γράφει η Σώτια Παπαμιχαήλ //

Ανησυχία λέγεται το τελευταίο βιβλίο του Ζουλφί Λιβανελί από τις Εκδόσεις Πατάκη, του πιο γνωστού Τούρκου μουσικοσυνθέτη που κατάφερε να ξεχωρίσει και να αγαπηθεί και ως συγγραφέας, για τις εικόνες και τις στιγμές που μας προσφέρει με τις ιστορίες του. Ανησυχία που σημαίνει σύμφωνα με το λεξικό, άγχος και φόβος για την κατάσταση κάποιου, την κατάληξη ενός γεγονότος. Κι αυτή η Ανησυχία βρίσκεται πίσω από όλες τις λέξεις, πίσω από κάθε κόμμα και τελεία αυτής της ιστορίας. Βρίσκεται εδώ και καιρό βαθιά ριζωμένη στο μυαλό και στην ψυχή του ήρωα, τόσο που δεν ξέρει άλλον τρόπο να υπάρχει πια.

Ιμπραήμ λέγεται ο ήρωας, δημοσιογράφος εδώ και χρόνια, ζει στην Κωνσταντινούπολη μια ζωή στρωμένη με δουλειά καλή, γυναίκα εντυπωσιακή κι όλα όσα κυνήγησε πολύ για να φτάσει. Συναντήσεις σε μεγάλα γραφεία, ρούχα ακριβά, αυτοκίνητα γυαλιστερά, ο ουρανίσκος να ευφραίνεται από γεύσεις ξεχωριστές και τρέξιμο, πολύ τρέξιμο σε δρόμους και διαδρόμους που δεν τελειώνουν. Αγωνία και φόβος να συνεχίσει να υπάρχει μέσα σε αυτή την πόλη που καταπίνει τους ανθρώπους της. Καταπίνει τις ιστορίες, τα χρώματα και τα αρώματά τους και τους αφήνει γυμνούς στο γκρίζο της. Ανησυχία να μη χαθεί. Να ξεχωρίσει. Προσπάθησε πολύ για αυτό. Ώσπου, πάντα υπαρχει ένα ώσπου, διαβάζει για τον θάνατο ένος φίλου από τα παλιά. Τα πολύ παλιά, τα θαμμένα στα κόκκινα σύννεφα της άμμου που σκεπάζει την πατρίδα του, το Μάρντιν.

Μάρντιν, μια πόλη στα νοτιοανατολικά σύνορα της Τουρκίας. Μια πόλη παλιά όσο ο χρόνος. Από τα χώματά της πέρασαν σταυροφόροι, Μογγόλοι, Σελτζούκοι, Άραβες, Συροϊακωβίτες, Κούρδοι. Χώματα που δεν τους ξέχασαν. Οι αέρηδές του ακόμα τραγουδάνε τις προσευχές και τις μουσικές τους. Δυο ώρες από την Κωνσταντινούπολη, αιώνες μακριά της. Τα χώματά της δεν ξέχασαν ούτε τη δική του ιστορία. Του τη θύμιζαν σε κάθε βήμα της επιστροφής του. Το παιχνίδι στους δρόμους, οι μυρωδιές του χαμάμ, τα λόγια, τα πρόσωπα. Γύρισε να μάθει τι συνέβη στον φίλο του, το Χουσεΐν, πώς έγινε και χάθηκε κι ήρθε αντιμέτωπος με το δικό του χαμό. Τον παλιό του εαυτό που άφησε πίσω. Ακολούθησε τα βήματα του φίλου, ευλαβικά. Ο Χουσεΐν έζησε μια ζωή αγάπης και αγώνα έστω κι άγονου, στον τόπο που ο ίδιος πισωπλάτησε. Έναν τόπο πια, δύσκολο πολύ. Η ζωή στα σύνορα της Συρίας δεν είναι ρόδινη. Πρόσφυγες και φτώχεια. Μίσος, πόνο, αίμα και φόβο μυρίζει ο αέρας του. Εκείνος όμως έμεινε και τον έζησε. Του δόθηκε μέχρι την τελευταία στιγμή. Γιατί είναι ένας τόπος με ποίηση και πάθος, με έρωτα και παραμύθια που δε χορταίνει, δε σιγάζει. Γιατί είναι ο τόπος τους. Και ο Ιμπραήμ ζήλεψε όλα όσα μάθαινε γι’ αυτόν, πόρτα την πόρτα, κουβέντα την κουβέντα κι είδε τη δική του ζωή με λύπηση και περιφρόνηση πολλή. Πότε πάλεψε εκείνος για κάποιον, πότε έγραψε ένα ποίημα τυφλός από έρωτα, πότε κινδύνεψε για μια ζωή; Πότε έζησε; Τι έχουν να πουν για τον ίδιο και ποιος τον θυμάται; Οι κομμένες του ρίζες τον πονούσαν. ΑΝΗΣΥΧΙΑ. Όχι λύπηση για τον Χουσεΐν που είπε «ήμουν ένας άνθρωπος» και ξεψύχησε. Άγχος και φόβος για τον ίδιο. Για τη δική του κατάσταση. Για τη δική του κατάληξη. «Για τη σχιζοφρένεια μιας ζωής με το νου στη δύση και την καρδιά στην ανατολή, που προσπαθεί να δείχνει διαφορετική από αυτό που είναι.»

