από την Μαριλιάνα Ρηγοπούλου //

Έχω δει τόσο πολύ θέατρο στη ζωή μου, που μερικές φορές νομίζω πως τα έχω δει όλα κι όμως πάντα υπάρχει για μένα μια έκπληξη πίσω απ’ τα κλειστά φώτα της σκηνής, προτού χτυπήσει το τρίτο κουδούνι κι εκεί πάντα ανακαλύπτω πως υπάρχουν τόσα άλλα καινούργια και άκρως γοητευτικά, συναρπαστικά για το μυαλό και την ψυχή που συμβαίνουν στο θέατρο, που με κάνουν να νιώθω γεμάτη και αισθάνομαι μια ακαταμάχητη επιθυμία να τα μοιραστώ μαζί σας, γιατί η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσά μας με τον κάθε αναγνώστη χωριστά είναι μοναδική, σαν να μοιραζόμαστε το ίδιο μυστικό.

Εκεί λοιπόν στο θέατρο «Επί Κολωνώ» συμβαίνουν θαύματα όπου οι απολαβές, αισθητικές, πνευματικές για τον κάθε θεατή είναι τεράστιες.

«Μαμά κι εγώ δεν σ’αγαπώ» είναι ο τίτλος της παράστασης της Μαργαρίτας Φρανέλη σε σκηνοθεσία Θανάση Χαλκιά.

«Οι μαμάδες αγαπούν τα παιδιά. Τα παιδιά αγαπούν τις μαμάδες. Αυτός είναι ο κανόνας».
Μ’αυτά τα λόγια αρχίζει η παράσταση, η οποία από τις πρώτες φράσεις σηματοδοτεί και καθορίζει την υπόθεση του έργου.

Η Μαργαρίτα Φρανέλη έδωσε ένα αριστοτεχνικά δομημένο κείμενο μέσα από το οποίο αναλύει, εμβαθύνει και λυτρώνει επί της ουσίας την εσωτερική συγκρουσιακή σχέση της καθεστηκυίας τάξης που πρεσβεύει η μάνα, έναντι των πιο απελευθερωτικών και φιλελεύθερων απόψεων της κόρης, που επί χρόνια καταπίεζε σκέψεις, συναισθήματα, ιδέες, ανάγκες. Το έργο της διακρίνεται για δύο πολύ σημαντικά συστατικά που έχει τα οποία το καθιστούν αξεπέραστο.

Το πρώτο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο σύγχρονο, με ευλυγισία ως προς τις μεταβάσεις του ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα.

Το δεύτερο είναι η διαχρονικότητά του. Η σχέση μάνας-κόρης, οι γενιές που τις αποστασιοποιούν ή μήπως η αγάπη που μπορεί να εκμηδενίσει το χάσμα.

Μια μητέρα απορριπτική, ελεγκτική, που δεν αφουγκραζόταν τις ουσιαστικές ανάγκες του παιδιού της, μη διαθέσιμη για μια αγκαλιά, για ένα χάδι, για λίγη στοργή, μια μάνα υπερβολικά αυστηρή, διαχειριστική, που παίζει ένα σκληρό και αποτρόπαιο παιχνίδι εξουσίας με θύμα το ίδιο της το παιδί, αφού πάντα καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, ότι η κόρη της είναι ανεπαρκής, χρειάζεται την απόλυτη καθοδήγησή της.

Αναφέρει χαρακτηριστικά στο έργο: «Νομίζω πως η μαμά μου γεννήθηκε για να λέει «όχι». Κάποιοι πιστεύουν ότι το «ΟΧΙ» του ’40 έτυχε να ειπωθεί την 28η Οκτωβρίου. Δεν γνωρίζουν ότι η μαμά μου γεννήθηκε την 28η Οκτωβρίου. Πολύ πριν αυτή η μέρα αποκτήσει σλόγκαν. Είπα «ΟΧΙ».

Έχοντας στη φαρέτρα του ένα τόσο δυνατό κείμενο ο Θανάσης Χαλκιάς έκανε μια εξαιρετικά ιδιοφυή σκηνοθετική προσέγγιση κατά την οποία κατόρθωσε να αναδείξει πλήρως την συγκρουσιακή, τοξική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μάνα και την κόρη και να κινηθεί με εναργείς σχηματισμούς από έναν βασάλτη κοπετό, σε μια διακωμώδηση ακόμα και των πιο σκληρών στιγμών μ’ ένα χιούμορ κομψό, διακριτικό, υψηλής αισθητικής, στο οποίο συνηγόρησε σε μεγάλο βαθμό η ιδιαίτερα φροντισμένη κινησιολογική προσέγγιση που επιμελήθηκε η Αγνή Παπαδέλη-Ρωσσέτου και η τόσο έξυπνη μουσική σύνθεση του Κώστα Βόμβολου, όπου τα μουσικά μοτίβα που χρησιμοποίησε, έδιναν ακόμα πιο έντονη την υπόσταση των βιωματικών καταστάσεων στο υποσυνείδητο της κόρης.

