ξανακάθεται να πιει καφέ και ανάβει τσιγάρο, ενώ ο ιδιοκτήτης δίπλα, της χαϊδεύει στοργικά το μπούτι όσο συζητάνε κουνώντας νευρικά τα κεφάλια τους. Ένα τσόκαρο πεταμένο στη μέση του δρόμου και στην άκρη ένα καουμπόικο καπέλο. Πιο πέρα ή νύχτα, τρύπια εδώ και εκεί από κάτι φωτάκια υγρά στην Σαλαμίνα απέναντι, μέχρι που δύο από αυτά αρχίζουν να φουσκώνουν και να μεγαλώνουν αργά και σταθερά …

Μέσα από το σκοτάδι πλησιάζει ένα γυαλιστερό λευκό αγροτικό Nτάτσουν φορτωμένο πίσω στην καρότσα σακιά που πάνω τους κάθεται μια στρουμπουλή γυφτοπούλα, γερασμένη πριν την ώρα της, με μωρό στην αγκαλιά και στην άλλη πλευρά της καρότσας ένα γυφτάκι να παίζει με μια τεράστια ζυγαριά, που κρέμεται στο κενό και σχεδόν ακουμπάει στον δρόμο.

-Από το μεγάφωνο ακούγεται μεταλλική η φωνή του γύφτου να φωνάζει:

Πατάτες …. Πατάτες … Πατάτες … Πατ …

Τη φωνή του διακόπτει ένας μικροφωνισμός και μια άλλη φωνή από το βάθος ακούγεται να του ουρλιάζει: “Δώστο εδώ … Είναι ανοιχτό;  … φφ.. φφφ … Καριόλααα …. Καριόλα …”

Το Ντάτσουν περνάει ακριβώς μπροστά από την καφετέρια και για λίγο σταματάει. Όπως το κοιτάω από τα πλάγια, μόλις ξεχωρίζω στη θέση του συνοδηγού μια ξανθιά αντρική χαίτη που κουνιέται σαν δαιμονισμένη καθώς επαναλαμβάνει στο μικρόφωνο:

Καριόλα … Καριόλααα … Καριόλα … Καριόλα ….

Η γυφτοπούλα πάνω στην καρότσα σκεπάζει το στόμα της από την έκπληξη. Με πιάνει νευρικό γέλιο, το γυφτάκι πιο πίσω πνίγει και αυτό ένα “Καριόλα” μέσα στο παιδικό του χάχανο.

Processed with VSCO