από τη Σώτια Παπαμιχαήλ //

Η Τόνι Μόρισον γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1931, στο Οχάιο. Έζησε μια δύσκολη και στερημένη ζωή, την εποχή της Οικονομικής Ύφεσης και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μεγάλωσε σε μια φτωχική, πολυφυλετική γειτονιά. Αφροαμερικανοί, Πολωνοί, Εβραίοι, Έλληνες ήταν οι γείτονές της κι εκείνη η μόνη μαύρη μαθήτρια και η μόνη που ήξερε να διαβάζει. Από νωρίς αγάπησε τα γράμματα χάρη στην επιμονή των γονιών της. Αποφοίτησε με επαίνους από το σχολείο. Συνέχισε σπουδάζοντας Αγγλική Φιλολογία και κάνοντας μεταπτυχιακές σπουδές και διατριβή στη λογοτεχνία. Ακολούθησαν ακαδημαϊκή καριέρα και σπουδαίο συγγραφικό έργο, ώσπου το 1993 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ποιος το περίμενε, από εκείνο το μικρό κοριτσάκι στο Οχάιο που έπλενε σπίτια μέχρι τα δεκατρία της, πως μια μέρα θα γινόταν η πρώτη αφροαμερικανή συγγραφέας που τιμήθηκε με αυτό το κορυφαίο βραβείο;

Θα μπορούσαν η ζωή και η πορεία της στον κόσμο να αποτελούν έναν σπουδαίο λόγο για να επιλέξει κανείς, ανάμεσα σε χιλιάδες βιβλία, τα δικό της. Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι δε γράφει επειδή μπορεί, επειδή ξέρει και της είναι εύκολο. Γράφει γιατί θέλει να μας θυμίσει όσα κάνουμε πως ξεχνάμε. Να μας ξυπνήσει από το μακάριο ύπνο της «βολής» μας. Να μας μιλήσει για όσα κρύβουμε κάτω από το χαλάκι της εξώπορτάς μας, όπου σκουπίζουμε τα λασπωμένα μας παπούτσια.

Γυρισμός ο τίτλος του βιβλίου της, από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος, σε εξαιρετική μετάφραση της Κατερίνας Σχινά και μας μεταφέρει στην Αμερική της δεκαετίας του 1950. Η Τόνι Μόρισον εδώ σηκώνει το χαλάκι της εξώπορτας ενός κόσμου που ευημερούσε χορεύοντας μοντέρνους χορούς της εποχής, έτρεχε στους κινηματογράφους για να παρακολουθήσει ταινίες πρώτης προβολής, απολάμβανε μοντέρνες οικιακές συσκευές και υπερσύγχρονα αυτοκίνητα. Σηκώνει το χαλάκι που σκούπιζε αδιάφορα αυτός ο κόσμος τα λασπωμένα του παπούτσια και βγάζει στο φως όσα επιμελώς θα ήθελε να κρύψει γιατί δεν ταίριαζαν με τη βιτρίνα του. Τη σκόνη του. Μες από αυτή την σκόνη ξεπηδάει ο Φρανκ, ένας νεαρός αφροαμερικανός που προτίμησε να πάει στρατιώτης στην Κορέα και να παίξει τη ζωή του κορώνα-γράμματα, παρά να υπομείνει τον ανέλπιδο βίο που τον περίμενε στην πόλη του, το Λότους. Τι είχε να χάσει; Τα κουρέλια που φορούσε, τις νερόβραστες λαχανίδες για μεσημεριανό ή μήπως την αγάπη που δεν ένιωσε ποτέ στο άγγιγμα των δικών του; Κι η αδερφή του, η Σι, η μόνη αγαπημένη; Θα έβρισκε κι αυτή το δρόμο της. Άλλωστε είχαν πάψει από καιρό να παίζουν βόλους και να κάνουν σκανταλιές για να περνάει η ώρα και το μόνο που τον περίμενε ήταν δουλειά χωρίς σκέψη, σε χωράφια που δεν του ανήκαν, δε θα μπορούσε να αποκτήσει ποτέ αλλά ούτε και θα ήθελε. Και θα έπρεπε να λέει και δόξα τω Θεώ που ζει ακόμα. Ενώ στον πόλεμο υπήρχε δύναμη, στόχος, έξαψη και μια πιθανότητα να κερδίσεις. Τι; Τουλάχιστον τη ζωή σου κι ένα μετάλλιο. Και τα κέρδισε και τα δύο και τα έφερε πίσω στην πατρίδα μαζί όμως με πολύ πόνο, σωματικό και ψυχικό. Εφιάλτες, εκρήξεις, μελαγχολία, παραισθήσεις. Είδε πολλά, σκληρά, απάνθρωπα κι έκανε άλλα τόσα. Δε ζητούσαν αγγέλους, φονιάδες ζητούσαν στο στρατό. Πόσο να πιει για να ξεχάσει; Πόσο να κλάψει, να βρίσει, να φωνάξει; Πόσες φορές να νοσηλευτεί, πόσες να τη γλιτώσει; Ένα γράμμα τον ξύπνησε. «Έλα γρήγορα. Θα τη βρεις νεκρή αν αργήσεις.» Δεν είχε επιλογή. Η αδερφή του κινδύνευε. Ποιος ξέρει τι είχε συμβεί;

Η αδερφή του η Σι δεν άντεξε κι αυτή τη ζωή που την περίμενε στο Λότους κι ακολούθησε το πρώτο νεύμα για τη μεγάλη ζωή στην πόλη. Μεγάλη για τους μεγάλους, όμως για τους μικρούς ακόμα πιο μικρή και πιο ασφυκτική. Είναι πιο ζόρικο να καθρεφτίζονται τα κουρέλια σου σε φωτεινές βιτρίνες παρά στα βρώμικα νερά της γούρνας στην αυλή σου. Κι είναι πολύ εύκολο όταν λαχταράς κι εσύ λίγο φως, να το πληρώσεις με ό,τι έχεις και δεν έχεις, ακόμα και με τη ζωή σου. Κι εκείνη την εποχή κάτω από το χαλάκι της Αμερικής απόβλητοι, περιθωριακοί αφροαμερικανοί θυσιάζονταν για το καλό της επιστήμης. Πειραματόζωα στο βωμό της «εξέλιξης». Ένας λιγότερος μαύρος. Δεν έχασε και τίποτα η ανθρωπότητα. Αλλωστε άλλοι είναι οι εκλεκτοί αυτού του κόσμου. Οι υπόλοιποι κάτω από το χαλάκι. Η Σι, λοιπόν, έπεσε στα δίχτυα αυτού του κυκλώματος για λίγα δολάρια παραπάνω κι ένα μαλακό κρεβάτι. Μόνος σωτήρας της ήταν ο Φρανκ που κίνησε γη, ουρανό και τον ίδιο του τον τραυματισμένο εαυτό για να τη σώσει και να σωθεί.

Η Τόνι Μόρισον ξεσκεπάζει εδώ τον «πολιτισμό» μας, που στηρίχτηκε σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, πολέμο, βία, πείνα, εξαθλίωση, ρατσισμό. Πράγματα τόσο σημερινά που σε κάνουν να τρέμεις κάθως τα διαβάζεις. Ε, ναι, τα διαστημόπλοια που στέλνουμε στον Άρη είναι φτιαγμένα από αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα πολύ. Ας μην κλείνουμε πια τα μάτια και τα αυτιά μας. Ο λόγος της Τόνι Μόρισον είναι μαχαίρι στο κόκκαλο, λάβαρο ελευθερίας αλλά και θεραπευτικός όσο ένα χάδι . Ξύνει παλιές πληγές και χρόνιους πόνους, συλλογικούς και προσωπικούς. Μας υπενθυμίζει πως δεν εγκληματεί μόνο ο «πολιτισμός» μας, κάθε μέρα, τρώγοντας τα παιδιά του, εγκληματούμε κι εμείς οι ίδιοι, όταν γινόμαστε εύκολη λεία και δε σηκώνουμε κεφάλι ποτέ.

«Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να σε σώσει, εκτός από τον εαυτό σου. Μην αφήσεις κανέναν να καθορίσει ποια είσαι. Αυτό είναι σκλαβιά.»