του Παύλου Θ. Κάγιου //

Θυμάμαι με πολλή συγκίνηση το παλαιότερο φιλμ του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο» και η χαρά μου μεγαλώνει καθώς και το τωρινό του φιλμ έχει τον ίδιο ψυχισμό και ευαισθησία.

Μας δείχνει ένα σήμερα «ξεχασμένο» κι από εμάς τους ίδιους παρά το γεγονός πως πολύ θα θέλαμε να το κρατήσουμε ζωντανό μέσα μας. Μας προσγειώνει σε μια μικρή ακτή κοντά στη Μασσαλία και πιο συγκεκριμένα σ’ ένα σπίτι που ανήκει σε έναν ηλικιωμένο άντρα. Τα τρία του παιδιά έχουν μαζευτεί στο πλευρό του για τις τελευταίες του μέρες: η Άντζελα, μια ηθοποιός που ζει στο Παρίσι, ο Ζόζεφ, που έχει ερωτευτεί μια γυναίκα που έχει τα μισά του χρόνια και ο Αρμάν, ο μόνος που έχει μείνει πίσω και λειτουργεί το μικρό οικογενειακό εστιατόριο.

 

Εκεί, τα τρία αποξενωμένα αδέλφια, θα μοιραστούν συναισθήματα, αναμνήσεις ενοχές και μυστικά και θα αναμετρηθούν με όσα έχουν κληρονομήσει από τα ιδανικά του πατέρα τους.Μέχρι που ένα απρόσμενο γεγονός, θα τους κάνει να αναθεωρήσουν τα πάντα…

Μια ταινία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φιλμ «οικογενειακής επανένωσης» κι εμπνευσμένη από τον «Βυσσινόκηπο» του Αντόν Τσέχωφ.

Ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν γεννήθηκε το 1953 στη Μασσαλία. Από το 1980 μέχρι σήμερα έχει γράψει και σκηνοθετήσει πάνω από 20 ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν συμμετάσχει και βραβευτεί στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου και έχουν γνωρίσει μεγάλη εμπορική επιτυχία.

Σκηνοθεσία: Ρομπέρ Ντεγκιγνιάν
Παίζουν: Αριάν Ασκαρίντ, Ζαν-Πιέρ Νταρουσέν, Ζεράρ Μεϊλάν, Αναϊς Ντεμουστιέ

Σημείωμα του σκηνοθέτη Ρομπέρ Γκεντιγκιάν

“Η αρχική ιδέα ήταν να γυρίσω όλη την ταινία στον όρμο του Μεζάν, κοντά στη Μασσαλία, που πάντα μου θύμιζε σκηνικό θεάτρου. Τα πολύχρωμα σπιτάκια, χτισμένα πάνω στους λόφους, μοιάζουν περισσότερο με προσόψεις παρά με πραγματικές κατοικίες… το άνοιγμα προς τη θάλασσα μεταμορφώνει τον ορίζοντα σε ένα σκηνικό… σαν ένα ζωγραφισμένο καμβά… ειδικά με το χειμωνιάτικο φως, όπου όλοι έχουν φύγει. Μεταμορφώνεται σε ένα εγκαταλελειμμένο σκηνικό, μελαγχολικό και πανέμορφο.

Σε αυτή την υπαίθρια «φούσκα», μερικά αδέλφια και αδελφές, πατεράδες και μητέρες, φίλοι και εραστές ανταλλάσσουν τόνους αγάπης…
Όλοι αυτοί οι άντρες και οι γυναίκες μοιράζονται το ίδιο συναίσθημα. Βρίσκονται σε αυτό το σημείο της ζωής τους που έχουν μία ακούσια αίσθηση του χρόνου που περνάει, του κόσμου που αλλάζει…
Το μονοπάτια που είχαν ανοίξει, σιγά-σιγά κλείνουν.
Πρέπει συνεχώς να τα διατηρούν… ή πρέπει να ανοίξουν νέα.
Ξέρουν ότι ο κόσμος τους θα εξαφανιστεί μαζί τους…
Ξέρουν επίσης ότι ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς αυτούς…
Θα είναι καλύτερος ή χειρότερος;
Τι θα μείνει από αυτούς όταν θα έχουν φύγει;
Μέσα σε αυτές τις σκέψεις, ξαφνικά κάτι συμβαίνει που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα: τρία παιδιά επιζώντες από μία ναυαγισμένη βάρκα, κρύβονται μέσα στους λόφους. Είναι δύο αδέλφια και η αδελφή τους. Όπως και οι πρωταγωνιστές μας. Και αυτό φέρνει πίσω ένα συναίσθημα αδελφοσύνης, καθώς αποφασίζουν να κρατήσουν αυτά τα παιδιά μαζί τους. Πιστεύω πολύ σε αυτή τη σχέση.”