γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου*//

Για δεύτερη χρονιά ανεβαίνει η παράσταση με τίτλο: «Το σύνδρομο της Άδειας Φωλιάς» στο θέατρο Olvio σε κείμενο και σκηνοθεσία της Ζαχαρούλας Χρόνη και της Κωνσταντίνας Καλλιβωκά.

Σ’ αυτή την παράσταση υπάρχει ένας τριπλός συσχετισμός.

Το « Σύνδρομο της Άδειας Φωλιάς» αυτό καθ’ αυτό ως σύνδρομο προκύπτει από την αναχώρηση των παιδιών απ’ το σπίτι για οποιαδήποτε αιτία όπως σπουδές, δουλειά, συμβίωση κι αυτό δημιουργεί στους γονείς βαθειά θλίψη, πόνο, μέχρι κάποιες φορές και κατάθλιψη και προσπαθούν να καλύψουν το δυσαναπλήρωτο κενό που αφήνουν τα παιδιά τους με διάφορους τρόπους.

•Το κείμενο εν συνεχεία της παράστασης βασίστηκε και προέκυψε από το έργο του Τενεσί Ουίλιαμς «Γυάλινος Κόσμος», το οποίο αποτελεί και το πιο αυτοβιογραφικό έργο του

Τόσο το ίδιο το σύνδρομο ( δηλαδή η διαπιστωμένη ψυχολογικά κατάσταση), « Ο Γυάλινος Κόσμος» του Τένεσι Ουίλιαμς και το έργο των Χρόνη και Καλλιβωκά: « Το σύνδρομο της Άδειας Φωλιάς», έχουν ένα κοινό σημείο που τέμνονται και επικοινωνούν τις δυσπρόσιτες διαπροσωπικές, ενδοοικογενειακές σχέσεις.

•Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, τον πατέρα Κωνσταντίνο Δημητρίου, το γιο Φίλιππο και την κόρη Νεφέλη. Η μητέρα έχει εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία

Ο πατέρας επικαλούμενος πάντα την αγάπη και τη φροντίδα προς τα παιδιά του στην οποία επιδιώκει τον απόλυτο έλεγχο στις ζωές τους, η στοργή του είναι εξουσιαστική με αποτέλεσμα να βρίσκεται συνεχώς σε διένεξη με το γιό του Φίλιππο, ο οποίος έχοντας μια πιο ανεξάρτητη κι επαναστάτρια προσωπικότητα προσπαθεί ν’ αποτινάξει τα δεσμά του.

Αντιθέτως η σχέση του πατέρα με την κόρη του Νεφέλη είναι ήπια, στοργική εξελισσόμενη όμως σε σχέση εξάρτησης καθώς η Νεφέλη είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητη και λόγω της ασθένειάς της όπου τα κόκαλά της σπάνε με το παραμικρό και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.

Αφού τους εγκατέλειψε η μητέρα, τότε η Νεφέλη παρουσίασε αυτή τη σπάνια ασθένεια.

Ωστόσο η βαλτώδης αυτή κατάσταση στις σχέσεις τους μέλλεται να αλλάξει άρδην, μετά τη εμφάνιση του Γιώργου, φίλου του Φίλιππα και αληθινού έρωτα στη ζωή της Νεφέλης, εκεί διαρρηγνύονται τα ιμάτια του καθωσπρεπισμού της οικογένειας.

•Η αρχική σύλληψη πάνω στο έργο: «Γυάλινος Κόσμος» του Τένεσι Ουίλιαμς και εν τέλει η συγγραφή ενός κειμένου σύγχρονου ολοκληρωμένου με ρέουσα γλώσσα, σε φόρμες ψυχαναλυτικές, που οδηγεί σ’ ένα θεατρικό έργο άρτιο και δομημένο αισθητικά, όπου η αυξανόμενη εξελικτική του πορεία διασφαλίζει την αποκάλυψη των προβληματικών και δυσλειτουργικών καταστάσεων που ελοχεύουν σε κάθε γωνιά του σπιτιού, μορμολύκεια μιας ζωής ξεχασμένης, όλη αυτή η σύλληψη λοιπόν αποτελεί μια ευτυχή στιγμή τόσο για τη Ζαχαρούλα Χρόνη όσο και για την Κωνσταντίνα Καλλιβωκά υπογράφοντας και την πρώτη σκηνοθετική δουλειά του δικού τους συγγραφικού πονήματος, του δικού τους θεατρικού έργου