Δρόμοι ανοίγονται με αυτό το βιβλίο για τόπους κι ανθρώπους μακρινούς. Τους βλέπουμε κάθε βράδυ στα δελτία των οκτώ. Για τόπους κι ανθρώπους που βλέπουμε μα δε γνωρίζουμε κι έρχεται ο Λιβανελί να μας τους συστήσει. Με ονόματα μικρά μα ιστορίες μεγάλες. Τα μέρη εκείνα έχουν ψυχή κι αν το παρόν τα ποδοπατάει, εκείνα βαστάνε ακόμα. Δεν κρύβει τα δύσκολά τους. Μας μιλαει με τις λέξεις τους. Μας φέρνει πιο κοντά τους. Κι ο ήρωας; Α, αυτόν τον ξέρουμε καλά. Κάποιοι τον κουβαλάμε. Έναν ξένο μέσα σε ξένους. Χωρίς ταυτότητα. Χωρίς πρόσωπο, με πολλές υποχρεώσεις, εκκρεμότητες, συναντήσεις που στέκεται πλάι μας στη στάση του μετρό, τσεκάροντας τις τελευταίες κλήσεις στο κινητό του. Μόνο που εκείνος δεν ξέρει, όπως κανείς μας, πως όλα όσα αφήσαμε για να «προχωρήσουμε» είναι ζωντανά και τίποτα δεν πεθαίνει. Κι αυτό που μας τρώει και χορταίνει δεν είναι το άγχος, για όσα έχουμε να κάνουμε αλλά για όσα πάψαμε, ξεχάσαμε και πια δε μας ταιριάζουν. Μα τι ταιριάζει σε έναν ξένο; Μόνο η Ανησυχία.

«Ο κόσμος αυτός είναι ένα παραθύρι . Έρχεσαι, κοιτάς και φεύγεις.»

Είναι γλυκόπιοτο το βιβλίο αυτό, όπως το κρασί με το μαχλέπι που πίνουν οι άνθρωποι στα βάθη της Τουρκίας κι ας ζωντανεύει σκληρές στιγμές από τον αγώνα τους να ζήσουν, παλεύοντας με νύχια και με δόντια. Κρύβει μέσα στη σκόνη του εικόνες που σε ξελογιάζουν. Είναι τρυφερό βιβλίο όπως τα μεταξωτά τους μαντήλια κι ας μιλάει για τον τραχύ αγώνα του ήρωα που παλεύει με τα δικά του θεριά, όταν καταλαβαίνει πως το μόνο που έχει νόημα είναι να ξαναθυμηθεί πως είναι άνθρωπος. Κρύβει λέξεις και παύσεις που ξυπνάνε την καρδιά κι ο κάθενας, διαβάζοντάς το, μπορεί να κάνει το δικό του ταξίδι προς ανατολάς ή στα δικά του βάθη. Όσο μπορεί κι όσο αντέχει.