γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου //

«Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν, πολύ ουσιαστικό,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες…» Κική Δημουλά

Τι σχέση μπορεί να έχουν ένας ζωγράφος, μια καθαρίστρια, ένας μπάρμαν, μια τρανς, μια καθηγήτρια και μια ρεσεψιονίστ. Ποια μοίρα τέμνει τις ζωές τους! Κοινή συνισταμένη η αγάπη, εκείνη η αγάπη που κρατά καλά κρυμμένα μυστικά, μήπως και βγουν απ’ το μπαούλο και σπάσουν στα χέρια κάποιας εύθραυστης ψυχής που δεν θα αντέξει να τα κρατήσει σταθερά, εκείνη η αγάπη που κρυφά δακρύζει μπροστά σε μια απώλεια, εκείνη η ανομολόγητη αγάπη που κάνει τα χείλη να την κρατούν ως επτασφράγιστο μυστικό κι εκείνη η κυνική αγάπη που έμαθε να δέχεται τις κακεντρεχείς βολές στο όνομα του φυσιολογικού.

•Στη σκηνή του θεάτρου «Μικρό Γκλόρια», ανεβαίνει με επιτυχία για δεύτερη χρονιά η παράσταση «Hotel Marina» σε κείμενο του Ιερώνυμου Πολλάτου, του Γεράσιμου Μιχελή και της Σέβης Ματσακίδου, σε σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη ο οποίος τιμήθηκε από την Ένωση Κριτικών Θεάτρου Και Μουσικής, με βραβείο Κάρολος Κούν, νέου δημιουργού 2018

Το κείμενο της παράστασης προέκυψε από συνεντεύξεις που θέλησαν να δώσουν απλοί, καθημερινοί άνθρωποι μιλώντας για όλα αυτά που τους πληγώνουν, τους μελαγχολούν ή για όσα αγαπούν, εκμυστηρευόμενοι κομμάτια της ζωής τους.

Ευφυής σύλληψη από όλη τη συγγραφική ομάδα, αλλά και εξαιρετική η δραματουργική επεξεργασία τόσο από τη Σέβη Ματσακίδη και τον σκηνοθέτη Χρήστο Σουγάρη, όσο και από όλο το θίασο.

Ένα έργο βασισμένο σε μικρές και μεγάλες αλήθειες που κυοφορούν οι ζωές όλων μας, σε μια γλώσσα καταιγιστική, εύληπτη με πλούσιο σημειολογικό υπόβαθρο και χιούμορ κομψό που ξέρει καλά τη δυναμική του, να λειτουργεί κατευναστικά στις ανοιχτές πληγές του παρελθόντος, στα χρέη.

•Όλη η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στους χώρους του ξενοδοχείου «Hotel Marina» το οποίο στο παρελθόν υπήρξε ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής.

Σήμερα πια η κυρία Ουρανία η άλλοτε ιδιοκτήτρια και επιχειρηματίας αυτού, είναι η καθαρίστρια, η Οριάννα μια εργασιομανής πειθαρχημένη στα καθήκοντά της και φιλόδοξη ρεσεψιονίστ με ανύπαρκτη προσωπική ζωή, ο Μάνος ο εξομολογητής μπάρμαν που έχει μάθει να ακούει τις ιστορίες των άλλων, μα δυσκολεύεται να πει το « σ’ αγαπώ» στη δική του ζωή, η Βανέσσα πρώην Μπάμπης, μια τρανς που ο κοινωνικός περίγυρος δεν της απλώνει το χέρι με αγάπη, αλλά με κακία και χλευασμό, ο Χρήστος ζωγράφος που αρνείται να δεχτεί πως δεν μπορεί να μείνει ξανά στο δωμάτιο 11, στο ανακαινισμένο πλέον ξενοδοχείο, μαζί με την Τάνια τη γυναίκα του πρώην μαθήτριά του στη Σχολή Καλών Τεχνών και νυν καθηγήτρια και μάνατζερ των έργων του, στην προσπάθειά του αναβίωσης του έρωτά τους και συνάμα κάλυψης μυστικών ζωής.

Ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης έχοντας στα χέρια του ένα κολλάζ ανθρώπινων ιστοριών με κοινό γνώμονα την αγάπη, δημιουργεί το ωραιότερο σύμπλεγμα έρωτος που ξετυλίγεται μέσα από διαδοχικές σεκάνς, ενός έρωτα υπερβατικού, για τη ζωή, για την Τέχνη, για την εργασία, για την απώλεια, για την αποδοχή.

Τα πρόσωπα στην αρχή του έργου αυτοσυστήνονται μ’ ένα τρόπο φρέσκο, με χιούμορ αποκαλύπτουν τις πιο μεγάλες και δύσκολες αλήθειες της ζωής τους κι όλα γίνονται σχεδόν πιο ανώδυνα μέχρι το μαχαίρι να φτάσει βαθιά στο κόκκαλο, εκεί το προβάδισμα παίρνει η αληθινή ζωή. Ιδιαιτέρως ευφυές σκηνοθετικά είναι το κινηματογραφικό τέχνασμα του Χρήστου Σουγάρη με τις οριοθετήσεις στις αλλαγές των σκηνών με τίτλους, οι οποίοι μπορεί να κάνουν ευκρινείς τους διαχωρισμούς, αλλά όχι και το περιεχόμενο καθώς δεν δίνουν το προφανές, όπως για παράδειγμα με τον τίτλο «Ωκυτωκίνη».

•Η Ωκυτωκίνη γνωστή και ως «Ορμόνη της Αγάπης» απελευθερώνεται συνήθως όταν δύο άνθρωποι που αγαπιούνται πολύ έρχονται κοντά και παράγεται στον εγκέφαλο, στον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης, όπως εδώ στο ζευγάρι του Χρήστου του ζωγράφου και της γυναίκας του της Τάνιας, όμως η ορμόνη αυτή παίζει μεγάλο ρόλο κατά τον τοκετό, δίνει εντολή για το θηλασμό. Αφορμή η ωκυτοκίνη για να μας μιλήσει για το πρόβλημα που έχει το ζευγάρι να τεκνοποιήσει

Κι ύστερα πάλι “Πλατυτέρα”, η Πλατυτέρα των Ουρανών, η εικόνα της Παναγίας που ως είθισται αγιογραφείται στο πάνω κεντρικό μέρος του Αγίου Βήματος, στην προσπάθεια του ζωγράφου να επιληφθεί της αγιογραφήσεως ενός Ναού, προκειμένου ν’ αποφύγει την αλήθεια, ότι αυτός δεν μπορεί να κάνουν παιδιά και προτιμά έτσι να απομονωθεί, να κρυφτεί, παρά να κάνει την έκθεση που του διοργανώνει η γυναίκα του με τα έργα του.

Η διεισδυτική ματιά του σκηνοθέτη Χρήστου Σουγάρη, αποτελεί κοινωνική αιχμή καθώς προσεγγίζει και αναλύει προβλήματα της κάθε κοινωνίας, με μια ψυχαναλυτική διάθεση και χωρίς φληναφήματα και περιττολογίες, χωρίς εκκωφαντικά τεχνάσματα που προσπαθούν τεχνηέντως να εκμαιεύσουν απ’ το κοινό το γέλιο ή το δάκρυ, οικοδομεί μια ακραιφνώς μεστή, ουσιαστική σπονδυλωτή μορφολογία παράστασης με λεπτομερειακή δομή και υψηλή αισθητική βασισμένη στην εκφραστική λιτότητα και καθαρότητα του κειμένου και των χαρισματικών ερμηνειών των ηθοποιών.

•Ο Χρήστος Σουγάρης δεν διστάζει να μιλήσει για τη μοναξιά των ανθρώπων, το φόβο απέναντι στην αγάπη και το μεγαλείο της, την εργασία που κυριαρχεί στη μοναχικότητα της ψυχής τους, το θάνατο, τον τρόμο και τον βαθύ πόνο μπροστά στην απώλεια, την ατεκνία, την διαφορετικότητα, την επιλογή ζωής όπως κανείς ονειρεύεται και το ρατσισμό που βιώνει με την επανάστασή του, δεν ορρωδεί να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα, το τέναγος αυτής της κοινωνίας, μέσα από ένα χιούμορ ευφυές, γρήγορο, κομψό και με δραματική αξιοπρέπεια.

Ο Γεράσιμος Μιχελής είχε διττή ευθύνη καθώς συμμετείχε και στο συγγραφικό μέρος του έργου, αλλά και ως ρόλος υποδυόταν το Χρήστο το ζωγράφο. Στο ρόλο του ζωγράφου ο Γεράσιμος Μιχελής κατορθώνει με περισσή δεξιοτεχνία να αναδείξει όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, την παθολογική αγάπη- λατρεία στη γυναίκα του, γι’ αυτό και ξαναβρίσκεται μετά από 15 χρόνια σ’ αυτό το ξενοδοχείο για να αναβιώσουν τον έρωτά τους, την ενοχή του για το μυστικό που κρύβει στο όνομα της αγάπης, δεν της έχει αποκαλύψει πως αυτός δεν μπορεί να κάνει παιδιά, αλλά και τον έρωτά του για την Τέχνη του τη ζωγραφική.