Η σκηνοθετική οπτική των Χρόνη και Καλλιβωκά ξεκινά φωτίζοντας τον πυρήνα της οικογένειας τον πατέρα Κωνσταντίνο Δημητρίου, από αυτόν αρχίζει να ξεδιπλώνεται ο μίτος των συγκρούσεων των αποκαλύψεων και της μορφής της αγάπης που πρεσβεύει.

•Η διεισδυτική σκηνοθετική ματιά των Χρόνη και Καλλιβωκά μας αποκαλύπτει μια μεγάλη αλήθεια, πως η οικογενειακή εστία δεν σημαίνει πάντα ευτυχία, ασφάλεια και ηρεμία, αντίθετα μπορεί να είναι η μεγαλύτερη φυλακή όπου μέσα στους κόλπους της να κρύβονται ανομολόγητες αλήθειες, ανάγκες που δεν τόλμησαν ποτέ να λεχθούν κι αγάπες καταδυναστευτικές, σαρκοφάγες και βορβορώδης

Αναδεικνύουν την χειραγώγηση, την ποδηγέτηση που ασκεί ο πατέρας πάνω στα παιδιά του κάτω από το κάλυμμα της αγάπης και της φροντίδας του στερώντας τους ακόμα και τον αέρα που αναπνέουν, θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο της ζωής τους, των πράξεων τους και οι αποφάσεις τους να είναι σύμφωνες με τη δική του αλάνθαστη κρίση γιατί αυτός ξέρει κι έτσι μετατρέπεται σε ένα κλειδούχο που κρατά τα κλειδιά από τις ζωές των παιδιών του, στη φυλακή που ο ίδιος δημιούργησε.

Ο Kahlil Gibran έλεγε για τους γονείς πως: « Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους αλλά όχι την ψυχή τους, γιατί η ψυχή τους κατοικεί στο σπίτι του αύριο, που εσείς δεν μπορείτε να επισκεφθείτε ούτε στα όνειρά σας», την ψυχή προσπάθησε να δεσμεύσει ο πατέρας τους.

Μέσα από την πρώτη τους σκηνοθετική δουλειά η Ζαχαρούλα Χρόνη και η Κωνσταντίνα Καλλιβωκά, φωτίζουν τη μετωπιαία σύγκρουση πατέρα- γιού, δηλαδή τη σύγκρουση της καθεστηκυίας τάξης και της φιλελεύθερης, της νοτισμένης ηθικής και της απελευθερωμένης ύπαρξης που αναζητά διεξόδους, που ονειρεύεται, που ελπίζει, που μάχεται, μα πάνω από όλα που θέλει να ζήσει.

Η εύθρυπτη Νεφέλη, δημιουργεί μια ακόμα πιο δυσλειτουργική σχέση με τον πατέρα της λόγω της ασθένειας της αισθάνεται εξαρτημένη από εκείνον, όπως κι εκείνος με τη σειρά του από την κόρη του.

«Μόνο εγώ μπορώ να σε προστατεύω, μόνο εγώ ξέρω την ευτυχία σου» λέει ο πατέρας της στη Νεφέλη μεγαλώνοντας τη δυστυχία της μοναξιάς της, της απομόνωσής της, της χαμένης ζωής που δεν έζησε.

« Η Νεφέλη ανήκει δίπλα μου» κι ο ανεξέλεγκτος εγωκεντρισμός του, ξεπηδά σαν πίδακας καλύπτοντας τα πάντα στο πέρασμά του, την ανάγκη της κόρης του να νιώσει, να αισθανθεί, να γελάσει, να μοιραστεί να υπάρξει μέσα στη δική της ζωή.

 

•Κι όλα αυτά δοσμένα με μια ριζοσπαστική σκηνοθετική φόρμα ιδιαιτέρως ευφυή από μέρους των Χρόνη, Καλλιβωκά καθώς ο Παναγιώτης Μπουγιούρης και η Ηρώ Πεκτέση καλούνται να ενσαρκώσουν και το δικό τους ρόλο, αλλά και το ρόλο του πατέρα και του Γιώργου, με αστραπιαία ταχύτητα επί σκηνής να ενσωματώνονται στο κοστούμι που ενδύεται κάθε προσωπικότητα, με άπειρες εναλλαγές

Το θεατρικό έργο που έγραψαν η Χρόνη και Καλλιβωκά τρυφερό, ζεστό, ανθρώπινο με συναισθηματικές μεταπτώσεις και εξάρσεις, με ψυχολογικές εκρήξεις, αλλά πάντα με μια βαθιά συμπόνια, κατανόηση κι ένα ευαίσθητο άγγιγμα στις πληγείσες περιοχές των σχέσεων, με μια ματιά τομή στα κύτταρα που τροφοδοτούν τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, διανθισμένο μ’ ένα χιούμορ έξυπνο, διακριτικό, χαριτωμένο να αλαφρώνει το βάρος των συγκρούσεων, συστήνει στο κοινό μια άλλη ομιλούσα θεατρική γλώσσα καινοτόμα κι ανεξερεύνητη.

Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης στο ρόλο του γιού Φίλιππου, του πατέρα Κωνσταντίνου Δημητρίου και του Γιώργου που ερωτεύτηκε τη Νεφέλη υπήρξε μια πραγματική αποκάλυψη.

Στο τρίπτυχο αυτό των ρόλων κατόρθωνε να ξεδιπλώνει με μια ψυχαναλυτική προσέγγιση και συνάμα ακρίβεια, τα λεπτομερειακά χαρακτηριστικά κάθε προσωπικότητας, τις ιδιαιτερότητες, τις ανασφάλειες, τις συνειδησιακές ενδόμυχες αμφιβολίες που ταλανίζουν την ψυχή και την καθημερινότητα, τους ιδιοψυχαναγκασμούς ή τις ατέρμονες συγκρουσιακές αντιπαλότητες.

Η εξαιρετική του ευχέρεια να μεταλλάσσεται στον κάθε ρόλο με ανεπανάληπτη ταχύτητα, χαρισματική, η χρωματική και τονική του διαφοροποίηση στη χροιά της φωνής άμεση και ευκρινής κι η εκφραστική του δεινότητα προεξέχουσα του υποκριτικού του τάλαντου.

Ευέλικτος, άμεσος, τρυφερός- ευαίσθητος και εκρηκτικός, καταπιεσμένος κι επαναστάτης, φορά τα ρούχα της ζωής που του έβαλε ο πατέρας του κι αποποιείται τη ζωή που έζησε για να κερδίσει τη ζωή που δεν έζησε, ακόμα κι οι σιωπές του έχουν μια εκκωφαντική κραυγή ελευθερίας.

•Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης κατορθώνει να μεταφέρει τη σκηνή στην πλατεία, στους θεατές, γιατί ο Φίλιππος, ο Γιώργος, ο Κωνσταντίνος Δημητρίου είναι τρία κοστούμια που βρίσκονται ανάμεσά μας, κάθε ένα από αυτά ταιριάζει σε κάποιον από εμάς

Με την ταλαντούχα ευελιξία του μετατοπίζεται από την τρυφερότητα στην ένταση, από τη διαμάχη στη σιωπή, από τον έρωτα στο θάνατο λέγοντας στην αδελφή του: « Οι νεκροί δεν θέλουν λέξεις, μόνο σιωπή», βασανιστική συνειδησιακή διαπίστωση της σιωπής.

Στο ρόλο της Νεφέλης αλλά και του Φιλίππου και του πατέρα η Ηρώ Πεκτέση.

Η Ηρώ Πεκτέση ως Νεφέλη, δεν υποδύεται απλά ένα ρόλο, αλλά ενδύεται την προσωπικότητα της κόρης, τόσο απόλυτα και λεπτομερειακά που σε συνεπαίρνει στο μικρόκοσμο της μοναξιάς της, στη διαυγή γυάλινη σφαίρα που ζει και σου επιτρέπει να κοιτάξεις στα άδυτα της ψυχής της.

Η Ηρώ Πεκτέση οικοδομεί τελετουργικά θα λέγαμε τα εξελικτικά στάδια του ψυχισμού της Νεφέλης από την απομόνωση της, τη μοναξιά της, τη θλίψη της, την αγάπη της για τον αδελφό της και τη φθοροποιό δύναμη της εξαρτησιογόνας σχέσης με τον πατέρα της πίσω από το παραπέτασμα της προστασίας και του ενδιαφέροντος.

Αφοπλιστικά εκφραστική η Ηρώ Πεκτέση γεννά το ρόλο, την ακούμε να λέει πως της αρέσει: « Η ομορφιά που κρύβει ένα παραμορφωμένο γυαλί» κι ανοίγει έτσι διάπλατα την ομορφιά της δικής της ψυχής που κατορθώνει να υπερκεράσει την ασχήμια και τη δυσαρμονία της αρρώστιας της.

Ο Γερμανός ψυχολόγος Έριχ Φρομ μέσα από το έργο του: « Ο Φόβος της Ελευθερίας» μας μιλά για εκείνη την παρόρμηση του ανθρώπου που αναζητά μια πηγή εξουσίας και ελέγχου αντί της ελευθερίας που πιστεύεται ότι είναι αληθινή επιθυμία του.

Αυτό ακριβώς είναι η Νεφέλη, η προσωποποίηση του δισταγμού μπροστά στη ζωή, παρά τις όποιες ενδόμυχες ανάγκες ελευθερίας, δειλιάζει, ορρωδεί όταν πρόκειται να αναλάβει τον κίνδυνο και την ευθύνη να καθορίσει η ίδια τις επιδιώξεις της.

Κι όταν στη ζωή της εμφανίζεται ο έρωτας, η γενεσιουργός αιτία της ελευθερίας, της ζωής, της δημιουργίας για πρώτη φορά τότε η Νεφέλη εκρήγνυται, ξιφουλκεί με τον πατέρα της λέγοντάς του: « Μ’ έπνιξες μπαμπά, μ’ έπνιξες», αποκαλύπτοντας έτσι τη μεγάλη αλήθεια της, μέσα από μια καθηλωτική ερμηνεία.

Υποδειγματικά ευέλικτη ωστόσο υπήρξε τόσο κινησιολογικά, όσο και φωνητικά έναντι των απαιτήσεων που είχαν οι ανδρικοί ρόλοι.

Τα σκηνικά της Δήμητρας Χατζηγιάνγκου άκρως μινιμαλιστικά, αλλά εξόχως συμβολικά δημιουργώντας το κατάλληλο τοπίο των οικογενειακών δυσαρμονικών σχέσεων μέσα από ένα τραπέζι με δύο καρέκλες, λίγα βιβλία, μια τηλεόραση και μια ξύλινη κούνια με μακριά γερά σχοινιά σαν αυτά που κρατούν δέσμιες τις ζωές τους, καταλαμβάνει κυρίαρχη θέση στο χώρο, όπως και η πατρική φιγούρα που κατακλύζει τα πάντα και συνάμα ρομαντική, τρυφερές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας.

Ιδιαιτέρως ευρηματικό και βαθειά σημειολογικό είναι το πλαστικό με τις μικρές κυψέλες διάφανο υλικό που απλώνεται παντού στη σκηνή, διαυγές, εύθραυστο, σπάει εύκολα όπως τα οστά της Νεφέλης, κάνει θόρυβο όπως οι εκρήξεις του Φίλιππου, λυγίζει και προσαρμόζεται στις εκάστοτε ανάγκες όπως και οι ζωές τους, τους προστατεύει και τους πνίγει συνάμα.

