Αφήγηση Βασίλης Καραγιάννης //

Κάθε πάρτι εκφράζει την εποχή του και έχει καλεσμένους τις διασημότητες που ανταποκρίνονται στις συνήθειες των επίσημων διοργανωτών. Αν δεν πήρατε πρόσκληση αυτό δεν είναι δική σας ευθύνη και δεν σας αφορά.

 Ένα πάρτι που πάντα με εκπλήσσει είναι αυτό από την ομώνυμη ταινία του Πίτερ Σέλερς: Χαοτική ατμόσφαιρα, άφθονο αλκοόλ και διασκεδαστικά δρώμενα δημιουργούν καταστάσεις που αξίζει κανείς να τις ζει σαν παιχνίδι. Μαζί με το Μια Νύχτα στην Όπερα των αδελφών Μαρξ, Το Πάρτι εκφράζει το παράδοξο στοιχείο μιας κοινωνίας άκρως συντηρητικής, αλλά ταυτόχρονα ικανής να αποδεχθεί τις πιο παραληρηματικές εκκεντρικότητες.
Σήμερα, όπου συχνάζουν celebrities, εκτός από τα ακριβά ρούχα και ένα είδος ναρκισιστικού ηδονισμού που αφορά τους ιδίους, τους σωματοφύλακες και τους παρατρεχάμενους, επικρατεί απόλυτη βαρεμάρα. Οι τηλεοπτικές κάμερες περιφέρονται μέσα στις αίθουσες καταστρέφοντας την όποια ατμόσφαιρα, επικεντρώνονται σε στημένα πρόσωπα, η μουσική είναι άθλια κι ακούγονται πάντα οι ίδιες αδιάφορες ατάκες.
Πριν από μερικά χρόνια, οι New York Times ανέδειξαν το μέτρο για να κρίνει κανείς τη βότκα: άχρωμο, άγευστο, άοσμο. Στο παράλληλο σύμπαν των πάρτι η διασημότητα έβρισκε τη δική της ταυτότητα: Εφήμερο, επιφανειακό. Τότε, οι εκπομπές lifestyle γέμιζαν με ήρωες από το Big Brother. Ύστερα, η σύγχρονη θεολογία έδινε έμφαση στη mainstream πλευρά. Ο μονομάχος ήρωας, ο διαβολικός τύπος, ο έμπορος της Βενετίας. Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, ο Μπιν Λάντεν, ο Τζορτζ Σόρος έγιναν οι πρωταγωνιστές μιας κοινωνίας όπου το πολιτισμικό εποικοδόμημα εξυπηρετεί συνήθως τα πιο πρωτόγονα ένστικτα. Ο τρόπος παραγωγής ηρώων αποτελεί μια σύγχρονη θεολογία-βιομηχανία ψυχοτρόπων ναρκωτικών, για την οποία δουλεύουν νυχθημερόν εκατοντάδες μηχανισμοί.
Παρ’ όλα αυτά, είναι ένα ανισόρροπο σύστημα που πάντα παράπαιε μεταξύ του εντελώς τυχαίου και του αυστηρού master plan. Για να γίνει κάποιος διάσημος χρειάζονται επαινετικά λόγια απο τους γύρω του (κυρίως μια σειρά από παρεξηγήσεις)· αυτό ισχύει τόσο γι’ αυτούς που το αξίζουν όσο και γι’ αυτούς που το κατασκευάζουν. Το Χόλιγουντ, το ποδόσφαιρο, η μουσική βιομηχανία, η τηλεόραση, η φόρμουλα 1, ο αθλητισμός προμηθεύουν με πρωτογενές υλικό το πάντα πρόθυμο να εξιταριστεί λαϊκό θυμικό.
Αυθόρμητα αναδεικνύονται μεγαλειώδεις ήρωες όπως ο Πελέ, ο Τζορτζ Μπεστ, οι Beatles, ο Johnny Cash. Ισως σ’ αυτήν τη περίπτωση εντάσσεται μια πρωτότυπη εξαίρεση, ο Άντι Γουόρχολ, ο ατάραχος δανδής, μια πρόταση που επιβλήθηκε από τη νεοϋορκέζικη αριστοκρατία του χρήματος. Ο Γουόρχολ ενστικτωδώς ξέρει πώς να εκπλήσσει, κάνει περίπατο για να τον δουν, λατρεύει να τον αναγνωρίζουν, πετάει από τη χαρά του όταν του ζητούν αυτόγραφο. Είναι σαν να σκηνοθετεί και να παίζει σε μια ταινία με πρωταγωνιστή τον ίδιο του τον εαυτό στην ταινία της ζωής του.
Στη δεύτερη περίπτωση, του αυστηρού master plan, η Μαντόνα, η Σακίρα, ίσως η επελαύνουσα Lady Gaga, παρόλο που ξεχωρίζουν λόγω συνέχειας και συνέπειας μπροστά στην ασύστολη παραγωγή σκουπιδιών, δεν είναι παρά brandnames κι όχι κανονικοί ήρωες με σάρκα και οστά. Απέχουν απο την κοινωνική πραγματικότητα και συμμετέχουν σ’ ένα παράλληλο σύμπαν με δύο διαστάσεις. Στην επόμενη φάση προβλέπεται να είναι καλεσμένα διάσημα gadgets. Μαζί με πλούσιους φιλανθρώπους, κλόουν πολιτικούς, τραπεζίτες και την πανταχού παρούσα βασίλισσα Ελισάβετ, θα χορεύουν όλοι μαζί σ’ ένα πάρτι που θα διεξάγεται εν μέσω ερειπίων.