Ο Γεράσιμος Μιχελής οικοδομεί εξόχως λεπτομερειακά τον χαρακτήρα που υποδύεται, τον απογυμνώνει σε βάθος, όταν ένα στρατιωτάκι από τη συλλογή του μεγαλώνει, παίρνει ανθρώπινες διαστάσεις και του προτάσσει το όπλο, δεν είναι άλλο από τη συνείδησή του, αυτή τον βασανίζει, πρέπει να απελευθερωθεί απ’ τα μυστικά και τα ψέματα που κουβαλά για χρόνια.

Ποικίλες και άκρως λεπτομερειακές οι αντανακλάσεις των συναισθηματικών μεταβολών του στις εκφραστικές του αλλαγές, τόσος χαρισματικός επί σκηνής , σε μια καθηλωτική ερμηνεία, με ηχοχρωματικές εναλλαγές που συγκινούν, που δημιουργούν την κατάλληλη κάθε φορά ατμόσφαιρα, δεν αποτελεί απλά μέρος αυτής είναι ο δημιουργός της.

Η Μαίρη Σαουσοπούλου υποδύεται την Ουρανία, την πρώην ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου ημιδιαμονής το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς σε μια πυρκαγιά και μετά την ανακαίνισή του, εργάζεται και μένει μόνιμα πια μέσα σ’ αυτό ως καθαρίστρια. Η Ουρανία πέρα από την απώλεια της επιχείρησής της, βίωσε την απώλεια του παιδιού της. Και η Μαίρη Σαουσοπούλου στην ερμηνεία της ως Ουρανία υπήρξε απλά συγκλονιστική.
Με περισσή άνεση και ευελιξία, ακροβατεί συνεχώς επί ξηρού ακμής ανάμεσα στο γέλιο και στο δάκρυ, στη χαρά και τη λύπη, τη ζωή και το θάνατο, με τόση λιτότητα, καθαρότητα κινήσεων, εν πλήρη δράση όλων των εκφραστικών μέσων, με χιούμορ, αμεσότητα, με μια λαμπρή ερμηνευτική ευφράδεια τόσο ανθρώπινη, που αγγίζει κάθε σχισμή της ψυχής των θεατών, έως την τελική, την απόλυτη κορύφωση της ζωής της, τον πόνο της, τον κλαυθμό και τον εσώτερο οδυρμό της ψυχής της, τον κοπετό της που μας εξομολογείται σ’ έναν αριστουργηματικό μονόλογο βαθιά συγκινησιακό και αισθητικά συγκλονιστικό.

Τόσο αληθινή η Μαίρη Σαουσοπούλου, φτιαγμένη από στόφα υψηλού καλλιτέχνη.

Τη Βανέσα υποδύεται ο Διονύσης Μπουλάς. Η Βανέσα είναι μια τρανς, η οποία ως πρώην άντρας και μάλιστα παντρεμένος, έχει αποκτήσει μια κόρη 8 ετών, όμως η πρώην σύζυγός της, δεν τον αφήνει να βλέπει το παιδί της κι εκείνη αναγκάζεται να καταφύγει στα δικαστήρια προκειμένου να εξασφαλίσει το νόμιμο δικαίωμά της.

Ευφυής η αναγωγή στην προσωπικότητα της Αναίς Νιν της Γαλλίδας συγγραφέως η οποία έγινε παγκοσμίως γνωστή, επειδή πίστευε πως: « Την ελευθερία, μας τη χαρίζει μόνο το μακρύ και επίπονο ταξίδι προς την αυτογνωσία», αυτό ακριβώς το ταξίδι έκανε και η Βανέσα.

Η Βανέσα ζεί μέσα στο ξενοδοχείο, έχοντας την Ουρανία για εξομολογητή της και στήριγμα στα δύσκολα της ζωής που πέρασε, που περνά και όσων έρχονται.

•Ο Διονύσης Μπουλάς στο ρόλο της Βανέσας δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κοινωνική κραυγή, για δικαίωση, για αποδοχή, για αγάπη, για ελευθερία, για αναγνώριση, για εκτίμηση και αξιοπρέπεια.

Μέσα από το παιδί της που θέλει να βλέπει και το διεκδικεί δικαστικά, στην ουσία διεκδικεί όλη της τη ζωή, την ύπαρξη, την αξιοπρέπεια της ( είμαι αυτή που ήθελα να είμαι πάντα και τα κατάφερα), πόσοι άνθρωποι άραγε κάνουν πραγματικότητα τα όνειρά τους, «Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι…».

Ο Διονύσης Μπουλάς στο ρόλο της Βανέσας, κατορθώνει ως μαέστρος της σκηνής να συγκεράσει αριστοτεχνικά χωρίς ίχνος υπερβολής και αμετροέπειας το θηλυκό με το αρσενόθυμο στοιχείο, την ευαισθησία με την κυνικότητα, το σαρκασμό με το χιούμορ, την εκφραστική ευελιξία με την κινησιολογική ευχέρεια σε μια ερμηνεία απολαυστική, συγκινησιακά φορτισμένη και συνάμα αιχμηρή και ν’ αναδείξει τις αληθινές διαστάσεις του προβλήματος με θάρρος, στηλιτεύοντας το ρατσιστικό πρόσωπο κάθε πουριτανικής κοινωνίας.

Στο ρόλο της Τάνιας της συζύγου του ζωγράφου και καθηγήτρια εικαστικών η ίδια, βρίσκεται η Μυρτώ Γκόνη.

Η Τάνια πρώην μαθήτρια του συζύγου της στη σχολή Καλών Τεχνών και νυν μάνατζερ του εικαστικού του έργου, έρχεται στο ίδιο ξενοδοχείο μαζί με τον άντρα της που ερχόταν πριν 15 χρόνια στις αρχές του τρελού έρωτά τους για να ξεκλειδώσουν εκείνη την ορμή και το πάθος της πρώτης νιότης τους, όμως αυτό το Σαββατοκύριακο θα είναι το διήμερο των μεγάλων αποκαλύψεων της ζωής τους κι εκεί η αγάπη της και η αφοσίωσή της δοκιμάζονται στη σκακιέρα της ζωής.

Μαθαίνει πως ο σύζυγός της έχει το πρόβλημα που δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν κι όμως δεν φεύγει, δεν αποχωρεί, μένει γιατί η αγάπη είναι μεγαλύτερη από το μυστικό που κρατούσε ο Χρήστος με ευλάβεια.

Η Μυρτώ Γκόνη, η προσωποποίηση της θηλυκότητας και του ερωτισμού που κρατά δέσμιο της σαγήνης της έναν άντρα για μια ολόκληρη ζωή, με χαρισματική άνεση από τρυφερή, γλυκιά κι ευαίσθητη, μεταλλάσσεται σε ορμητική, χειμαρρώδης κι ύστερα πάλι σκληρή και συνάμα πονεμένη, οικοδομεί με την εσωτερική της ενάργεια μια εξαιρετικά λεπτοδουλεμένη ερμηνεία.

Ρεσεψιονίστ φιλόδοξη, εργασιομανής, κρυμμένη στη μοναξιά της που δεν έχει ζήσει την αγάπη και που στην ουσία την αρνείται φοβούμενη τη δυναμική της, πόσο ανεξέλεγκτα θα την παρασύρει σε ανεξερεύνητους ατραπούς η Διονυσία Σακελλαρίου.

Η Διονυσία Σακελλαρίου σε μια ερμηνεία δισυπόστατη, όπου αρχικά βγάζει ένα σκληρό προσωπείο, αυτή είναι η άμυνά της, ενώ στη συνέχεια αναδεικνύει εξόχως την εύθρυπτη πλευρά του χαρακτήρα της κι εξυψώνει τη γυναίκα που θέλει ν’ αγαπηθεί και ν’ αγαπήσει σε μια γοητευτική ερμηνεία, διανθισμένη με χιούμορ και κινησιολογική αρτιότητα.

Στο παιχνίδι της αγάπης και ο Μάνος, ο μπάρμαν του ξενοδοχείου, τα ποτά του είναι ο τρόπος για να αφεθούν όλοι τους, να γίνουν πιο αποκαλυπτικοί, πιο εξομολογητικοί κι ο ίδιος ερωτεύεται, παθιάζεται, γεύεται, ζει, αλλά δειλιάζει μπροστά στο ρήμα Αγαπώ, ο Σωτήρης Χατζηαγόρου.

Ο Σωτήρης Χατζηαγόρου είναι στην ουσία η γραμμή που τέμνει τη ζωή της Οριάννας της ρεσεψιονίστ κι οι δύο το ίδιο φοβισμένοι και το ίδιο μόνοι κι αυτό το « Σ’ αγαπώ» σαν δαμόκλεια σπάθη να επικρέμαται πάνω από τις ζωές τους.

Η ερμηνεία του Σωτήρη Χατζηαγόρου τόσο λιτή, καθαρή, ανθρώπινη, προσεγγίζει την αλήθεια του σύγχρονου μοναχικού ανθρώπου δίνοντας απάντηση στις ανασφάλειές του.

Η κινησιολογική άνεση, ακρίβεια και συνάμα ευχέρεια των ηθοποιών οφείλεται στη Γεωργία Αβασκαντήρα που σε συνδυασμό με τις ταχείς εναλλαγές των αισθητικά άρτιων φωτισμών από τον Αλέξανδρο Αλεξάνδρου, δημιουργούσαν αυτή την κινηματογραφική αίσθηση εναλλαγής των σκηνών.

Εξαιρετική υπήρξε και η ταμπέλα νέον του «Hotel Marina» δίπλα στις θέσεις των θεατών.

Τα σκηνικά του Γιάννη Θεοδωράκη λιτά, αλλά απόλυτα ακριβή στη σύνθεση ατμόσφαιρας στον αντίστοιχο χώρο του ξενοδοχείου λόμπι, μπαρ, δωμάτιο, όπως ιδιαιτέρως ευρηματικό ήταν το μπαρ που υπήρξε ενσωματωμένο πάνω στον μπάρμαν, μερικά μπουκάλια, ποτήρια και το ανάλογο σέρβις με φινέτσα και κομψότητα, έδινε την απόλυτη αίσθηση αυτού.

Η μουσική του Βασίλη Τζαβάρα τόσο ατμοσφαιρική, θαρρείς και καθοδηγεί άλλες φορές τα ερωτικά βήματα του χορού της ζωής τους κι άλλοτε απογυμνώνει τις ψυχές τους, με εξαιρετική την επιλογή του τραγουδιού «Batida de coco» σε μουσική του Λάκη Παπαδόπουλου και στίχους της Μαριανίνας Κριεζή και καθόλου τυχαία, αφού καθώς ψιθυρίζουμε το στίχο μας λέει: « Τα σπασίματα δεν τα φοβάμαι, έχω μάθει να τα κλείνω με στόκο» κι ύστερα πάλι «…εγώ την καρδιά μου δεν τη δανείζω με τόκο..».

«Η τσιγκουνιά στον έρωτα είναι αμαρτία» λέει η Ουρανία κι αυτή η αλήθεια είναι το μεγαλείο της αγάπης, σ’ αυτό το ξενοδοχείο όλοι ψάχνουν για την αγάπη, την αγάπη που ξέρει να μοιράζεται, να προσφέρεται, να χαρίζεται, αυτήν που λάβατε δωρεάν, αυτήν δωρεά δότε, την πλανεύτρα αγάπη, την εξομολόγο, την οδηγήτρια, τη γιάτρισσα, μα και την επαναστάτρια, την ελευθερώτρια, τη μαχήτρια, την αντισυμβατική, την πλατυτέρα, αυτή που τα σύνορά της έχουν μόνο αρχή, μα όχι και τέλος, αυτήν που στο επέκεινα: « Τα σώματά μας θα χαθούν θα σβήσουν, από μας θα μείνει μέχρι της συντέλειας των αιώνων αυτό το «σε αγαπώ» που σου ψιθύρισα στις ώρες τις πιο κρυφές» Νίκος Εγγονόπουλος.

*Μαριλιάνα Ρηγοπούλου : Εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου

ΓΚΛΟΡΙΑ ΜΙΚΡΟ
Ιπποκράτους 7 – Αθήνα
Τηλ. 210 3642334

Hotel Marina
2η Χρονιά Παραστάσεων

Παραστάσεις Έως 3 Νοεμβρίου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων
Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 & Κυριακή στις 20:00

Τιμές εισιτηρίων
Γενική Είσοδος: 14€
Μειωμένο: 8€
Ατέλειες: 5€
 
Διάρκεια παράστασης: 90’ χωρίς διάλλειμα

Προπώληση εισιτηρίων
Viva.gr και στο ταμείο του Θεάτρου