Η έξοχη κινησιολογική ευχέρεια επί σκηνής των πρωταγωνιστών με πλαστικότητα και φυσική ροή των κινήσεών τους οφείλεται στην Ιωάννα Νικολοπούλου.

Οι φωτισμοί του Πάνου Κουκουρουβλή κινήθηκαν άλλοτε σε τόνους λευκούς παγερούς έτσι ώστε να προσδίδουν μεγαλύτερη ένταση στις ενδοοικογενειακές διενέξεις κι άλλοτε σε λιγότερο απόκοσμους, πιο ζεστούς- χρυσούς τόνους και ανθρώπινους που έλουζαν τα πρόσωπά τους σ’ ένα gros plan δίνοντας μια πιο κινηματογραφική αίσθηση.

Η μουσική του Βασίλη Λάμπρου με το διακριτικό άγγιγμα ενός πιάνου δεν εκβιάζει συναισθήματα στους θεατές, αντίθετα ενισχύει υπόκωφα τη δυναμική των σκηνών και συμπλέει σαν σταγόνες βροχής στη μοναξιά και τη θλίψη τους.

•Ο Μάριος Πλωρίτης για το « Γυάλινο Κόσμο» του Τένεσι Ουίλιαμς είχε πει πως: «Οι χαρακτήρες του Γυάλινου κόσμου δεν σβήνουν μαζί με το έργο», αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο έργο της Ζαχαρούλας Χρόνη και της Κωνσταντίνας Καλλιβωκά, ο Φίλιππος, η Νεφέλη, ο Κωνσταντίνος Δημητρίου και ο Γιώργος ζουν ανάμεσά μας, κινούνται στον δικό μας γυάλινο κόσμο, στη δική μας εύθραυστη ζωή και ανασαίνουν.

Είναι αξιοθαύμαστο πως από την αρχική αφαιρετικότητα, οι χαρακτήρες περνούν σε μια πιο οικεία και ανθρώπινη εικόνα ζωής, οδηγούμενοι εν τέλει κάποιες στιγμές σε υπερρεαλιστικές φόρμες για να καταλήξουν στην πλήρη αποδόμηση, στην αποκάλυψη της εσωτερικής- ψυχικής γύμνιας, εξουθενωμένοι και συνάμα απελευθερωμένοι.

Η εγωκεντρική, η κυριαρχική, εξουσιαστική πατρική φιγούρα τροχοπέδη στην εξέλιξη της οικογένειας, στη σύστασή της, στους εσωτερικούς δεσμούς, στην ανάσα της, στο μέλλον της, στα όνειρά της, αποτρεπτική, μια φιγούρα που κωφεύει στις ανάγκες των παιδιών, που δεν ανοίγει τα μάτια να δει την αλήθεια, που δεν απλώνει τα χέρια απλά για στήριξη, αλλά για πνιγμό, που σκάβει λάκκους για τη ζωή τους ενώ θα έπρεπε να ακούει καθαρά τα λόγια του Χαλίλ Γκιμπράν: « Γιατί η ζωή δεν προχωρά προς τα πίσω ούτε καθυστερεί με το χθες. Εσείς είστε τα τόξα από τα οποία τα παιδιά σας φεύγουν μπροστά σαν ζωντανά βέλη. Ο τοξότης βλέπει το στόχο στο μονοπάτι του απείρου και σας λυγίζει με τη δύναμή Του, ώστε τα βέλη Του να φύγουν γρήγορα μακριά. Το λύγισμά σας στα χέρια του τοξότη ας είναι για χαρά, γιατί μπορεί να αγαπά το βέλος που πετάει, αλλά αγαπά επίσης και το τόξο που μένει σταθερό».

•Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι:  Εκπαιδευτικός, Σοπράνο, Κριτικός Θεάτρου