γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου* //

Μετά από αρκετά χρόνια όπου οι ξένοι θεατρικοί συγγραφείς κατείχαν τα πρωτεία στις Αθηναϊκές θεατρικές σκηνές, τα τελευταία δύο με τρία χρόνια και κυρίως φέτος, την πρωτοκαθεδρία καταλαμβάνουν οι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς κλασικοί και σύγχρονοι. Ένα εξαιρετικό ελληνικό θεατρικό έργο είναι κι αυτό που ανέβηκε στο θέατρο Αθηνών του Θανάση Σκρουμπέλου σε σκηνοθεσία Γιώργου Σουξέ με τίτλο «Στα ξένα Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος».

Ο λόγος του Θανάση Σκρουμπέλου είναι τόσο καίριος, καυστικός, σχολιάζει την Ελλάδα του ’60 και το πρόβλημα της μετανάστευσης άλλοτε με δραματικό τρόπο, άλλοτε στηλιτεύοντας τις πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις της εποχής, ένας λόγος δυναμικός που εκτοξεύει τη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή και φόρτιση συνάμα, με πολύ χιούμορ καθώς κινείται με άνεση και περισσή ευελιξία ανάμεσα στο κλάμα και το γέλιο, όπως ακριβώς είναι και η ζωή μας ένας διαρκής κλαυσίγελος, ενώ παράλληλα κάνει μια αναδρομή στη νεότερη Ιστορία της Ελλάδας.
Η υπόθεση του έργου πραγματεύεται την ιστορία ενός νέου Έλληνα μετανάστη, του Στάμου, ο οποίος μετά από πολλές πιέσεις που δέχτηκε για να υπογράψει δήλωση μετανοίας καθώς ο πατέρας του ως ιδεολόγος αριστερός υπήρξε πολιτικός κρατούμενος, ο ίδιος αρνούμενος κάτι τέτοιο, καταλήγει μετανάστης στη Γερμανία και εργάτης σε ορυχείο. Η ζωή του δύσκολη όπως και η επικοινωνία με τους δικούς του στην πατρίδα, τη μητέρα και την αδελφή του κι η μόνη ανάσα χαράς και αισιοδοξίας, επαφής με το πάτριο έδαφος, μια εκπομπή στο ραδιόφωνο στα βραχέα για τους μετανάστες με τραγούδια του Καζαντζίδη και αφιερώσεις.

 

Κι όλα αυτά ξεκινούν αφηγηματικά από την Ελλάδα του ’60, με τα σημάδια του εμφυλίου εμφανή, με μια χώρα κατεστραμμένη κι εγκαταλελειμμένη γεμάτη πληγές, χαρακιές, φτώχεια, δουλειές ανύπαρκτες, πολλοί ήταν εξόριστοι, άλλοι φυλακισμένοι, φυγάδες, «….με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη».( Οδυσσέας Ελύτης)

Ο Γιώργος Σουξές είχε διπλή ευθύνη καθώς είχε αναλάβει πρώτον τη θεατρική προσαρμογή του έργου και τη σκηνοθεσία και δεύτερον ερμηνεύει το ρόλο του πατέρα του Αργύρη Παγκράτη.

Η σκηνοθετική φόρμα του Γιώργου Σουξέ κατόρθωσε να αναδείξει τις εκφάνσεις της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης της χώρας τότε σε όλη της τη διάσταση και τις προεκτάσεις, την ηθική υπόσταση των αριστερών ιδεολόγων πόσο κραταιά υπήρξε, ακόμα κι όταν κατέστρεφαν την ίδια τους την οικογένεια στιγματίζοντάς την οδηγώντας έτσι τα μέλη αυτής στο μονόδρομο της ξενιτιάς.

Η σκηνοθετική του προσέγγιση ρίχνει άπλετο φως στο χρονοντούλαπο της σύγχρονης Ιστορίας της Ελλάδας, με την ιστορική αφηγηματική διαδρομή που επιτυγχάνει άλλοτε γλαφυρά κι άλλοτε έντονα, σκληρά, πονεμένα, λόγια γεμάτα παράπονο και θλίψη που κάποιες φορές πνίγουν τη φωνή του, μα πάντα υπερήφανα και με αξιοπρέπεια μέσα απ’ την αυθεντική ερμηνεία στο ρόλο του πατέρα.

Ο Λευτέρης Ελευθερίου υποδυόμενος τον γιο που ξενιτεύτηκε στη Γερμανία το Στάμο, υπήρξε από την αρχή έως το τέλος συγκλονιστικός, με μια ερμηνεία βαθειά ανθρώπινη και συναισθηματική. Επιτυγχάνει να ξεδιπλώσει όλο το ψυχολογικό προφίλ του ανθρώπου που αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, που η ζωή του είναι μια φριχτή ρουτίνα δουλειά- σπίτι, σπίτι-δουλειά και η μόνη ανάσα σ’ όλον αυτόν τον καθημερινό φαύλο κύκλο είναι η εκπομπή στο ραδιόφωνο στα βραχέα, για τους μετανάστες που ακούει αφιερώσεις από τους πατριώτες του και τραγούδια του Καζαντζίδη. Εξαιρετική επιλογή των τραγουδιών με τη φωνή του Καζαντζίδη, τα οποία είχαν στιγματίσει όλη εκείνη την εποχή, τη φτώχεια, τον πόνο, το φόβο, τη ξενιτιά, ήταν η παρηγοριά των ανθρώπων, του λαού που μίλαγαν στη ψυχή τους, η ανακούφιση στις πληγές τους.

