Του Παύλου Θ. Κάγιου //
 
«Κι άλλο… κι άλλο, Encore» μέχρι το τέλος του σώματος και της ψυχής. Κι ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, μετά το Alarme και το Amor, ολοκληρώνει με το Ανκόρ μια τριλογία πάνω στην πάλη και στην ενότητα των αντιθέτων, τη σύγκρουση ως κινητήρια δύναμη της δημιουργίας και της αυταπάτης της μέτρησης του … αμέτρητου χρόνου.
-Με το «Ανκόρ», ένα σισύφειο μαρτύριο πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη, κλείνει μια τριλογία πάνω στο θέμα της σύγκρουσης – κι εδώ η σύγκρουση αρσενικού-θηλυκού εμπεριέχει όλες τις συγκρούσεις μέσα από τις οποίες γεννιέται κι η ζωή. Μια παράσταση που “περπατάει” και εγκωμιάζει την προβληματική πάνω στην ύπαρξη του Διόνυσου και του Νίτσε. Κι ούτε καν υποψιάζεσαι την έκρηξη άναρθρων συναισθημάτων, ψυχών και σωμάτων, που θα επακολουθήσει έτσι νωχελικά και υποδόρια που ξεκινάει το Ανκόρ με τη συμπυκνωμένη κι αβάσταχτα υφέρπουσα δύναμη που μεταφέρουν οι δύο τέλειοι ηθοποιοί του, η Σοφία Χιλλ και ο Αντώνης Μυριαγκός.  
-Η πυκνή δύναμη της συνάντησης των σωμάτων των δύο ηθοποιών επί σκηνής και η σαδιστική κατανάλωση του ενός από τον άλλον ‘’καίει’’ στο τέλος και τους δύο… Κι όμως, μ’ ένα χαμόγελο μάσκας Ιαπωνικού θεάτρου, συνεχίζουν ψιθυρίζοντας “κι άλλο, κι άλλο… Encore”… Και τελικά ‘’γιορτάζουν’’ τη διάσωση και επικράτηση του Θεάτρου Άττις, που συμπλήρωσε 30 χρόνια από την ίδρυσή του με την οποία και σήμανε το τέλος του αφηγηματικού ρεαλισμού στο θέατρο – και στη  τέχνη, γενικότερα.
ankor
Οι σκηνές με τα μαχαίρια και το σύρσιμο των δύο ‘’δεμένων’’ σωμάτων των ηθοποιών, διαθέτουν λιγωτική αισθητική τελειότητα και δύναμη ανατολικής παραδοσιακής τέχνης. 
Πρόκειται για μια σκηνική σύνθεση βασισμένη σε ποίηση του Θωμά Τσαλαπάτη, σε σκηνοθεσία, σύνθεση κειμένων, φωτισμού και σκηνική εγκατάσταση του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Κι είναι, ίσως, η πιο ερωτική δουλειά του σκηνοθέτη που επί 30 χρόνια οι σκηνοθεσίες του αποθεώνονται παγκόσμια. Δεμένη τέλεια με την ατμόσφαιρα του έργου η μουσική του Παναγιώτη Βελιανίτη και τα κοστούμια της Λουκίας.
