του Γιάννη Παναγόπουλου //

Ο Χάικ Γιαζιτζιάν είναι ένας όμορφος άνθρωπος. Γι’ αυτό μπορεί να  γράφει όμορφη μουσική, να τραγουδά όμορφα, να παίζει ούτι όμορφα. Έχει ηχογραφήσει πέντε υπέροχα άλμπουμ – Talar (1996), Garin (1998),Το κτήνος στο φεγγάρι (2001), Yeraz (2001) και Amalur (2007). Έχει συνεργαστεί με καλλιτέχνες παγκόσμιας αποδοχής. Επιμένει να εμφανίζεται σε χώρους που ανάμεσα στη σχέση κοινού – καλλιτέχνη δεν παρεμβάλλονται πανέρια λουλούδια, αγχωμένοι παρκαδόροι, γιαλαντζί μετρ. Ο συνθέτης, ερμηνευτής, ουτίστας, που γεννήθηκε από γονείς με αρμενικές ρίζες στη Συρία και έφτασε στην Αθήνα σε ηλικία 20 ετών, είναι ένας άνθρωπος που έχει τάξει τη ζωή του στη μουσική. Το λέω έτσι γιατί στο φινάλε της συνέντευξής μας είπε: «Δεν γνωρίζω πότε θα της πω «γεια». Ακόμα και όταν αποσυρθείς από τη σκηνή από τη μουσική δεν φεύγεις». 

-Την τελευταία φορά που μιλήσαμε – χειμώνας 2015 – μου έλεγες πως ανησυχούσες για τον πατέρα σου. Πως στο Χαλέπι, εκεί που βρίσκεται το πατρικό σας, μαίνεται πόλεμος…

Όταν μιλήσαμε ο πατέρας μου ζούσε. Έφυγε από τη ζωή τον Μάρτη του 2017. Έξι μήνες μετά από μια άλλη “φυγή”. Του μικρού μου αδελφού. Ήμασταν τρία αδέλφια. Εγώ ζω εδώ και ο ηλικιακά μεσαίος στην Αρμενία. Η πίκρα του πατέρα μου ήταν μεγάλη. Τον θυμάμαι να μου λέει πως αν δεκαπέντε, είκοσι χρόνια πριν κάποιος του έλεγε πως θα βίωνε ακόμα έναν πόλεμο, μια ακόμα καταστροφή θα τον περνούσε για τρελό. Από τη Συρία πέρασαν και οι Γάλλοι και οι Άγγλοι. Τουλάχιστον εκείνοι άφησαν κάτι. Έχτισαν κάτι πριν φύγουν. Αυτοί που “σήμερα” κατέστρεψαν το Χαλέπι δεν άφησαν τίποτε. Ο τελευταίος πόλεμος σχεδόν το ισοπέδωσε. Τουλάχιστον μπορέσαμε να πουλήσουμε το σπίτι μας. Αν το αφήναμε έτσι άδειο θα το έπαιρναν. Πια δεν υπάρχει λόγος να επιστρέψουμε σ’ αυτή την πόλη.

-Ποιοι είναι αυτοί που το κατέστρεψαν;

Θα τους μάθουμε. Πια το παιχνίδι είναι οικονομικό. Τα συμφέροντα αδίστακτα. Κάποια στιγμή θα μάθουμε.

-Ακούγεται ως γενικότητα, έστω και έτσι η εικόνα που έχεις για τον κόσμο πώς είναι σήμερα;

Η χρήση της επικοινωνίας είναι σοκαριστική. Πιστέψαμε πως η τεχνολογική διεύρυνσή θα μας έφερνε πιο κοντά. Έγινε όμως έτσι; Πώς αισθάνεσαι, τι σκέφτεσαι όταν βλέπεις δύο ανθρώπους σ’ ένα τραπέζι να μη μιλούν αλλά με τα κινητά τους να στέλνουν μηνύματα σε όλο τον κόσμο ή ο ένας στον άλλο; Η ομιλία αποκτά πραγματική διάσταση όταν τη μοιράζεσαι με άλλους. Το ίδιο και η μουσική. Η χαρά της δημιουργίας σαν γκρουπ είναι πολύ μεγάλη. Όταν φτιάχνεις ομαδικά τότε μπορείς να χαρείς καλύτερα το έργο σου. Σήμερα είναι “τέχνη” να χρησιμοποιείς την τεχνολογία και να μην σε χρησιμοποιεί εκείνη. Πλέον μπορώ να έχω όλη τη δισκογραφία των καλλιτεχνών που με ενδιαφέρουν σ’ ένα σκληρό δίσκο. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα την ακούσω. Παλιά περίμενα μέρα – μέρα να αγοράσω τον δίσκο καλλιτέχνη που με ενδιέφερε. Τον άκουγα όλο. Τον άκουγα ξανά και ξανά. Υπήρχε χρόνος να τον αγαπήσω. Δεν ξέρω αν πια στο κοινό, με τα τόσα βάσανα που έχει, στις παραστάσεις που παρακολουθεί του μένει τελικά κάτι. Βγαίνει έξω και δίνει την αίσθηση πως θέλει να πάρει τα πάντα. Κάνει σαν να μην γνωρίζει πότε θα ξαναβγεί από το σπίτι του.

