Γράφει ο Νικηφόρος Γκολέμης //

Το γαρ πολύ της θλίψεως φαίνεται πως γεννά… συλλαλητήρια. Δεν εξηγείται αλλιώς ο ζήλος των απανταχού «μακεδονομάχων», όπως αυτός εκφράστηκε την προηγούμενη εβδομάδα μέσα από δεκάδες μηνύματα αγνής χριστιανικής αγάπης που έφθασαν στο site. Πόσο «πονάμε», πόσο μας «τσούζει» το συλλαλητήριο – αυτό το… φετίχ με τα πονόμετρα οφείλει να εξεταστεί. Να είναι άραγε το πολύ γυαλιστικό που προκαλεί αυτή τη… brutal αίσθηση; Ή μήπως το νερό του Καματερού;

Εντάξει, ας σοβαρευτούμε. Την προηγούμενη εβδομάδα γράψαμε για το «μπλοκ της ορθοδοξίας» που επιχειρεί να αναβαθμιστεί κι από τα περιφερειακά… ρουσφετάκια να παίξει στο κυρίως πολιτικό ταμπλό. Για να συμβεί αυτό, είναι αναγκαίο να μπει η «πατρίς» και η «οικογένεια» κάτω από την ομπρέλα της θρησκείας. Η δυναμική παρουσία της Εκκλησίας στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης ήρθε για να επιβεβαιώσει περίτρανα την παραπάνω διαπίστωση, με την εικόνα από την εξέδρα των ομιλητών να μιλάει από μόνη της. Στο ίδιο μήκος κύματος και το νεότερο Δελτίου Τύπου της Ιεράς Συνόδου, στο οποίο πιστοποιείται και εγγράφως η κυβίστηση Ιερώνυμου: «Η Εκκλησία της Ελλάδος, πρωτοπόρος διαχρονικά στους αγώνες του Έθνους, θεωρεί ότι κάθε έκφραση υπερασπίσεως των δικαίων της Μακεδονίας μας είναι επαινετή». «Πρωτοπόρος διαχρονικά στους αγώνες του Έθνους» η… Εκκλησία. Τα σχόλια δικά σας.

Σε κάθε περίπτωση, το συλλαλητήριο προκάλεσε ορισμένους ενδιαφέροντες πολιτικούς τριγμούς. Όχι μόνο εξανάγκασε τον Ιερώνυμο να κάνει στροφή 180 μοιρών όσον αφορά τα συλλαλητήρια, αλλά πολύ περισσότερο έκοψε τον βήχα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη «φιλελεύθερη» τάση εντός ΝΔ που σκέφτονταν σοβαρά το ενδεχόμενο συγκρότησης εθνικού μετώπου (!) για τη διαπραγμάτευση. Το συγκεντρωμένο πλήθος στη Θεσσαλονίκη δεν έκανε στην πραγματικότητα τίποτα παραπάνω από το να επαναφέρει τους δύο επικεφαλής (Μητσοτάκη και Ιερώνυμο) στην πολιτική τάξη. Μια ενδεχόμενη σύμπλευση Τσίπρα – Μητσοτάκη με αβάντα Ιερώνυμου στο ονοματολογικό θα έφερνε ένα μεγάλο κομμάτι της εκκλησιαστικής βάσης σε σύγκρουση με τους θρησκευτικούς και πολιτικούς της εκφραστές. Κι η αποφυγή αυτής της σύγκρουσης δεν συνιστά απλώς έναν μικροπολιτικό συμβιβασμό, αλλά έχει βαθιές ιδεολογικές καταβολές.

Βλέπετε, μπορεί η Εκκλησία με τον «φιλελευθερισμό» (όπως αυτός τελοσπάντων εκφράζεται τελευταία στην Ελλάδα) να μοιάζουν ασυμβίβαστα ενδεχόμενα, στην ουσία όμως πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κι αυτό το «νόμισμα» δεν είναι άλλο από το αστικοδημοκρατικό πολίτευμα. Τα πλεονεκτήματα της υπάρχουσας πολιτικής δομής στη χώρα είναι για τους δύο αυτούς αχόρταγους πόλους εξουσίας εμφανέστατα: Πρόκειται για ένα σύστημα εύπλαστο και παράλληλα ευάλωτο στις χειραγωγήσεις, ικανό να «αγκαλιάσει» οποιονδήποτε βρεθεί στο «τιμόνι» του και να εξυπηρετήσει διαφορετικά συμφέροντα σε διαφορετικές περιόδους. Όσο κι αν διαφέρουν οι στοχεύσεις Εκκλησίας – νεοφιλελευθερισμού, και με δεδομένο ότι κανείς εκ των δύο δεν είναι σε θέση να αναπτύξει κινηματική δράση για την ανατροπή, ο κοινός τόπος παραμένει. Και δεν είναι άλλος από τη διατήρηση αυτής της βολικής «πλαστελίνης», η οποία λογίζεται ως η απαραίτητη αφετηρία για την πραγμάτωση των περαιτέρω στοχεύσεων. Οικοδομώντας πάνω στις δομές του αστικού κράτους, η μεν Εκκλησία επιθυμεί να υπονομεύσει τον αυτόνομο χαρακτήρα του, στρέφοντας το τιμόνι… θεοκρατικά ενώ ο νεοφιλελευθερισμός παλεύει να εξοβελίσει την έννοια του πολιτικού από το κράτος, παραδίδοντας τις θέσεις εξουσίας στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» και την «αγορά».

∠Ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε λοιπόν αισίως τον τρίτο χρόνο στον ρόλο του «χρήσιμου ηλιθίου» των συστημικών επιταγών, αναλαμβάνοντας να «καθαρίσει» τη μπουγάδα εκεί που οι παραδοσιακές δυνάμεις τα βρήκαν σκούρα. Μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προχωρήσει σε ενέργειες εδραίωσης του καθεστώτος σε βαθμό τέτοιο, που οι υπόλοιποι συστημικοί πόλοι δεν θα είχαν καταφέρει ούτε με δεκαετίες σκληρών προσπαθειών.

Γνωρίζουν λοιπόν πολύ καλά και οι δύο δυνάμεις ότι οι δράσεις τους στο πολιτικό πεδίο περνούν μέσα από την ύπαρξη αυτών των αστικών δομών, καθώς επίσης και το ότι η κλιμάκωση της έντασης δεν ωφελεί ούτε την Εκκλησία ούτε τη νεοφιλελεύθερη τάση. Εξάλλου, ο μόνος που μπορεί να απειλήσει σοβαρά την υπάρχουσα συστημική δομή είναι ένα αυθεντικό λαϊκό κίνημα ανατροπής (όχι αστειότητες τύπου Φραγκούλη Φράγκου που προσφέρονται μόνο για πρωτοσέλιδα στην «Ελεύθερη Ώρα»), το οποίο θα περνάει μέσα από την αναδιανομή και τον πολιτικό μετασχηματισμό. Αυτό το κίνημα όμως, που αποτελεί το δυνητικά ισχυρότερο μέσο πίεσης ενάντια στην υπάρχουσα δομή, έχει φροντίσει να καταστήσει άχρηστο ο τρίτος –και σημαντικότερος – κρίκος της συστημικής αλυσίδας.

Αυτός ο πόλος δεν είναι άλλος από τη ρεφορμιστική αριστερά, η οποία αυτή τη στιγμή βρίσκεται μέσω του ΣΥΡΙΖΑ στα υπουργικά έδρανα. Διότι, όταν τα επαναστατικά αντανακλαστικά φτάνουν σε επίπεδο οριακό, το σύστημα οφείλει να επιστρατεύσει τις απαραίτητες δυνάμεις «αποριζοσπαστικοποίησης». Ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε λοιπόν αισίως τον τρίτο χρόνο στον ρόλο του «χρήσιμου ηλιθίου» των συστημικών επιταγών, αναλαμβάνοντας να «καθαρίσει» τη μπουγάδα εκεί που οι παραδοσιακές δυνάμεις τα βρήκαν σκούρα. Μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προχωρήσει σε ενέργειες εδραίωσης του καθεστώτος σε βαθμό τέτοιο, που οι υπόλοιποι συστημικοί πόλοι δεν θα είχαν καταφέρει ούτε με δεκαετίες σκληρών προσπαθειών. Μετά τα εφαρμοστικά μέτρα, τις περιστολές των δικαιωμάτων και την πλήρη αποδιοργάνωση του λαϊκού κινήματος εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να παίξει τον τελευταίο του ρόλο στο «σανίδι» του ονοματολογικού, απαλλάσσοντας μια ενδεχόμενη μελλοντική «νεοφιλελεύθερη» κυβέρνηση από το βάρος της απόφασης αυτής και της ενδεχόμενης σύγκρουσης με το μπλοκ της ορθοδοξίας. Πλέον, το Σκοπιανό οδεύει προς την τελική λύση με όλα τα πιόνια του συστήματος στη σωστή τους θέση.