Κι όπως πολύ εύστοχα αναλύει ο Γιώργος Σαμπατακάκης στο πρόγραμμα της παράστασης: «Με το “Ανκόρ” ο Τερζόπουλος συνεχίζει τη μελέτη του στις σκηνικές μηχανές (…) που πέρα από την αισθητική τους επάρκεια και λειτουργία πυκνώνουν τη δύναμη της συνάντησης των σωμάτων επί σκηνής. Το “Ανκόρ” είναι μια τελετή μετάβασης από το Άτμητο σώμα στο συνουσιακό σώμα (…) όπου συντήκονται πάθη, αίματα, πόθοι και λέξεις σε ένα θεατρικό Σώμα εκπορευόμενο από την Πλατυτέρα του Διονύσου. Και αυτές οι γραμμικές αποτυπώσεις των παγίδων της σαγήνευσης και της καταβρόχθισης είναι τελικά μια συμφιλίωση του Έρωτα με τον θάνατο και η λύτρωση από τη ρομαντικότητα και το ελαφρό. Ο έρωτας είναι μάσημα. Κάθε τέτοια συνάντηση είναι ένα προτσές ενδοβολής του Άλλου στον Απέναντι. Κανείς όμως δεν γνωρίζει από την αρχή ότι η σαδιστική κατανάλωση του ενός από τον άλλον γίνεται αφάνιση και των δύο και η τελική μετουσίωσή τους σε ένα διευρυμένο Άλλο. Αυτή ακριβώς είναι η τελεολογία του ‘Ανκόρ’ που επιδένει τα σώματα στη Μηχανή του Έρωτα χωρίς Φόβο».

12

30 χρόνια Θέατρο Άττις
«Το Ανκόρ συνδέεται με την ύπαρξη του «Αττις». Φέτος το θέατρο κλείνει 30 χρόνια, έκανε πρεμιέρα το 1986 με τις «Βάκχες» στους Δελφούς, παράσταση που προκάλεσε ρήξη ξεσηκώνοντας σύγκρουση, μεγάλη αποδοχή και μεγάλη επιθετικότητα»  είπε ο Θόδωρος Τερζόπουλος.
«Το «Ανκόρ», διευκρινίζει, «ακούγεται και ως ένα μήνυμα αισιοδοξίας, επιμονής στο πρόσταγμα της ζωής, όσο τουλάχιστον είμαστε καλά: κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Το κείμενο του Θωμά Τσαλαπάτη είναι συνταρακτικό, βιώνεται με αμεσότητα σαν θεατρική άσκηση. Η Χιλλ και ο Μυριαγκός μπορούν να κάνουν δύσκολα πράγματα, ερμηνευτικά ακραία. Αν σκεφτείς ότι χορεύουν ένα παράξενο, συγκλονιστικό ταγκό καθιστοί στο δάπεδο»…
Εν ολίγοις: Μια 55’ αισθητική εμπειρία  πάνω στην πάλη των φύλων με διονυσιακή και Νιτσεϊκή αποθέωση. Κάτι εντελώς έξω από τα συνηθισμένα .
 

Θέατρο Άττις: Λεωνίδου 7, Μεταξουργείο. Εισιτήρια: 15€ Κανονικό. 10€ Φοιτητικό/ μαθητικό/ανέργων. Παραστάσεις μέχρι 9 Απριλίου.
Θεόδωρος Τερζόπουλος – Αναδρομή
Ο δημιουργός του σωματικού θεάτρου στην Ελλάδα,  γεννήθηκε και μεγάλωσε στην ελληνική επαρχία, στον Μακρύγιαλο Πιερίας, όπου η πλειονότητα των κατοίκων αποτελείται από Πόντιους πρόσφυγες. Ο ίδιος αναφέρει, συχνά με περηφάνια, την ποντιακή του καταγωγή και τις μνήμες και τις παραδόσεις με τις οποίες αυτή τον επιφόρτισε. Θεωρεί ο ίδιος καθοριστική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και της θεατρικής του αντίληψης, την καταγωγή του. Άλλο καθοριστικό στοιχείο της διαμόρφωσης της ταυτότητας του, θεωρεί το ότι μετά τον εμφύλιο πόλεμο, βρέθηκε από την πλευρά των πολιτικά και ψυχολογικά ηττημένων, κάτι που τον τοποθέτησε στη θέση του θεατή του «κοινωνικού θεάτρου» και τον βοήθησε να καλλιεργήσει την κριτική του ματιά. Βρέθηκε σε μία κατάσταση κατά την οποία η εκφραστικότητά του καταπιεζόταν από πολιτικούς παράγοντες, μια κατάσταση εκφραστικού περιορισμού.
Αυτό το συσσωρευμένο φορτίο μνήμης και βιωμάτων, τον ωθεί να ασχοληθεί με την τέχνη του θεάτρου, την οποία θεωρεί μια δίοδο για την τέλεια έκφρασή του. Τελειώνοντας το γυμνάσιο και αφού είχε σπουδάσει στην δραματική σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη, φεύγει για την Γερμανία όπου φοιτά στο Berliner Ensemble. Εκεί, η θεατρική του ταυτότητα διαμορφώνεται δίπλα στους Ρουθ Μπερκχάους, Μάνφρεντ Βέκβερτ, Έκκεχαρτ Σάαλ και τον ίδιο τον Χάινερ Μύλλερ. Εκεί γνωρίζει τη φιλοσοφία του Bauhaus, που αναγνωρίζουμε στην έντονα σχηματική αντίληψη της κίνησης, την οποία και διατηρεί μέχρι σήμερα.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, σκηνοθετεί επί σειρά ετών στο Κ.Θ.Β.Ε., κυρίως έργα του Μπρεχτ, με τη μέθοδο που έχει διδαχτεί στο Berliner Ensemble, αλλά και Σαρτρ, Μρόζεκ και Λόρκα, του οποίου η «Γέρμα» στέκεται η πρώτη παράσταση, που αρχίζει να αποβάλλει τα περιττά στοιχεία της μπρεχτικής μεθόδου και ζητά να ορίσει έναν δικό του τρόπο έκφρασης και έρευνας. Ο Τερζόπουλος αισθάνεται ότι πολλά στοιχεία από αυτά που έχει διδαχτεί δεν τον εκφράζουν και ότι χρειάζεται μια καινούρια φόρμα δημιουργίας.
Αυτό γίνεται πραγματικότητα από το 1985, όταν αναλαμβάνει διευθυντής της Διεθνούς Συνάντησης για το Αρχαίο Δράμα στους Δελφούς. Εκεί καλεί σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο, οι οποίοι εκφράζουν τη δική τους προσέγγιση στην αρχαία τραγωδία, μέσα από τους πολιτισμούς τους. Έτσι, ο Τερζόπουλος επηρεάζεται από τα νέα αυτά ερεθίσματα κι αποφασίζει να ερευνήσει έναν νέο τρόπο προσέγγισης στο πεδίο του αρχαίου δράματος, αφετηρία του οποίου είναι οι «Βάκχες», που παρουσίασε με την ομάδα του, το καλοκαίρι του 1986. Η μέθοδός του διαμορφώνεται μέσω των επιρροών των: «Βσέβολoντ Εμίλιεβιτς Μέγερχολντ, του Κονσταντίν Στανισλάβσκι, του Γέρζι Γκροτόφσκι, του Τζούλιαν Μπεκ, από την αισθητική του Ταντέους Καντόρ, του Σούζι Τεραγιάμα, του Ταντάσι Σουζούκι, του Ρόμπερτ Ουίλσον, του Αντρέι Ταρκόφσκι και του Σεργκέι Παρατζάνοφ, να ασπασθώ τη σκέψη του Σάμουελ Μπέκετ, του Χάινερ Μύλλερ, του Γιόζεφ Μπόις, του Αντονέν Αρτώ» .
Το 1985 ιδρύει την ομάδα ΑΤΤΙΣ, η οποία παίρνει το όνομά της από τον Διόνυσο. Ο θίασος γνωρίζει την παγκόσμια αναγνώριση και ο Θεόδωρος Τερζόπουλος συνεργάζεται με θιάσους και ηθοποιούς από όλο τον κόσμο, μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερος λόγος γίνεται για τις παραστάσεις του αρχαίου δράματος (Πέρσες, Ηρακλής Μαινόμενος, Αντιγόνη, Προμηθέας Δεσμώτης, Κάθοδος) αλλά και του Heiner Μuller (Κουαρτέτο, Μήδειας Υλικό, Ηρακλής). Από το 1995 ο θίασος βρίσκεται μόνιμα πια στον δικό του θεατρικό χώρο στο Μεταξουργείο.