Στο ρόλο της κόρης η Ηλέκτρα Γεννατά, συγκλονιστική κάθε στιγμή. Η ερμηνεία της ήταν αποκαλυπτική, καθώς περιγράφει τη σχέση με τη μητέρα της από την πρώτη σχολική της ηλικία, την εφηβική, τη φοιτητική και γενικότερα όλα τα στάδια εξέλιξης καθόλη την πορεία της ζωής της.
Και κάθε φορά, σε κάθε στάδιο, θυμίζει και την ανάλογη ηλικία, άλλες φορές με μια ελαφράδα, αθωότητα και μια παιδικότητα, που αναρωτιέται για τη ζωή και τα όσα τόσο εξουσιαστικά και άκρως καταπιεστικά απαιτεί από εκείνη η μητέρα της μη αφήνοντάς της περιθώρια επιλογών.
Κι άλλες φορές πάλι με την εξεγερμένη νεανική φύση μιας εφήβου ή μιας φοιτήτριας που αντιδρά, αναθεωρεί, κάνει την εσωτερική της επανάσταση, επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση της όχι μόνο με τη μητέρα της, αλλά κυρίως με τον ίδιο της τον εαυτό, περνά στην αυτοΐαση.
Κι όταν μπαίνει στη φυσιογνωμία της μητέρας και μας μεταφέρει τα όσα έλεγε μέσα από μια κάμερα σε κάθε περίσταση, είναι συναρπαστική με ευελιξία των εκφραστικών της μέσων.

Η Μαρία Θρασυβουλίδη είναι η εσωτερική της φωνή και η δική της κόρη, όταν πια αποκτήσει και η Ηλέκτρα Γεννατά εξόχως εκφραστική, με αθόρυβα στιβαρή υπόσταση επί σκηνής και με καταλυτική παρουσία στην εξέλιξη των δρώμενων.

Η Γεωργία Μπούρδα χρησιμοποίησε στα κοστούμια το λευκό χρώμα, όπου σημειολογικά παραπέμπει ευκρινώς στην αγνότητα της ψυχής, στην ελπίδα, στα όνειρα, στην εσωτερική ομορφιά και γαλήνη, καθώς η δαντέλα που τα χαρακτηρίζει ενδυναμώνει τη ρομαντική, τρυφερή ηλικία της κόρης μιας καλής οικογένειας που όμως ταυτόχρονα η δυναμική του είναι τεράστια και κατορθώνει έτι περισσότερο να τονίσει την αντιδιαστολή με τον άκρατο καθωσπρεπισμό και την καταδυνάστευση της μάνας.
Στην ίδια λογική κινείται και το εξαιρετικό σκηνικό της, που αποτελείται από ένα παζλ παιδικών αναμνήσεων κάποιων φθαρμένων, κάποιων πιο καλοδιατηρημένων ανάλογα με το τι βίωσαν.

Το αισθητικό αποτέλεσμα ολοκληρώνουν οι φωτισμοί από την Ελίζα Αλεξανδροπούλου.

«Την αγκαλιάζω όσο μπορώ, αλλά ίσως δεν είμαι φτιαγμένη από τα υλικά της μάνας. Ίσως είμαι φτιαγμένη από τα υλικά της δικής μου μάνας. Ένα κιλό αλεύρι σκληρό. Λίγο λάδι. Ελάχιστη ζάχαρη. Πικραμύγδαλο όσο πάρει. Πλάθουμε χαρακτήρες στρογγυλούς, χωρίς γωνίες, τους σιγοψήνουμε μια ζωή. Κι ύστερα τους καίμε. Τους καίμε και τους κλαίμε. Μάνα είναι μόνο καμία».

Μια παράσταση που κρύβει μέσα της μεγάλες αλήθειες τόσο σκληρές, τόσο απροκάλυπτα κυνικές, τόσο καθηλωτικές, μα τόσο λυτρωτικές, σχεδόν καθαρτήριες κατά την αποδόμησή τους, που ανοίγουν διάπλατα τις πύλες μιας καινούργιας ζωής, μ’ένα σαρκίο απαλλαγμένο από φθαρτές αναμνήσεις.

Ο καθένας θ’ανακαλύψει τη δική του αλήθεια και θα φτάσει στη δική του εσωτερική κάθαρση.

Δεν βρίσκω καλύτερο τρόπο για να κλείσω αυτό το κείμενο από τα λόγια της ίδιας της συγγραφέως της Μαργαρίτας Φρανέλη: «Ποια είναι η μονάδα μέτρησης της μητρικής αγάπης; Το κιλό, το στρέμμα, το λίτρο, το αμπέρ ή μήπως η ανθρωποώρα; Όπως και να τη μετρήσεις, το αίμα νερό δεν γίνεται. Το πολύ πολύ να γίνει το μελάνι για μια ανεξίτηλη ιστορία».

Απλά μια παράσταση να μην τη χάσετε