•Η μουσική είναι συγκίνηση. Ένα χάρισμα του θεού που το δίνει στον άνθρωπο. Το ίδιο δυνατός, όμως, είναι και ο τρόπος μετάδοσης αυτού του χαρίσματος. Η μουσική είναι ταξίδι. Είναι χρώματα. Είναι αρώματα. Και συχνά είναι αυτό που ορίζει το απρόσμενο. Το λέω έτσι γιατί μπορεί να δεις έναν άνθρωπο να βαράει τενεκέδες στο δρόμο και ο ήχος του να αντηχήσει στην καρδιά σου.

-Δεν θέλω να ακουστεί ως κάτι ηρωικό, αλλά η Ελλάδα συναντήθηκε με υπέροχη μουσική ακόμα και τις πιο μαύρες περιόδους της ιστορίας της. Αυτό γιατί δεν συμβαίνει σήμερα;

Μιλάς για ένα παγκόσμιο φαινόμενο.

-Αναφέρομαι στην Ελλάδα γιατί εδώ ζω. Από εδώ έχω χτίσει εμπειρίες.

Άκουσες κάτι από τη Βενεζουέλα; Γίνεται χαμός. Άνθρωποι πεθαίνουν στον δρόμο. Λέω πως δεν υπάρχουν ηγέτες πια. Δεν υπάρχουν μπροστάρηδες. Και το τραγούδι έχει εργοστασιοποιηθεί. Πια ακούμε μουσική που δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε. Σήμερα η Ελλάδα κατά 80% ακούει λαϊκοπόπ μουσική. Αν το ψάξεις αυτό που ακούει ούτε λαϊκό είναι, ούτε ποπ είναι. Κάποτε ποπ μουσική στην Ελλάδα ήταν ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. Αν το δεχτούμε αυτό δεν έχω καμία όρεξη να συγκρίνουμε εποχές.

-Τι είναι μουσική;

Συγκίνηση. Αρχικά είναι ένα χάρισμα του θεού που το δίνει στον άνθρωπο. Το ίδιο δυνατός, όμως, είναι και ο τρόπος μετάδοσης αυτού του χαρίσματος. Η μουσική είναι ταξίδι. Είναι χρώματα. Είναι αρώματα. Και συχνά είναι αυτό που ορίζει το απρόσμενο. Το λέω έτσι γιατί μπορεί να δεις έναν άνθρωπο να βαράει τενεκέδες στο δρόμο και ο ήχος του να αντηχήσει στην καρδιά σου.

-Παίζεις ούτι. Λένε πως το ούτι είναι το πιάνο της ανατολής…

Αναγκάστηκα να παίξω ούτι. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Συρία. Ως τα είκοσί μου χρόνια ζούσα εκεί. Κάποια στιγμή ήρθα στην Ελλάδα. Ήταν ο ευκολότερος προορισμός για μένα. Τα πρώτα ξαδέλφια του πατέρα μου είναι εδώ και θα μπορούσα να έχω τις βάσεις για να ξεκινήσω κάτι. Δεν θεωρώ την Ελλάδα μακρινή χώρα. Ήταν απλώς σαν να άλλαζα γειτονιά. Φθάνοντας εδώ έπιασα δουλειά σαν κιθαρίστας σε ένα λιβανέζικο μαγαζί. Ο κόσμος όμως ζητούσε περισσότερη ανατολή στον ήχο που παίζαμε. Οι μουσικοί και το κοινό με ρωτούσαν «γιατί δεν το γυρνάς από την κιθάρα στο ούτι;». Εκείνοι ήταν ο λόγος που ασχολήθηκα με το συγκεκριμένο όργανο.

-Το περίμενες πως το συγκεκριμένο όργανο θα ήταν εκείνο που θα σε έκανε γνωστό;

Αν επιμένεις σε κάτι δεν γίνεται αλλιώς…