γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου* //

εικόνες ©Patroklos Skafidas

«Έλα να παίξουμε», μαζί, Εκείνος κι Εκείνη, στην ίδια σκακιέρα, αντίπαλοι στον ίδιο πύργο, εκείνον της αγάπης, του έρωτα, του πόνου και του αναστεναγμού, ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και ο πόλεμος μόλις άρχισε. Το έργο « Έλα να παίξουμε» της Γεωργίας Πιερρουτσάκου διακρίθηκε στο πλαίσιο του Στούντιο Νέων Συγγραφέων του Εθνικού Θεάτρου και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή Νέο Ρεξ το 2016 και εν συνεχεία ανέβηκε στο Black Box του θεάτρου « Επί Κολωνώ» την Άνοιξη του 2018.

Η Γεωργία Πιερρουτσάκου επίσης βραβεύθηκε το 2018 από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης για το θεατρικό έργο: « Και καλή τύχη». Στην παράσταση «Έλα να παίξουμε» μοιράζεται το σκηνοθετικό κομμάτι αυτής με τον Λάζαρο Βαρτάνη.

Το έργο « Έλα να παίξουμε» διακρίνεται από λόγο μεστό, συμπυκνωμένο συμβολισμών και συνάμα φρέσκο, δροσερό, συνδυάζοντας τη νεανική αφέλεια με τη φιλοσοφική διάσταση της ζωής και του έρωτα. Λόγος που έχει μια φυσική ροή στην εξέλιξή του, με καθαρή δόμηση και έναν εξαιρετικό συνδυασμό ρεαλιστικής αποδόμησης του έρωτα και τρυφερής-ρομαντικής ονειροπόλας διάθεσης.

 

//Το έργο της Γεωργίας Πιερρουτσάκου πλέκει το εγκώμιο στον έρωτα, στον έρωτα που εξελίσσεται, που μεταμορφώνει και μεταμορφώνεται, που γίνεται πάθος, χαρά, μίσος, ζήλεια, πόνος, κραυγή, απόγνωση, αγάπη, χωρισμός, παρελθόν, παρόν και μέλλον//

Μέσα από τη σκηνοθετική ματιά τόσο της Γεωργίας Πιερρρουτσάκου, όσο και του Λάζαρου Βαρτάνη, επιτεύχθηκε με ιδιαίτερα ευφυή και ευρηματικό τρόπο όλη η δομή και εξέλιξη μιας ερωτικής σχέσης απ’ την αρχή ως το τέλος και πάλι από την αρχή, ρίχνοντας φως σ’ όλα τα στάδια που διανύει ένα ζευγάρι από τα πρώτα λεπτά της γνωριμίας τους μέχρι το πρώτο ραντεβού, το πρώτο φιλί, το πρώτο τρυφερό τρεμόπαιγμα των ματιών, το πρώτο άγγιγμα, την πρώτη επικοινωνιακή ψυχική τους ταύτιση, τον πρώτο καυγά, το πρώτο τους νανούρισμα, την πρώτη τους μοναξιά, την πρώτη τους καθημερινή ρουτίνα και πλήξη, μέχρι τον πρώτο τους χωρισμό.

Η αυλαία ανοίγει με δύο μικρούς θαρρείς βγαλμένους από παραμύθια ήρωες, έναν βασιλιά και μια βασίλισσα, πασπαλισμένους από την χρυσόσκονη του ονείρου και συνάμα τόσο σύγχρονους, που είναι υποτελείς σε μια ιστορία ή σε μια κοινωνία αν θέλετε, σ’ ένα βασίλειο χρυσό, δαιδαλώδες, πιόνια μιας σκακιέρας, μαριονέτες της ζωής, θ’ ακολουθήσουν άραγε την πεπατημένη της ζωής και θα χαθούν, θα εξωστρακίσουν τη σχέση τους και τον εαυτό τους ή θα μείνουν μαχητές αιώνιοι χωρίς μικρότητες ως άλλοι Ρωμαίος και Ιουλιέτα που θα υμνούν την αγάπη πέρα και πάνω από φραγμούς, υψιπετείς του έρωτα.

Η σκηνοθετική προσέγγιση της Γεωργίας Πιερρρουτσάκου και του Λάζαρου Βαρτάνη, είναι αληθινά ευρηματική, καθώς ένας πύργος με τι σημαίες του και τα οικόσημά του, αποτελούν το διαχωρισμό κάθε πράξης στη ζωή Εκείνου και Εκείνης με πρώτο: « Παιχνίδι για δύο», αρχή του φλερτ αυτής της μυστηριακής έλξης των ανθρώπων, της ανεξήγητης χημικής ένωσης που ωθεί τα μάτια να συναντηθούν στο αναπάντεχο.
Δεύτερη πράξη» Κρυφτό», αναγνωριστικά παιχνιδίσματα, ανάμεσα στα άδολα θύματα του Θεού Έρωτα, «Belle nuit ,o nuit d’ amour, souris a nos invresses. Nuit plus douce que le jour, o belle nuit d’ amour», ( Όμορφη νύχτα, ω νύχτα της αγάπης χαμογελάς στη μέθη μας. Νύχτα πιο γλυκιά από την ημέρα. Ω υπέροχη νύχτα της αγάπης) Βαρκαρόλα του Όφενμπαχ.

Τρίτο στάδιο: « Κυνηγητό», όταν ο έρωτας γίνεται μικρό παιδί κι η φλόγα του θεριεύει.
Τέταρτο στάδιο: « Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ που με βάζεις», ο έρωτας δίνει τη θέση του στην τρυφερή αγάπη που όλο ζητά, τίποτα δεν της φτάνει πια, θέλει μαζί τις ψυχές και τα σώματα κάθε λεπτό, κάθε στιγμή, κοινή ζωή.
Πέμπτο στάδιο:« Μπίλιες», ο καθημερινός τροχός, κατατρώγει τα ρουλεμάν του κι οι κρίκοι κόβονται και σπάνε, απ’ τη φθοροποιό δύναμη της συνήθειας, της ρουτίνας. Αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και μαζί της ο πόλεμος. Ο καθείς και το άλογό του κι οι πικρές κουβέντες που σκοτώνουν όταν Εκείνος της λέει: « Μια υπέρβαρη μπουρμπουλήθρα είσαι» κι Εκείνη: « Σ’ αγαπάω, σε λατρεύω, απλώς δεν σε συμπαθώ πια».
«Αγαλματάκια ακούνητα», είναι το έκτο στάδιο, η απομάκρυνση του ζευγαριού είναι διειδής κι η σιωπή εκκωφαντικά εκνευριστική, « Η μοναξιά αρχίζει εκεί που τελειώνει ο ζωτικός σου χώρος» του λέει Εκείνη.
Έβδομο στάδιο: « Παντομίμα», Εκείνη του λέει: « Κέρδισες» κι Εκείνος απαντά: « Τότε γιατί νιώθω χαμένος».
Όγδοο στάδιο: « Έλα να παίξουμε», η αληθινή αγάπη, πάντα αποτελεί την αφορμή ξανά για μια καινούργια αρχή.

Τι εξαιρετική συνειρμική αλληλουχία, πόσο έξοχη μεταφορά του σήμερα επί σκηνής, αλλά και του ανέκαθεν, άλλωστε η διαχρονικότητα του έρωτα και της αγάπης είναι αδιαμφισβήτητη κι όλα αυτά μέσα σ’ ένα χρυσό παραμυθένιο σύννεφο.

Στο ρόλο Εκείνης η Γεωργία Πιερρρουτσάκου, με μια εκφραστική ευφράδεια ρέουσα και ομιλούσα των ματιών της και τόσο άρτια κινησιολογικά, θαρρείς και χόρευε στην « Ωραία κοιμωμένη» του Τσαϊκόφσκι.
Δροσερή, γλυκιά, τρυφερή, ναζιάρα, με πάθος κι άλλοτε θυμωμένη, απογοητευμένη, στεναχωρημένη, απαιτητική, η Γεωργία Πιερρουτσάκου, εναλλαγές πολύπλοκες, άμεσες της χαρίζουν μια ερμηνεία σύγχρονη και παραμυθένια συνάμα.

Στο ρόλο Εκείνου, ο Στέφανος Παπατρέχας, ένας μικρός βασιλιάς με μια παιδική αφέλεια ξαφνικά γίνεται άντρας, εξελίσσεται μέσα από τον έρωτά του για Εκείνη. Μέσα από την ερμηνεία του, μέσα από την καθαρότητα των κινήσεών του αναδεικνύεται όλος ο συναισθηματικός κόσμος ενός νεαρού άντρα που ερωτεύεται, που προσπαθεί, που διεκδικεί, που μάχεται, που μαθαίνει να προσφέρει, που άγει και φέρεται εγωιστικά κάποιες φορές κι άλλοτε πάλι τρυφερός και ζεστός προσφέρει απλόχερα αγάπη.

