της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

Την Τζέσι Μπάρτον τη γνωρίσαμε με το προηγούμενο βιβλίο της, το «Κουκλόσπιτο», και ξέρουμε πόσο καλή είναι όταν φτιάχνει κόσμους από το τίποτα και πετάει τους ήρωές της στα βαθιά, χωρίς σωσίβια, χωρίς σανίδα. Στο καινούριο της βιβλίο, Η Μούσα -Εκδόσεις Πατάκη, αλλάζει τόπο και χρόνο μα δεν αλλάζει διάθεση, ούτε τρόπο. Φτιάχνει τα σκηνικά και τα κοστούμια από την αρχή, μοιράζει τους ρόλους κι αφήνει τους ήρωές της να πορευτούν στα σκοτεινά. Πού θα φτάσουν;

-Το βιβλίο αυτό έχει χρώματα, πολλά χρώματα. Πράσινο σκοτεινό, μπλε του ουρανού, πορτοκαλί που στάζει μέλι και χρυσό. 1936. Έχει κι ένα κορίτσι. Ψέματα, δύο κορίτσια. Το πρώτο έχει μονίμως λερωμένα τα δάχτυλά του με μπογιές, το δεύτερο τρέχει να τις καθαρίσει. Έχει έναν πατέρα που λείπει. Μια μάνα ξαπλωμένη στο μεγάλο της κρεβάτι που καπνίζει κ πίνει με περιοδικά μόδας σωριασμένα στο πάτωμα. Έχει κι ένα θυμωμένο αγόρι που κόβει ξύλα και ζωγραφίζει. Ένα παλιό αρχοντικό κάπου στην Ανδαλουσία προσπαθεί να τους χωρέσει όλους. Μα δεν τους φτάνει.

Η Όλιβ θέλει να ζωγραφίζει, να γεμίζει τους καμβάδες με όνειρα κι εφιάλτες. Η Τερέζα να ανήκει, να την αγαπάνε, να είναι απαραίτητη. Ο Χάρολντ θέλει χρήματα, θέλει δύναμη. Η Σάρα βαρέθηκε να θέλει. Ο Ισαάκ να γκρεμίσει τον κόσμο του, να φτιάξει έναν καινούριο.
Κι έτσι άρχισαν τα μυστικά και τα πινέλα πήραν φωτιά και τα μυστικά έφεραν τα ψέματα, τις κλειστές πόρτες, τους ψίθυρους στο σκοτάδι και κάπου εκεί παραμόνευε το αίμα. Το αίμα που τους ταξίδεψε μίλια μακριά με έναν πίνακα κρυμμένο στις αποσκευές και μια φωτογραφία. Κάποιος γελάει με ένα πινέλο στο χέρι, κάποιος θυμώνει, με το ζόρι δέχεται να σταθεί πλάι στο καβαλέτο και κάποιος πατάει το κουμπί της μηχανής. Κοιτάξτε εδώ, στο φακό. Με το ένα, με το δύο με το τρία…

1967. Το βιβλίο έχει και βροχή, γκρίζο ουρανό, κόσμο που τρέχει στους δρόμους να προλάβει, κόσμο που καπνίζει στα υπόστεγα. Έχει κι ένα άλλο κορίτσι που κάθεται ώρες μπροστά στη γραφομηχανή του. Μια γυναίκα που καπνίζει πολύ και δεν έχει πίνακες στους τοίχους του γραφείου της. Έναν άντρα που δε χαμογελάει εύκολα, δε χάνει το χρόνο του. Α, κάπου εκεί βρίσκεται κι άλλος ένας άντρας πιο νέος που νομίζει πως ήρθε η στιγμή να πει σ’ αγαπώ. Σχεδόν με την πρώτη ματιά.

Η Οντέλ θέλει να γίνει συγγραφέας. Πάντα ήθελε και να εκδοθούν οι ιστορίες και να τις στείλει στη μητέρα κι εκείνη να πει, χαλάλι όλα, άξιζε. Η Μάρτζορι να τα καταφέρει σε αυτή την πόλη, να είναι απαραίτητη. Ο Ένμοντ να τους πείσει όλους πόσο σπουδαίος είναι. Δεν έχει ξοφλήσει ακόμα. Ο Λόρι να επιβιώσει, εύκολα, χωρίς κόπο. Τα χρήματα τελείωνουν κι η ζωή είναι ωραία στο Λονδίνο για να τη χάσει. Μα δε χωράνε πια άλλα μυστικά. Καινούρια και παλιά. Σα να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Σα να μην αντέχουν άλλο θαμμένα και γίνονται φαντάσματα και βγαίνουν από τα συρτάρια, τις ντουλάπες, από τα στόματα και πονάνε. Τέλος παιχνιδιού. Βγείτε όλοι από τις κρυψώνες σας. Σας είδα.

Μικρή μου Όλιβ, αν ήξερες πως τα λιοντάρια ήμερα είναι μόνο στα παραμύθια κι εσύ Τερέσα αν ήξερες τι θα αφήσεις πίσω σου, πέστε μου κι οι δυο πού θα σταματούσατε, πού θα βάζατε τελεία σε αυτή την ιστορία για να έκλεινε με το πολυπόθητο, ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;

Ενώ εσύ αγαπητή Οντέλ αν ήξερες πόσο πολύ θα άλλαζαν οι μέρες και οι νύχτες κ όλα σου τα όνειρα, είμαι σίγουρη πως θα άφηνες χίλιες φορές το κατάστημα παπουτσιών για να δακτυλογραφείς επιστολές και προσκλήσεις στο ινστιτούτο Σ.

Η αλήθεια είναι πως περπατάμε όλοι σε ένα δάσος σκοτεινό. Άλλους τους περιμενει ένας λάκκος βαθύς, ένα πηγάδι κρυμμένο κάτω από φύλλα και λουλούδια, στο επόμενο βήμα κ άλλους το ξέφωτο στην άκρη του κι ένας καινούριος δρόμος. Ποτέ δεν ξέρεις αν ο φακός που κουβαλάς θα σε βοηθήσει να φωτίσεις το μονοπάτι σου ή θα σε κάνει εύκολη λεία σε όποιον παραμονεύει.

Θα μου πεις έτσι είναι τα ταξίδια. Ξεκινάς με ό,τι έχεις κι όπου σε βγάλει. Μα αν ήξερες, αν μπορούσες, θα έπαιρνες το ίδιο μονοπάτι;