της Μαριλιάνας Ρηγοπούλου – Εκπαιδευτικού, σοπράνο, κριτικού θεάτρου //

Στο θέατρο «Άλφα/Ιδέα» ανεβαίνει το έργο «Ο Μικρός Εγώ» βασισμένο στο μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Κώστα Ταχτσή. Είναι μια προσπάθεια βιογραφικής παρουσίασης του ίδιου μέσα από το σύνολο του έργου του, από τη θεατρική ομάδα «Αίολος» σε σκηνοθεσία Βασίλη Ανδρέου.

Ο Κώστας Ταχτσής ήταν ποιητής και συγγραφέας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μ’ ένα ιδιαίτερο ύφος γραφής. Το μυθιστόρημά «Το τρίτο στεφάνι», που ήταν και το μοναδικό, ουσιαστικά σφράγισε την ελληνική λογοτεχνία – το οποίο και εξέδωσε με δικά του έξοδα – καθιερώθηκε ως ένας από τους καλύτερους πεζογράφους της γενιάς του. Στον χώρο της ποίησης πρωτοεμφανίστηκε κάνοντας ντεμπούτο κατά το 1950 με τις ποιητικές συλλογές «Ποιήματα» και «Μικρά ποιήματα».

Στα έργα του πολύ συχνά κάνει αναφορές στην ομοφυλοφιλία του, την οποία ο ίδιος άλλοτε την αποδεχόταν κι άλλοτε τη θεωρούσε σαν μόνιμη κατάρα. Σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Κράξιμο» είχε πει: «Ο ομοφυλόφιλος έρωτας έχει μια ποιητικότητα, αν θέλεις, ακριβώς επειδή δεν οδηγεί πουθενά. Έχει μια τραγική διάσταση. Ακριβώς γιατί ούτε παιδί γεννιέται ούτε η κοινωνία πρόκειται ποτέ να τον αναγνωρίσει», γι’ αυτό και κατά τη Μεταπολίτευση ο ίδιος πάλεψε πολύ για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, ενώ παράλληλα εκδιδόταν ως τραβεστί.

Δυστυχώς έφυγε από τη ζωή πολύ νωρίς έχοντας άδοξο τέλος κι έναν αδιευκρίνιστο θάνατο μέχρι και σήμερα, καθώς βρέθηκε δολοφονημένος στο σπίτι του στον Κολωνό.

Η παράσταση «Ο Μικρός Εγώ» είναι βασισμένη σχεδόν σε όλο το έργο του Ταχτσή αλλά κυρίως στη συλλογή διηγημάτων «Τα ρέστα», το οποίο είναι αυτοβιογραφικό με αναφορές στα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη κοντά στη μητέρα του μέχρι τα επτά του χρόνια, οπότε και μετακόμισε στην Αθήνα κοντά στη γιαγιά του, μια επίπονη αναμόχλευση αναμνήσεων για τον συγγραφέα καθώς θυμάται τα χρόνια της αβεβαιότητας που έζησε κοντά στη μητέρα του.

Το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης Βασίλης Ανδρέου καλείται να χτίσει μία παράσταση όχι πάνω σε ένα ολοκληρωμένο έργο, αλλά σε έναν συγκερασμό έργων με επίκεντρο «Τα ρέστα» καθιστά αυτομάτως το σκηνοθετικό- δημιουργικό κομμάτι εξαιρετικά δύσκολο και επικίνδυνο, καθώς μπορεί να βρεθεί σε άλλες ατραπούς.

Ωστόσο κατόρθωσε το ακατόρθωτο, να συγκεράσει σε πλήρη αρμονία τον τεράστιο όγκο των στοιχείων που είχε στη φαρέτρα του και να δημιουργήσει μια συγκλονιστική παράσταση με ψυχολογικό υπόβαθρο και υπόσταση που νομίζω θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ψυχολογικής μελέτης και ανάλυσης.

Η σκηνοθετική του ψυχαναλυτική ματιά, άκρως αιχμηρή και διερευνητική μέσω της αυτοβιογραφικής παρουσίασης του Κώστα Ταχτσή, επιτυγχάνει να δείξει τις οικογενειακές, κοινωνικές δομές, τη μορφολογία μιας μικροαστικής οικογένειας, τους περιορισμούς, την καταδυνάστευση της προσωπικότητας ενός παιδιού, τη στέρηση της ελεύθερης έκφρασής του, τις συγκρουσιακές αναζητήσεις με τον ίδιο του τον εαυτό, με το Εγώ του, πόσο μικρό και πόσο μεγάλο μέσα του να το παλεύει και να τον παλεύει, να το εξυψώνει κι άλλες φορές πάλι να τον καθηλώνει σαν τη χειρότερη τιμωρία, μιας ζωής γεμάτη τύψεις και ενοχές, απόρροια μιας οικογένειας και μιας κοινωνίας με στενά πλαίσια.

Ιδιαιτέρως ευφυής και ευρηματική εκ μέρους του Βασίλη Ανδρέου η διπλή διανομή του πρωταγωνιστικού ρόλου του Ταχτσή, σε παιδική-εφηβική ηλικία και σε ενήλικη, όπου δείχνει όλο το πέρασμα, την πορεία και την εξέλιξη της ζωής του.

 

« Έφτυσα! Αλίμονό σου αν χαζέψεις πάλι στο δρόμο!»
Μ’αυτή την απειλή της μητέρας ξεκινάει το διήγημα, θέλοντας ευθύς εξαρχής να καθορίσει τη διάσταση τής ακαταλόγιστα αυταρχικής συμπεριφοράς της και το κλίμα φόβου και τρόμου μέσα στο οποίο μεγάλωνε ο Κώστας Ταχτσής ενώ, ταυτόχρονα, μας δίνει το στίγμα της μορφολογίας της μητέρας του.

Τόσο ο Θεόδωρος Χιντζίδης όσο και ο Γιώργος Μακρής μπόρεσαν να σκιαγραφήσουν με σαφήνεια τις εσωτερικές συγκρούσεις που βίωνε αυτό το παιδί από την παιδική, εφηβική έως την ενήλικη ζωή του.
Οι ερμηνείες τους απ’ την αρχή ως το τέλος ήταν συγκλονιστικές και συνάμα ευκρινείς με ψυχολογική υπόσταση.
Κατορθώνουν πλήρως να αναδείξουν τη βιαιότητα που γνωρίζει αυτό το παιδί απ’ τα πρώτα του χρόνια, την υπέρμετρη αυστηρότητα, η οποία ήταν ανεξέλεγκτη και καθοριζόταν κατ’αποκλειστικότητα από τις διαθέσεις της μάνας.

Κι έτσι το μικρό παιδί ανδρώνεται και γίνεται ένας φοβισμένος ενήλικας να αντιμετωπίσει τον ίδιο του τον εαυτό, τις αληθινές μύχιες ανάγκες του, τα κρυφά του θέλω και τα καλά θαμμένα όνειρά του, μέσα σε μια ζωή γεμάτη ενοχές.

Στον ρόλο της μάνας η Φαίδρα Παπανικολάου.
Εξαιρετικά ευέλικτη στα εκφραστικά της μέσα επί σκηνής, αναδεικνύει τη γυναίκα που τα βίαια, αυταρχικά ξεσπάσματα πάνω στο παιδί της ήταν αποτέλεσμα της εχθρότητας που αισθανόταν για τον πατέρα του παιδιού, τον οποίο είχε χωρίσει. Έτσι το παιδί μεγαλώνει τραυματικά και δύσκολα με ανύπαρκτο πατρικό πρότυπο.
Η Φαίδρα Παπανικολάου κινείται με ξεχωριστή δεξιοτεχνία ανάμεσα στον πόνο, την πικρία, τον θυμό, το δάκρυ, την απογοήτευση, το γέλιο, τη χαρά, όλη της η ύπαρξη είναι διαρκής εναλλασσόμενος κλαυσίγελος.
Η Νατάσα Σφενδυλάκη υποδύεται τη γιαγιά, τόσο αληθινή παρουσία η εικόνα της γιαγιάς του ΄70, με μια δυναμική προσωπικότητα επί σκηνής που γοητεύει επί της ουσίας καθώς κινείται συνεχώς επί ξηρού ακμής προκειμένου να κατευνάσει τα πνεύματα, να εξισορροπήσει τις αντιθέσεις και να φέρει την ηρεμία και τη γαλήνη.
Η Βλασία Κουτσού κι αυτή σε διπλό ρόλο, όπως όλοι σχεδόν, υπήρξε καταιγιστικά εκφραστική με άρτια κινησιολογία.

Τόσο το ενδυματολογικό μέρος από την Αφροδίτη Μηλιώνη και τον Δήμο Κλιμενώφ, όσο και το μουσικό από τον Σπύρο Παρασκευάκο, ολοκληρώνουν άριστα το αισθητικό πλαίσιο της παράστασης.

Προς την ολοκλήρωση λοιπόν της παράστασης, ο Ταχτσής πλέον δομείται μέσα στη ενήλικη υπόστασή του, προχωρώντας σε μια απολογιστική αυτοκριτική, αναγνωρίζοντας πλήρως πως τελικά δεν μπόρεσε να δικαιώσει τις προσδοκίες της μητέρας του, γι’αυτό και η δήλωσή του πως ακόμα δεν έγινε άνδρας λειτουργεί ως έμμεση υποδήλωση της ομοφυλοφιλίας του.

Αυτή ήταν η ενδόμυχη επιθυμία της μητέρας του, να τον δει άνδρα. Φυσικά έναν άνδρα καλύτερο από τον πατέρα του, πιο έντιμο. Στην ουσία ο Ταχτσής μέσω της ομοφυλοφιλίας του εκδικείται τη μητέρα του, έτσι έπαιξε τον ρόλο του εξιλαστήριου θύματος.

«Σ’ έβλεπαν να κρατάς κάτι σφιχτά μέσα στη χούφτα σου και σου ’λεγαν: Έλα να παλέψουμε και θα σ’αφήσω να με νικήσεις» και σου ’κλεβαν τα ρέστα. Κι εκείνη αντί να βγει και να δείρει τα παιδιά, έδερνε εσένα. «Ήμαρτον μανούλα μου, ήμαρτον».

Τα ρέστα της ζωής της που έκλεψε ο πατέρας από τη μάνα, τα ρέστα που κλέβουν τα άλλα παιδιά από τον μικρό Κώστα, τα ρέστα που ποτέ δεν κράτησε απ’ την ψυχή του, τα ρέστα που σκόρπισαν οι ενοχές του, τα ρέστα μιας ζωής άλλης που ίσως να είχε ζήσει αν η εκδίκηση δεν του ’χε κλέψει τη ζωή, τα ρέστα της ζωής μας, της ζωής σας, της ζωής που ονειρευτήκαμε, που ζήσαμε, που ζούμε.

Ποιός ξέρει άραγε…………..