//Τόσο ο Στέφανος Παπατρέχας όσο και η Γεωργία Πιερρουτσάκου, οικοδόμησαν μια παράσταση καθ’ όλα άρτια, ήταν απόλυτα εμφανές πόσο καλοδουλεμένοι ήταν τόσο εκφραστικά, όσο και κινησιολογικά γνωρίζοντας με ακρίβεια και λεπτομερώς ακόμα και την παραμικρή κίνηση που θα έκαναν επί σκηνής, θυμίζοντας κάποιες στιγμές βωβό κινηματογράφο με την αχλή της ρομαντικής διάθεσης περιμένοντας να δει κανείς το λουλούδι που θα προσφέρει στη νεαρή κοπέλα μέσα σε ασπρόμαυρο φόντο//

Ακόμα και οι παύσεις τους, οι σιωπές τους ήταν απόλυτα λειτουργικές εξυπηρετώντας την οικονομία της παράστασης. Κι όλα αυτά διαδραματίζονται μέσα σ’ ένα υπέροχο σκηνικό της Ηλένιας Δουλαρίδη που κατορθώνει να συγκεράσει το ρεαλιστικό με το ονειρώδες, καθώς το δάπεδο είναι μια σκακιέρα, η ίδια η ζωή, τα πιόνια της Εκείνος κι Εκείνη, ένα κλουβί με λουλούδια κλείνει μέσα του όλη την ευτυχία τους, δυο άλογα που γίνονται το ιππικό του πολέμου του ζευγαριού, ένας πύργος χρυσός και δυο χρυσές κορώνες του έρωτά τους, στο δικό τους βασίλειο, στη δική τους μοναδική ιστορία αγάπης, στο δικό τους παραμύθι. Εξίσου σύμφωνα με το υπόλοιπο ύφος της παράστασης σύγχρονα με πινελιές ονείρου είναι και τα κοστούμια που κινήθηκαν σε ασπρόμαυρους τόνους, την επιμέλεια των οποίων είχε και εδώ η Ηλένια Δουλαρίδη.

Οι φωτισμοί της Ευγενίας Μακαντάση άλλοτε σε τόνους λευκούς τονίζοντας την αγνότητα και παιδικότητα της αγάπης κι άλλοτε σε χρυσούς ενισχύοντας το παραμύθι, με απόγειο τη κόκκινη σκηνή γεμάτη φλόγα και πάθος, ολοκληρώνουν το αισθητικό αποτέλεσμα.

Η Γεωργία Πιερρουτσάκου μαζί με τον Λάζαρο Βαρτάνη οικοδόμησαν μια παράσταση που μιλά για τον έρωτα επαναστάτη, τον καθαρόαιμο, τον αναρχικό, τον αντάρτη, άλλωστε: « Ο έρωτας όνομα ουσιαστικόν, πολύ ουσιαστικόν, ενικού αριθμού, γένους ούτε θηλυκού, ούτε αρσενικού, γένους ανυπεράσπιστου» ( Κική Δημουλά), αλλά και για τον τρυφερό, ρομαντικό, ταλαπείριο που ως άλλη Άελλα σαρώνει τον νου και την ψυχή στο πέρασμά του, για τον έρωτα που μπορεί να ανεβάσει στα ουράνια τα δυο Θεϊκά παιδιά του που τον γεύονται, μα και να σκορπίσει τις στάχτες του στον άνεμο, αφήνοντας ανεξίτηλα τα σημάδια του.

Γι’ αυτό: « Όταν η αγάπη σας καλεί, ακολουθήστε την, παρ’ ότι οι δρόμοι της είναι δύσβατοι κι απότομοι. Κι όταν σας μιλήσει να την πιστέψετε. Γιατί όπως η αγάπη σας στεφανώνει, έτσι θα σας σταυρώσει». ( Kahil Gibran)
Ακούστε τους ακόμα και τώρα ξεκινούν το παιχνίδι της αγάπης από την αρχή: – Εκείνη: Αγάπα με λίγο – Εκείνος: Πάμε…

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου