Του Παύλου Κάγιου //

Ηρωίδα στο νέο φίλμ του Γιοαχίμ Τρίερ είναι η Θέλμα. Μια ντροπαλή νεαρή κοπέλα, η οποία αφήνει πίσω της τους θρησκόληπτους γονείς της σε μια μικρή πόλη της δυτικής ακτής στη Νορβηγία, προκειμένου να σπουδάσει σε ένα πανεπιστήμιο του Όσλο. Μια μέρα, κυριεύεται από μια έντονη και αναπάντεχη κρίση, η οποία μοιάζει με εκείνες της επιληψίας. Το ίδιο αναπάντεχη είναι για τη Θέλμα η έλξη που νιώθει για την Άνγια, μια πανέμορφη συμφοιτήτριά της, η οποία δείχνει να ανταποκρίνεται στη μαγνητική παρουσία της μοναχικής, παράξενης επαρχιώτισσας.

Καθώς κυλάει η ακαδημαϊκή χρονιά, η Θέλμα κυριεύεται ολοένα και περισσότερο από τα έντονα αισθήματά της για την Άνγια. Αισθήματα που δεν τολμά να τα παραδεχτεί ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό! Στο ίδιο χρονικό διάστημα, όμως, βιώνει ολοένα και συχνότερες και πιο έντονες κρίσεις. Καθώς καθίσταται ξεκάθαρο ότι αυτές οι κρίσεις αποτελούν απλώς ένα σύμπτωμα ανεξήγητων, ενδεχομένως και επικίνδυνων, υπερφυσικών ικανοτήτων, η Θέλμα καλείται να αντιμετωπίσει τραγικά μυστικά του παρελθόντος της αλλά και τις τρομακτικές επιπτώσεις των δυνάμεών της…

Ο Γιόαχιμ Τρίερ είναι Νορβηγός σκηνοθέτης που γεννήθηκε το 1974 στην Κοπεγχάγη της Δανίας, αλλά μεγάλωσε στο Όσλο. Μετά από τρεις μικρού μήκους ταινίες, το 2006 γύρισε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «Reprise». Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Κάρλοβι Βάρι (όπου κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας) και προβλήθηκε σε μεγάλα φεστιβάλ όπως του Τορόντο, του Σάντανς και της Κωνσταντινούπολης (όπου κέρδισε το βραβείο Χρυσή Τουλίπα καλύτερης ταινίας). Κέρδισε και τρία βραβεία Amanda (τα νορβηγικά Όσκαρ): καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου. Πέντε χρόνια μετά, το 2011, είχε έτοιμη τη δεύτερη ταινία του, το «Όσλο, 31 Αυγούστου». Η ταινία, ένα ελεύθερο ριμέικ της ταινίας του Λουί Μαλ «Η φλόγα που τρεμοσβήνει», έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της συμμετέχοντας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του φεστιβάλ Καννών. Τέσσερα χρόνια μετά ο Τρίερ γύρισε την τρίτη του μεγάλου μήκους ταινία, που έμελλε να είναι και η πρώτη του αγγλόφωνη. Τίτλος της: «Ο ήχος της σιωπής». Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Καννών (η πρώτη νορβηγική που πέτυχε κάτι τέτοιο μετά το 1979!), και κλασικά προβλήθηκε σε δεκάδες φεστιβάλ (ανάμεσά τους κι εκείνο της Θεσσαλονίκης) και κέρδισε δύο Amanda: καλύτερης σκηνοθεσίας και σεναρίου. Το 2013 οι New York Times τον συμπεριέλαβαν στη λίστα «20 Directors to Watch».

– Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία «Θέλμα»:

-«Αρχικά είχα την ιδέα να γυρίσω κάτι με μάγισσες τοποθετημένο στο Όσλο» λέει ο σκηνοθέτης Γιοαχίμ Τρίερ. «Είμαι μανιακός με το σινεμά και τρώω κάποια κολλήματα, οπότε πέρασα μια φάση όπου μαζί με τον συνσεναριογράφο μου, τον Έσκιλ Βογκτ, βλέπαμε πολλές ταινίες giallo – ιταλικές ταινίες τρόμου της δεκαετίας του ’70. Μετά θυμάμαι να ξαναβλέπω την ταινία «Ξύπνημα στον εφιάλτη» του Άντριαν Λιν, όπως και το «Αίμα και πάθος» του Τόνι Σκοτ, κάτι που ήταν ουσιαστικά μόνον οπτικό. Θυμάμαι να συζητάμε με τον Έσκιλ σχετικά με το πώς τέτοιες ταινίες που αγγίζουν κάτι πολύ ανθρώπινο, ασχολούνται τελικά με την ανησυχία και τη θνητότητα κι όλες αυτές τις υπαρξιακές αναζητήσεις, αλλά μέσω της φόρμας της ταινίας είδους. Αυτό ήταν το ένα μέρος της έμπνευσης. Μετά, αρχίσαμε να δουλεύουμε πάνω σε κάποιες ιδέες που προέκυψαν μέσω συγκεκριμένων σκηνών και εικόνων. Ολοένα και περισσότερο ξεπρόβαλλε ένα χαρακτήρας κι αυτός δεν ήταν άλλος από την Θέλμα. Τελικά, το πιο διασκεδαστικό τμήμα της όλης διαδικασίας ήταν να χρησιμοποιήσω το είδος εκείνο της αφήγησης μιας ιστορίας το οποίο βασίζεται στους χαρακτήρες, κάτι με το οποίο νιώθω μεγαλύτερη οικειότητα, και να προσπαθήσω να το ανυψώσω οπτικά σε ένα σύμπαν όπου υπάρχει μεγαλύτερος διαθέσιμος χώρος για να κινηθεί η φαντασία. Η όλη διαδικασία ήταν εντελώς απελευθερωτική».

– Τα παραφυσικά φαινόμενα που παράγει η Θέλμα αποτελούν την αντίδρασή της απέναντι στην καταπίεση, σωστά;

-Είμαι μεγάλος οπαδός του τρόπου που ο Χίτσκοκ χρησιμοποιούσε ένα ψυχολογικό δίλημμα ως εναρκτήριο σημείο μιας αφήγησης. Το παιδικό τραύμα στη «Μάρνι», η ανησυχία και η ενοχή στον «Δεσμώτη του ιλίγγου»: υπάρχει κάτι παιγνιώδες στον τρόπο που το κάνει κι αυτό είναι κάτι που με ενέπνευσε. Στην ταινία μου, είναι το άγχος που έχει να κάνει με το σώμα. Μια νεαρή γυναίκα καλείται να αντιμετωπίσει κρίσεις που δεν ερμηνεύονται. Κρίσεις για τις οποίες η επιστήμη και οι γιατροί δεν μπορούν να δώσουν καθαρές απαντήσεις. Ερεύνησα πολύ το θέμα. Η ύπαρξη των ψυχογενών μη επιληπτικών κρίσεων (PNES) είναι αληθινή. Αυτές οι κρίσεις δεν αποτελούν το απότοκο υπερφυσικών καταστάσεων. Πάντως, πολλά συμβαίνουν τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο στο ανθρώπινο κορμί, που είναι δύσκολο να εξηγηθούν μέχρι σήμερα.