της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

 

Ελάτε μαζί μου, στο ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ-Σαλβατόρε Μπαζίλε, εκδόσεις mamaya. Ελάτε μαζί μου να παρακολουθήσουμε, βήμα-βήμα, το ταξίδι ενός παιδιού που ένιωθε χαμένο σε αυτόν τον κόσμο, όπως ένα ξεχασμένο γάντι στο βαγόνι ενός τρένου που έμενε κρυμένο εκεί, κάτω από το τελευταίο κάθισμα.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα αγόρι, με μια τόση δα μικρή πληγή. Μια χαρακιά στον κορμό του που μεγάλωνε όσο μεγάλωνε κι αυτό. Τικ-τακ. Την μπάλωνε, την έγλειφε μα εκείνη τον τραβούσε κάθε που άλλαζε ο καιρός, κάθε που έβαζε μπόι. Τικ-τακ, 12.45. «Άφιξη συρμού από Πιάνα Ακουιλάνα». Κάθε αλλαγή τον πόναγε γι’ αυτό την πολεμούσε. Τικ-τακ, 12.55. «Αναχώρηση για Σολόμπρα Σκάλο» και πάλι από την αρχή. Τικ-τακ, κάθε μέρα. Τικ-τακ, την ίδια ακριβώς ώρα.

 Η πληγή είχε όνομα. Λάουρα Πούλια. Η πληγή είχε καστανά μαλλιά και μάτια σαν το πετρέλαιο. Είχε την πιο γλυκιά μυρωδιά και τραγουδούσε όταν  μαγείρευε τα πρωινά. Γιατί φεύγεις μαμά; Πού πας; «Θα γυρίσω… μόλις τα καταφέρω». Μα δε γύρισε.

Τικ τακ, 19.45. «Τελευταίος σταθμός Μινιέρα ντι Μάρε». Το αγόρι ανέβαινε στο τρένο κάθε βράδυ, γυάλιζε τα πόμολα, καθάριζε τα παράθυρα, μάζευε όλα τα ξεχασμένα παραμύθια, μπαστούνια, κασετόφωνα, σκουφιά και γάντια και τα έπαιρνε μαζί του. Για όλα υπήρχε μια θέση στο σπίτι του, δίπλα στο σταθμό του τρένου. Στις 20.30 τικ, κλείδωνε την πόρτα του, έπρεπε να δειπνήσει. Στις 22.00 τακ, έσβηνε τα φώτα, έπρεπε να κοιμηθεί. Αύριο πάλι όπως εχθές, όπως προχθές. Και το ρολόι του σταθμού κατάπινε τον πόνο, το χρόνο και τη θάλασσα που σίγουρα θα είχε πάλι απαγορευτικό κι οι κόκκινες σημαίες του κινδύνου θα ανέμιζαν.

Μικέλε, ετών τριάντα. Υπάλληλος, ο μοναδικός υπάλληλος του σταθμού. Πιστός στο καθήκον. Αφοσιωμένος στην αποστολή του. Να φροντίζει τα ταξίδια των άλλων. Να είναι οι θέσεις τους τακτοποιημένες, να είναι τα παράθυρα γυαλισμένα, σκόνη  να μη θολώνει στο τζάμι, για να χαίρονται τη διαδρομή κι εκείνος εκεί, στο σταθμό να υποδέχεται, να φροντίζει και να γυρίζει την πλάτη στα ταξίδια. Τικ-τακ κι ο καιρός περνούσε. Τικ-τακ κι η ζωή τον προσπερνούσε. Άνοιγε το πουκάμισο που και που, να δει την πληγή. Μήπως μίκρυνε μια στάλα; Τικ τακ. Πότε πήγε 20.30 η ώρα. Αύριο πάλι.

«Είναι κανείς μέσα;  Σας παρακαλώ… Είναι κανείς;» Χτυπήματα στην πόρτα. Κάποιος φωνάζει. Άνοιξε την πόρτα, Μικέλε! Ένα κορίτσι σε ψάχνει. Το κορίτσι που καθόταν στη θέση «24» και σου ζητάει τη χαμένη του κούκλα. Άνοιξε! Θα σε γεμίσει αγκαλιές και μυρωδιές και χρώματα μόλις της τη δώσεις. «Εσύ, τι χρώμα είσαι, Μικέλε;» Εκείνη είναι χαρούμενη που τη βρήκε κι είναι πορτοκαλί. Την παίρνει αγκαλιά. Τη σφίγγει. Σφίγγει κι εσένα. Θα σε αγαπήσει, θα το δεις. Μα η ώρα είναι 20.30 και η φωνή της δυναμώνει τον πόνο στην πληγή. «Θέλω να σε ευχαριστήσω που με βοήθησες. Θέλω να σου μαγειρέψω. Πετάγομαι να αγοράσω γαρίδες κι αρωματικά. Σε λίγο θα είμαι πίσω». Άσε την πόρτα σου ανοιχτή. Μην κλειδώνεις. Γιατί βιάζεσαι; Θα γυρίσει, αυτή θα γυρίσει…

 

«Αυτό είναι το κρυφό μου ημερολόγιο.» Πού το πας, μαμά; «Αν σου υποσχεθώ ότι δε θα το διαβάσω, θα με αφήσες να το κρατήσω;» Πες μου πού πας. «Μετά όμως θα μου το ξαναδώσεις.» Πες μου. Πες μου. «Μου το υπόσχεσαι;» Πες μου τουλάχιστον ότι θα γυρίσεις..«Σου το υπόσχομαι». Μα δεν κράτησε την υπόσχεση κι ο Μικέλε έκλεισε πίσω του την πόρτα. Την ασφάλισε κι άφησε έξω, όλες τις υποσχέσεις.

Κοίταξε το ρολόι, 21.30 η ώρα, σε λίγο έπρεπε να κοιμηθεί. Απόψε τον ενοχλούσε λίγο παραπάνω η πληγή. Το κορίτσι χτυπούσε πάλι την πόρτα. «Άργησα λίγο μα είχε κόσμο. Εγώ είμαι, η Έλενα. Γύρισα.» Δεν είναι όλες οι υποσχέσεις ίδιες. Άνοιξε, Μικέλε, γιατί το ταξίδι μόλις ξεκίνησε κι ας μην το ξερεις. Το ημερολόγιό σου, το μικρό κόκκινό σου τετράδιο, θα έρθει να σε βρει. Κι εσύ θα τρέξεις πίσω του. Θα αφήσεις ρολόγια και κλειδωμένες καγκελόπορτες, ξεχασμένα μπαστούνια και χαλασμένα ραδιόφωνα. Θα χτυπήσεις πόρτες. Θα τους ρωτήσεις όλους. Έναν-έναν. «Ψάχνω τη μητέρα μου. Μήπως την είδε κανείς ; Ήταν ψηλή, με καστανά μαλλιά και μάτια σαν το πετρέλαιο. Τώρα πια δεν ξέρω. Πάνε πολλά χρόνια, σχεδόν εικοσιτρία που έφυγε.» Εκείνη θα το άφησε, δεν μπορεί. Το είχε πάρει μαζί της με μια υπόσχεση. Κι αν τον έψαχνε; Κι αν βρισκόταν κάπου εκεί κοντά; «Μήπως την είδε κανείς; Μήπως τη γνωρίζει κανείς;  Ήταν πολύ όμορφη, να, κοιτάξτε τη φωτογραφία. Τώρα πια δεν ξέρω». Άκουσέ με, Μικέλε, θα είναι το πρώτο σου ταξίδι και θα το φτάσεις ως το τέρμα. Και τα ταξίδια θέλουν συντροφιά. Δεν το ξέρεις ακόμα. Ένα κορίτσι να μιλάς μαζί του τα βράδια. Ένα κορίτσι να ανησυχεί μέχρι να γυρίσεις και η Έλενα θα είναι εκεί. Θα της μιλήσεις για την κυρία με τα μωβ μαλλιά και το χαλασμένο λέβητα, για τον Λουτσιάνο και τη Μάρτα που φάγατε μαζί στο Γκραν Γκουρμέ, για τον Εράστο που προσπαθούσε να βγάλει την πίσω ρόδα από ένα διαλυμένο αυτοκίνητο. Θα την πάρεις τηλέφωνο και θα μιλάτε για τη Λούτσε και τον Τζάνι ως το πρωί. Θα σε περιμένει στο σταθμό να χαϊδέψει τις καινούριες σου πληγές από τον καυγά στο Φεροζίνο και θα είναι εκεί ως το τέλος. Γιατί κρύβεσαι Μικέλε; Δε θα κλείσεις μάτι απόψε κι η πληγή δε θα σε αφήσει να γυρίσεις πλευρό. Το πρωί θα σε βρεί κουρέλι. Γιατί κλείνεις την πόρτα στη ζωή;

Δεν άντεξε. Πριν ξημερώσει καλά-καλά, έτρεξε στο σταθμό, πήρε έναν κόκκινο μαρκαδόρο, πήγε στη θέση «24» κι έγραψε στο τζάμι. «Έλενα, είναι ανάγκη να σου μιλήσω. Μικέλε». Έπρεπε να βιαστεί να μην τον δει κανείς, να προλάβει πριν ξεκινήσει το τρένο, να την προλάβει πριν ανέβει στον επόμενο σταθμό. Γύρισε στο σπίτι, άφησε την πόρτα ξεκλείδωτη για εκείνη και περίμενε.

Καλό ταξίδι, Μικέλε. Τώρα πια μπορείς να ξεκινήσεις. Η Έλενα έρχεται σε λίγο. Για σένα. Ρίξε δύο αλλαξιές στο σάκο σου και μην ξεχάσεις εκείνη την παλιά φωτογραφία με τη μητέρα σου. Δε θα τη βρεις αλλιώς. Ο δρόμος για σένα είναι ανοιχτός κι όλος δικός σου.Τρέξε πάνω στις ράγες του τρένου σου, τρέξε μέσα στις σελίδες του βιβλίου σου κι εμείς θα σε ακολουθήσουμε μέχρι το τέλος. Δε θα χάναμε με τίποτα αυτό το ταξίδι. Το ταξίδι ενός παιδιού που μια φορά κι έναν καιρό, πήρε τη μεγάλη απόφαση να ζήσει.