Από τη Μαριλιάνα Ρηγοπούλου* //

“Vissi d’arte, vissi d’amore” λέει η Φλόρια Τόσκα με το στόμα της Μαρίας Κάλλας αγέρωχα, υπερήφανα και σπαρακτικά, καθώς της ταίριαζε, στην όπερα «Τόσκα» του Πουτσίνι. «Έζησα για την Τέχνη, έζησα για τον έρωτα», αυτή και μόνο η έκφραση ήταν αρκετή για να εμπνεύσει τον ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλο να ασχοληθεί με τον απόλυτο λυρικό μύθο. Tο πάθος του Αντώνη Γιαννόπουλου για τη Μαρία Κάλλας μεταφράστηκε στη δημιουργία του βιβλίου «Τελευταία Παράσταση». Ο Αντώνης Γιαννόπουλος γυμνάσιο τελείωσε στην Αθήνα και στα γράμματα, εκδοτικά, εμφανίστηκε το 1984. Η πνευματική προσφορά του έχει αξιολογηθεί από γνωστούς και έγκριτους εκπροσώπους των νεοελληνικών γραμμάτων.

Του έχουν γίνει τιμητικές φιλολογικές εκδηλώσεις και για το έργο του έχουν γραφτεί κριτικές απόψεις που εγκωμιάζουν το λυρικό φιλοσοφικό του πλούτο και τη λεκτική πρωτοτυπία. Μελέτησε ελληνική και ξένη λογοτεχνία και αρχαίους φιλοσόφους. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Κείμενά του περιέχονται στον ενδέκατο τόμο της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Χάρη Πάτση, στη Μεγάλη Λογοτεχνική Πελοποννησιακή Ανθολογία, στη Διαρκή Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Μ. Σταφυλά, σε πολλές άλλες συλλογικές εκδόσεις κι έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά.

Υπήρξε μέλος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών.

Μόνιμος συνεργάτης του πρώτου ερασιτεχνικού ραδιοφωνικού προγράμματος, παρουσιάζοντας νέους και παλιούς λογοτέχνες. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου της. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Η Μαρία Άννα Σοφία Σεσιλία Καλογεροπούλου όπως ήταν ολόκληρο το όνομά της, γνωστή ως Μαρία Κάλλας, «Prima Donna», ήταν η απόλυτη σοπράνο, ήταν η “soprano assoluta”,το είδος της τέλειας σοπράνο, που η φωνή της υπερβαίνει κάθε όριο, κάθε φράγμα της mezzo soprano, της δραματικής και της coloratura soprano. Ήταν αυτή που κατόρθωσε να αναβιώσει έργα του οπερατικού ρεπερτορίου, που είχαν παραγκωνιστεί και ξεχαστεί γιατί δεν υπήρχαν ερμηνεύτριες που να διέθεταν τόσο τα φωνητικά, όσο και τα δραματικά προσόντα κι έτσι άνοιξε διάπλατα το δρόμο για τα έργα του Donizetti, του Bellini καθώς και του Rossini που είχαν τεθεί στο περιθώριο του λυρικού θεάτρου.

Ο μουσικολόγος Fedele D΄Amico έλεγε πως η Κάλλας: «… αναγκάστηκε να γίνει αυτό που έγινε λόγω των φυσικών ατελειών του οργάνου της….», επισημαίνοντας έτσι τις φυσικές ατέλειες της φωνής της και την εκμετάλλευσή τους ως δραματικά μέσα καθιστώντας πλέον αυτές πλεονεκτήματα φωνής και ερμηνείας μοναδικά.

Έτσι η φωνή της Μαρίας Κάλλας ως «soprano assoluta», ήταν πέρα και πάνω από κάθε φωνητική κατηγοριοποίηση, οι ερμηνείες της δαψίλειες υποκριτικού τάλαντου.

Ο μουσικοκριτικός Howard Taubman είχε χαρακτηρίσει τη φωνή της Κάλλας «αινιγματική», θέλοντας έτσι να δώσει έμφαση στον ηχοχρωματικό πλουραλισμό της φωνής της που προερχόταν από την ανατομική ιδιαιτερότητα του ουρανίσκου της ο οποίος δεν είχε σχήμα αψίδας όπως στους περισσότερους ανθρώπους, αλλά γοτθικού τόξου, να τονίσει το υψηλό ρετζίστρο που είχε την απόλυτη λαμπρότητα, εκτελώντας με απόλυτη άνεση και ευχέρεια τις πιο δύσκολες τεχνικά fioritures.

Αυτή η σιβυλλική Θεά της όπερας που πέρασε στο επέκεινα, όπου ο ευκλεής μύθος της ακτινοβολεί στη σφαίρα της αιωνιότητας του μελοδράματος, αποτέλεσε την Κασταλία Κρήνη για τον ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλο, να εντρυφήσει με το δικό του, προσωπικό ύφος σ’αυτή τη «divina».

«Είναι εύκολο, να ενδώσεις, όταν ακολουθείς τον ήχο μιας απαλής μουσικής και να παραδοθείς σ’ ένα ανείπωτο όνειρο……». Μ’αυτά τα λόγια ο Αντώνης Γιαννόπουλος ανοίγει αυλαία στον ελεγειακό του λόγο και μας αποκαλύπτει όλες τις εκφάνσεις του ανείπωτου ονείρου.

Η ελεγεία ως λογοτεχνικό είδος έχει τις ρίζες της στο έπος, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται έντονα από το μέτρο, φέρει παράλληλα και άφθονα λυρικά στοιχεία, κάτι που συντελεί μορφολογικά σ’ ένα απ’ τα πιο δύσκολα τεχνικά λογοτεχνικά είδη λόγου. Η παραλλαγή λοιπόν του επικού-ηρωικού εξάμετρου διανθισμένου με λυρικά στοιχεία, σε ελεγειακό δίστιχο, είναι η κορωνίς του ποιητικού λόγου. Γι’ αυτό και λόγω μέτρου, η ελεγεία τραγουδιόταν συνοδεία αυλού συνήθως, καθώς η ίδια η λέξη έχει τις ρίζες της (γλωσσικά ) στο αρμένικο elegn που σημαίνει αυλός.

Το πόνημα αυτό του ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλου είναι ένας αυθεντικός ελεγειακός λόγος, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, αποτέλεσμα μακρόχρονης καλλιτεχνικής επεξεργασίας, ένα δημιουργικό έργο που η τεχνοτροπία του προκαλεί έκπαγλη στον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας σελίδα, καθώς η διαχείριση της θεματολογίας του μορφολογικά είναι καινοτόμα.

Δεν είναι μόνο ο ποιητής, είναι η λυρική διάσταση αυτού, η ρηξικέλευθη ματιά του απέναντι στο μύθο, η αισθητική του αντίληψη, καθώς η Μούσα αφηγείται, η Μούσα ακτινοβολεί μέσα από τον λεπτοδουλεμένο λόγο του.

Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι σοπράνο, κριτικός θεάτρου, εκπαιδευτικός.