 

Αυτό αποτελούσαν και για το Στάμο αυτά τα τραγούδια, την ανακούφιση στις πληγές της ψυχής του, καθώς συνομιλεί μαζί του, του λέει τις στενοχώριες του, τους καημούς του κι εκεί στο σπίτι όπου κατοικεί, μένουν κι άλλοι μετανάστες ο καθένας με τον δικό του πόνο, τη δική του δραματική ιστορία όπως η Φράου Γκρίτε της οποίας ακούμε μόνο τη φωνή από την Ίριδα Τσιμπρή που μας δίνει με εξαιρετική επιτυχία το ύφος και την προσωπικότητα αυτής της γυναίκας, τα τραγούδια του Καζαντζίδη γίνονται ο συνδετικός κρίκος, ο Στέλιος γίνεται ο δικός τους Στέλιος, ο θεμέλιος λίθος για να γνωριστούν, να επικοινωνήσουν, να σπάσουν τα δεσμά της απομόνωσης, να μοιραστούν τη βάρβαρη καθημερινότητά τους σε μια χώρα ξένη και να πάψουν αυτοί να αισθάνονται ξένοι.

Ο Λευτέρης Ελευθερίου υπήρξε τόσο άρτιος ερμηνευτικά, όσο και κινησιολογικά το οποίο οφείλει στην εξαιρετική καθοδήγηση της κινησιολόγου Βάσιας Αγγελίδου. Ζει και βιώνει το δράμα του, μέσα στην απόλυτη ερημιά και μοναξιά του, μακριά απ’ τα πάτρια κι ονειροπολεί πάντα το νόστιμον ήμαρ, έχει στ’ αυτιά του τη φωνή του πατέρα του, άλλοτε σαν βάλσαμο κι άλλοτε σαν πέλεκυς που του φέρνει μνήμες σκληρές, βασανιστικές και τον ματώνει.

«Όπου και να κοιτάξεις αυτή η πατρίδα σε πληγώνει» λέει ο Λευτέρης Ελευθερίου δια στόματος Στάμου κι ήταν μια από τις μεγαλύτερες αλήθειες της παράστασης, μέσα από μια ερμηνεία τόσο δραματική διανθισμένη από εσάνς άφθονου χιούμορ κι αυτό την καθιστά ακόμα πιο δραματική.
Ένας άνθρωπος που μάχεται, που δεν ορρωδεί, ο ύψιστος συμβολισμός της έξοχης ερμηνείας του Λευτέρη Ελευθερίου.

Κι όλα αυτά σ’ ένα σκηνικό σε τόνους γκρί και μαύρους, λιτό, ένα δωμάτιο με δυο τραπέζια, ένα κρεβάτι, ένα σκαμνί, μια ραφιέρα εν είδει ντουλάπας, ένα ραδιόφωνο, η φωτογραφία του Καζαντζίδη στον τοίχο και το σκοινί για το άπλωμα των ρούχων, αυτά συνθέτουν την απόλυτα εναρμονισμένη εικόνα με τη θεματολογία της παράστασης που δημιούργησε η σκηνογράφος Άννα Μαχαιριανάκη, η οποία είχε την επιμέλεια και του ενδυματολογικού μέρους, των κοστουμιών που συνάδουν άρτια με την εποχή.

Την αισθητική εικόνα της όλης παράστασης ολοκληρώνουν τόσο η φωνή του εκφωνητή από τον Νίκο Μενεμένογλου, που έδινε ζωή, πνοή και υπήρξε άκρως αντιπροσωπευτική, δίνοντας την ανάλογη αίσθηση της ραδιοφωνικής εκπομπής της εποχής, τα ηχητικά εφέ του Γιώργου Ζιώτα που πλαισίωναν τη δυναμική κάθε σκηνής, όσο και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Γιώργου Χαραλάμπους που ήταν ιδανικοί για κάθε σκηνή.
Η ηθική δύναμη της Τέχνης του θεάτρου, είναι τεράστια, μπορεί να αναμοχλεύει μνήμες, να ξυπνά αισθήσεις, να εγείρει συναισθήματα, να ξεκινά επαναστάσεις, να δίνει το έναυσμα για να ρουφήξει κανείς τη ζωή, μα πάνω από όλα μπορεί να φέρει τους ανθρώπους τόσο κοντά που από απλούς θεατές, τους μετατρέπει σε μύστες της ίδιας τελετουργίας, αυτό επετεύχθη από την παράσταση αυτή, ένα χειροκρότημα ζεστό, παρατεταμένο, κάποια μάτια υγρά κι ένα σιγομουρμούρισμα των τραγουδιών για μια παράσταση που ξέρει να μιλά στην ψυχή κάθε Έλληνα, που ο καθένας μπορεί να βρει μέσα σ’ αυτή ένα κομμάτι δικό του, της μνήμης του, της ζωής του, της σιωπής του, του ξεχασμένου ονείρου, για εκείνα όπως λέει ο Καβάφης που: « Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει».

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου  είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου