της Μαριλιάνας Ρηγοπούλου* //

Είχα τη χαρά να παρευρεθώ στην πρεμιέρα της παράστασης «Βρωμιά» του Robert Schneider με τον Κωνσταντίνο Φάμη σε εξαιρετική μετάφραση της Κοραλίας Σωτηριάδου και σκηνοθεσία της Κατερίνας Πολυχρονοπούλου στο θέατρο «Σταθμός».

Το έργο «Βρωμιά» του Robert Schneider γράφτηκε πριν 25 χρόνια και ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1997 στο θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, εν συνεχεία στο Φεστιβάλ Αθηνών με τον Γιάννο Περλέγκα και τώρα στο θέατρο «Σταθμός» με τον αποκαλυπτικό Κωνσταντίνο Φάμη.

Το έργο πραγματεύεται τη ζωή ενός μετανάστη, μέσα από τον οποίο περνά η ζωή όλων των μεταναστών, σ’ όποιο μέρος της γης κι αν βρίσκονται, στην Ελλάδα, στην Αγγλία, στη Γερμανία, οπουδήποτε, ο αγώνας για επιβίωση, για ένα χαμόγελο, για μια θέση στον ήλιο, για λίγο ψωμί και νερό, για μια στέγη, οι φοβίες τους, τα άγχη τους, τα όνειρά τους, οι ελπίδες τους.

Και το όνομα αυτού «Σαντ», που στα αγγλικά σημαίνει λυπημένος, όμως δεν είναι λυπημένος, είναι μόνος, είναι οργισμένος, σε μια ξένη γη, σε μια ξένη χώρα, είναι τριάντα χρονών. Ο Σαντ γεννήθηκε στο Ιράκ και από μικρός ονειρευόταν να φτάσει στ ‘αστέρια, διάβαζε και μελετούσε λογοτεχνία και γερμανική γλώσσα, σήμερα πια ζει στη Γερμανία που τόσο είχε αγαπήσει. Είναι ένας ακόμη μετανάστης. Θα ήθελε να είναι σαν όλους τους άλλους. Θα ήθελε να μπορεί να τους μιλάει. Να μπορεί να μπαίνει στο μετρό. Αλλά είναι ξένος. Πουλάει τριαντάφυλλα, 60 λεπτά κέρδος, τα υπόλοιπα στον ανθοπώλη.

Ζει κλεισμένος στο δωμάτιό του. Ο Σαντ είναι ο «Άλλος», ο διαφορετικός που φταίει για όλα τα κακά που συμβαίνουν.

Η σκηνοθέτις Κατερίνα Πολυχρονοπούλου έχοντας στα χέρια της ένα αριστουργηματικό κείμενο του Robert Schneider, τόσο πλούσιας σημειολογίας, γι’ αυτό και διδάσκεται στα Πανεπιστήμια Συγγραφής Θεατρικού Έργου και Σεναρίου, από τη μια είχε πλούσιο υλικό, από την άλλη όμως έπρεπε να φωτίσει πολλές πτυχές του αριστοτεχνικά δομημένου κειμένου.

Η Κατερίνα Πολυχρονοπούλου ρίχνοντας άπλετο φως, σε μια πραγματικά σκοτεινή υπόθεση, αυτή των μεταναστών εδώ και πολλά χρόνια, ανέδειξε πλήρως τι ψυχικό κατακερματισμό βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι, από τη στιγμή που ξεκινούν το μεγάλο ταξίδι για μια καινούργια πατρίδα, τους φόβους τους, τις ανασφάλειές τους, τις αναμνήσεις τους που κουβαλούν στην ψυχή τους, τις αγωνίες τους, τον εξευτελισμό που υφίστανται.
Η σκηνοθετική της προσέγγιση δεν ήταν απλά διεισδυτική, ήταν κοινωνιολογική ανάλυση για ένα έντονο εν εξελίξει φαινόμενο, επίκαιρο και διαχρονικό και ταυτόχρονα μια γροθιά στο ρατσιστικό καθεστώς που ορθώνει όλο και ψηλότερα τα τείχη της απομόνωσης, της εγκατάλειψης, της εκμετάλλευσης όλων αυτών των ανθρώπων που ζητούν μόνο το αυτονόητο να αναγνωριστούν ως «Άνθρωποι».

Η σκηνοθέτiς Κατερίνα Πολυχρονοπούλου δόμησε όχι απλά μια παράσταση, αλλά μια παράσταση επανάστασης, μια αντιρατσιστική κραυγή.

Στο ρόλο του Σαντ ο Κωνσταντίνος Φάμης.
Ο Κωνσταντίνος Φάμης παρότι είχε στα χέρια του έναν εξαιρετικά δύσκολο μονόλογο, μεστό συμβολισμών, ωστόσο υπήρξε αποκαλυπτικός ερμηνευτικά.

Μπόρεσε να σκιαγραφήσει με κάθε λεπτομέρεια το πορτρέτο του Σαντ, του μετανάστη απ’ το Ιράκ που ζει στη Γερμανία, σε μια χώρα που αγαπά, που αγαπά τη γλώσσα της, τους δρόμους της, τις πλατείες, τα πάρκα της, μα που δεν τον αγαπά κανείς, γιατί είναι διαφορετικός.

Βιώνει επί σκηνής τόσο έντονα την εγκατάλειψη, τη μοναξιά και συνάμα το φόβο της ίδιας της ύπαρξής του σε μια άλλη πατρίδα, που όμως δεν μπορεί να γίνει πατρίδα του, γιατί δεν έχει κανένα δικαίωμα. Κοιτάζει τον κόσμο που κάθεται στα παγκάκια κι ονειρεύεται, όμως δεν έχει δικαίωμα ο ίδιος να κάτσει, η παρουσία του θα είναι προσβολή, ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά: «Αν κι εγώ δεν έχω δικαίωμα στις Κυριακές. Οι άνθρωποι που κάθονται στα παγκάκια τις δικαιούνται τις Κυριακές» και σ’ άλλο σημείο θίγοντας τη διαφορά του χρώματός του λέει: «Βγαίνει μέσα απ’ την ψυχή η βρώμα».

Κι όμως η ψυχή του είναι καθαρή, ο πόνος βγαίνει από μέσα, ένας δακέθυμος πόνος, ένας βασάλτης που εκρήγνυται, που επαναστατεί μέσα στο λιτό, φτωχικό και σκοτεινό δωμάτιό του, όπως απολύτως αντιπροσωπευτικό ήταν το σκηνικό από την Παναγιώτα Κοκκορού, που δακρύζει, φωνάζει μόνος του, δεν υπάρχει κανείς να τον ακούσει.

Τόσο ευέλικτος ο Κωνσταντίνος Φάμης στα εκφραστικά του μέσα, με μια μοναδική κινησιολογική ευφράδεια, παίζει ανάμεσα στις εξαιρετικές φωτοσκιάσεις, καθώς τα κεριά είναι η μοναδική φωτεινή ύπαρξη του δωματίου του και η μουσική, απλώνει στο χώρο το πένθος του.

Για ό,τι κακό συμβαίνει κατηγορεί τον εαυτό του και μέσα απ’ αυτόν όλους τους μετανάστες, πάντα ό,τι άσχημο, ό,τι αποτρόπαιο συμβαίνει στη χώρα που φιλοξενεί τους μετανάστες, φταίνε αυτοί.
Αναπολεί το βουητό από τα φύλλα της χουρμαδιάς, το παζάρι, τον πατέρα, το τσάι, κουβαλά τις αναμνήσεις του κι είναι ο μόνος θησαυρός του, που άλλες φορές τού απαλύνει τον πόνο κι άλλες τον επιδεινώνει.

Ο Σαντ είναι ένας ταλαπείριος άνθρωπος, είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, είναι αυτός που όλοι μπορεί να γίνουμε κάποια στιγμή, αν κάποιοι άλλοι το αποφασίσουν, αυτοί που χειρίζονται τα νήματα της εξουσίας, αυτοί που αποφασίζουν για τις μοίρες των λαών, αυτοί που έχουν το χρήμα για Θεό τους.

Ο Κωνσταντίνος Φάμης είναι απλά συγκλονιστικός επί σκηνής.

Μιλά για το δράμα του, κάνει τους θεατές να συμπάσχουν, να μοιράζονται τη ζωή του, μιλά με όλες τις αισθήσεις του, τα μάτια του είναι μια θάλασσα συναισθημάτων, μια πληγή ανοιχτή, που λαμπυρίζουν όταν βουρκώνουν από πόνο, κινείται σταδιακά για να καταλήξει σ’ ένα ψυχολογικό κρεσέντο, σε μια κραυγή απελπισίας, σ’ έναν εσωτερικό θρήνο, σ’ ένα σιωπηρό κοπετό λέγοντας: «Δεν θέλαμε να σας λερώσουμε».
«Ονειρεύομαι σημαίνει πως δεν έχω ήσυχη τη συνείδησή μου», λέει ο Σαντ, τόσο ανθρώπινα, τόσο γλυκά, τόσο πονεμένα και τόσο αληθινά συνεχίζει να ονειρεύεται και να ελπίζει, να ζητά μια θέση στο παγκάκι, να μπορεί να σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό, λίγη αγάπη να μη λερώνει πια το χρώμα του και τ’ όνομά του να μπορεί να το λέει υπερήφανα κι όλα αυτά μέσα στη φτωχική του κάμαρα, κάτω απ’ το φως των κεριών μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυσταγωγική όπου οι θεατές ως άλλοι μύστες, γίνονται κοινωνοί και μεταλαμβάνουν από το ίδιο δισκοπότηρο της αληθινής Τέχνης του θεάτρου που λειτουργεί υπερβατικά στην ψυχή και στο μυαλό τους, οδηγώντας τους στην τελετουργία της απόλυτης μέθεξης.
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να επισφραγίσω το κείμενό μου με τα λόγια του ίδιου του Σαντ, δια στόματος Κωνσταντίνου Φάμη, που είναι από μόνα τους μια επανάσταση: «Γι’ αυτά που δεν μπορείς να μιλήσεις, καλύτερα να σιωπάς.

Τώρα ξέρω πως αυτή η φράση είναι λάθος. Γι’ αυτά που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να μιλάς!».
Σπεύσατε να απολαύσετε την παράσταση!!!

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου.