Όταν η Νατάσα έφευγε για Βόρεια Βορειοανατολικά, από την Αθήνα στην Μυτιλήνη, σκέφτηκα τη “δημοφιλέστερη” απάντηση. Πως όπως τόσοι άλλοι στον νέο τους “τόπο”, πριν ξαναμπούν στην παραγωγή, θα περνούσε χρόνο κάνοντας μπάνια και σκοτώνοντας χρόνο απμελοφιλοσοφώντας για την άδικη Αθήνα. Την πόλη που καταπίνει όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες των ανθρώπων της.  Με την Νατάσα Παπανικολάου γνωριστήκαμε στην Αθήνα, μέσα στα γραφεία της εφημερίδας “Έθνος”. Ήταν δεκαετία του 2000. Αγόμασταν και φερόμασταν με τη σιγουράντζα πως η Σεγκράντα Φαμίλια της Μεταμόρφωσης Χαλανδρίου, η “μεγάλη οικογένεια” της εφημερίδας που εργαζόμασταν τότε  ήταν τόσο ισχυρή που δεν θα γκρεμίζονταν, πότε, βουτηγμένη στα χρέη, στα πανάκριβα καπρίτσια των εκδοτών της, των στελεχών της και άλλα τέτοια.

Η Νατάσα μετακόμισε από την Αθήνα για τη Μυτιλήνη όταν το προσφυγικό έκαιγε. Και βρέθηκε σε ένα πραγματικά ενδιαφέρον δημοσιογραφικά περιβάλλον. Οι βάρκες των προσφύγων έσκαγαν στην Λέσβο και φαντάζομαι πως εκείνη η εποχή, εκείνος ο τόπος  αναγέννησε το ενδιαφέρον της για αυτό που λέμε ρεπορτάζ. Σήμερα, εκτός των άλλων,  η Νατάσα έχει εμπλακεί στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Βόρεια Βορειανατολικά.  Ένός νέου λογοτεχνικού περιοδικού με έδρα τη Μυτιλήνη, εμπνεύστηκε από τις ανησυχίες και τους δημιουργικούς ορίζοντες των ανθρώπων που ζουν και βιοπορίζονται εκεί, ανθρώπων διαφορετικών καταβολών και προσανατολισμών.

Το «Βόρεια-Βορειοανατολικά» δεν είναι ένας τόπος είναι ένα στίγμα. Αν και έχει τις ρίζες του σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο νησί, η ιστορία του οποίου και οι σύγχρονες μοίρες του αρδεύουν και τη δική του τύχη, μοιάζει με τα iles flottants των μεσαιωνικών ναυτικών χαρτών. Ένας πνευματικός ου-τόπος, μια πορεία, ένας προορισμός, μια συντεταγμένη, ένα μέρος για να πας. Είναι ένας απόπλους κι ένα στοίχημα που άρχονται εδώ.

Επιδιώκει να δημιουργήσει τις συνθήκες παραγωγής θεωρητικού λόγου γύρω από τη λογοτεχνία και συνεπώς επικεντρώνεται στο λογοτεχνικό δοκίμιο, είδος που κατά γενική ομολογία απουσιάζει από τη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή.

Στο τελευταίο του βήμα το Βόρεια Βορειοανατολικά παρουσιάζει  μια σειρά ποιημάτων του Τζόυς (μετάφραση – επιμέλεια Αλέξανδρος Καραβάς). Πρόκειται για ποιήματα σταθμούς, γνωστά όχι τόσο για την καλλιτεχνική τους ποιότητα, όσο για την ένταση της σάτιρας και τη γλαφυρή καταγραφή ορισμένων πολύ σημαντικών καταστάσεων της ζωής του. Λίγο πριν εγκαταλείψει την Ιρλανδία, για τόπους πιο δεκτικούς σε καλλιτεχνικούς νεωτερισμούς, ο νεαρός συγγραφέας δεν θα παραλείψει να διακηρύξει προς πάσα κατεύθυνση την αντίθεσή του με τους συγγραφείς που ζούσαν και έγραφαν εκείνη την εποχή στη χώρα του, εμπνεόμενοι από την αναζήτηση στο μακρινό παρελθόν της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας του λαού τους που πάσχιζε να αυτονομηθεί από την μακροχρόνια επιρροή των Άγγλων.

Το έργο του Τζόυς, όπως προκύπτει από τους φανατικούς αναγνώστες και μελετητές του, τις δημόσιες αναγνώσεις, τις Bloomsday στις διάφορες πόλεις και χώρες του πλανήτη, τα ανά τον κόσμο συνέδρια και την τεράστια, συνεχώς ανανεούμενη βιβλιογραφία, είναι απολύτως διαχρονικό. Ένας ακρογωνιαίος λίθος του λογοτεχνικού μοντερνισμού σχεδόν ανέπαφος από τον χρόνο, με βικτωριανές καταβολές και στοιχεία από τον καθολικισμό και τους φιλόσοφους του μεσαίωνα. Στην Ελλάδα το ενδιαφέρον για τον συγγραφέα ανανεώνεται αυτή τη φορά από την παράσταση «Γράμματα στην Νόρα» στο Μπάγκειον και τα διάφορα παράλληλα «events» που τη συνοδεύουν.

-Το ποίημα – Το Ιερό Καθήκον -που ακολουθεί γράφτηκε την περίοδο της φυγής του από τη χώρα και επιδίδεται στην αποδόμηση, τη γελοιοποίηση, την απόρριψη των ανθρώπων που «άφηνε πίσω» του, των οποίων η τέχνη χαρακτηρίζεται ως πουριτανική, υποκριτική, φιλάρεσκη και πρόχειρη. Αρχικά ο συγγραφέας, αν και αποστάτης της καθολικής εκκλησίας υιοθετεί θρησκευτικό ύφος για να αναθέσει στον εαυτό του ένα ιερό καθήκον: Να κηρύξει την «γραμματική» της ποίησης ανά τον κόσμο (ας μην ξεχνάμε ότι μόλις λίγα χρόνια πριν στο κολέγιο Μπελβεντέρε, ασκούσε τα καθήκοντα του αρχηγού της «Αδελφότητας της Παρθένου Μαρίας»). Στη συνέχεια παρελαύνει απ’ τους στίχους του η παρέα των  ποιητών του «Κελτικού Λυκόφωτος». Θα δούμε τον νωθρό Γέητς που φλερτάρει μάταια την πανέμορφη, αλλοπαρμένη εθνικίστρια Μοντ Γκόουν και στη συνέχεια αφήνεται στα ώριμα χάδια της Λαίδης Γκρέγκορυ, τον νεαρό Παντράικ Κόλουμ να προσπαθεί με τη τέχνη του να ψυχαγωγήσει ντόπιους εκατομμυριούχους, τον Τζωρτζ  Ράσσελ να έχει οράματα και παραισθήσεις και πολλούς άλλους. Σε μια απρόβλεπτη αλλαγή θέματος ο Τζόυς επαίρεται για την σεξουαλική του ελευθεριότητα και τον βιτσιόζικο χαρακτήρα του, για να ξαναπεράσει στην επίθεση καυτακεραυνώνοντας τη φιλοχρήματη, πουριτανική παρέα των «οπαδών του Μαμωνά» σε αντιδιαστολή με το σθένος του ορμητικού Λεβιάθαν.

Παρόλη την ανυπομονησία του να δημοσιεύσει το ποίημα, Ο Τζόυς δεν είχε τα χρήματα για να το κάνει όσο ήταν ακόμα στη χώρα. Από την Τεργέστη όπου είχε εγκατασταθεί τον Ιούνιο του 1905, τύπωσε με την πρώτη ευκαιρία πενήντα αντίγραφα και τα έστειλε στον Στανισλάους, με οδηγίες να τα διανείμει στην πόλη και σε συγκεκριμένα άτομα, κάποια εκ των οποίων περιγράφονται αδρά στους παρακάτω στίχους.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΑΘΗΚΟΝ (1904)

Στον εαυτό μου δίνω εγώ
Τ’ όνομα αυτό: Kαθαρτικό.
Εγώ, τους αναμαλλιασμένους τρόπους αφήνω τώρα πίσω
Γραμματική της ποίησης στο χέρι να κρατήσω
Φέρνοντας στην ταβέρνα και στον οίκο ανοχής
Το πνεύμα που διέθετε ο ευφυής Αριστοτέλης,
Και επειδή οι βάρδοι ίσως δεν είναι επαρκείς
Πρέπει να γίνω εδώ του εαυτού μου ερμηνευτής.
Γι’ αυτό στα χείλη μου συγκεντρωθείτε
Περιπατητική διδασκαλεία να δεχτείτε.
Πριν μπείτε στον παράδεισο, πηγαίνετε στην κόλαση,
Να είσαστε ελεήμονες ή να ‘στε φοβεροί
Χρειάζεται οπωσδήποτε κανείς την ευκολία
Να ‘χει συγχωροχάρτι για κάθε αμαρτία
Γιατί ο κάθε αληθινός μυστικιστής
Που ειν’ σαν τον Δάντη ευθυκρινής
Κάθεται στη φωλίτσα του και δι’ αντιπροσώπου,
Διακινδυνεύει ακρότητες αντιφρονούντος τρόπου,
Όπως αυτός που χαίρεται σαν είναι σε τραπέζι
Για δυσκολίες να μιλά, με τα δυσάρεστα να παίζει
Διάγοντας βίο συνετό με λογική κοινή
θα σφύζει σίγουρα από πάθος κι ένταση
Πάντως δεν  πρέπει να λογίζεται ο παρών
Ένας απ’ τη γελοία αυτή παρέα υποκριτών
Μ’ αυτόν που όλο προσπαθεί να κατευνάσει
Των χαζοφιλενάδων του το φλύαρο σινάφι
Κι εκείνες τον παρηγορούν όποτε κλαψουρίζει
Με κρόσσι Κέλτικο που χρυσολαμπυρίζει
Ή εκείνον τον νηφάλιο πουριτανό
που βάζει «ένα ποτάκι» σε κάθε του θεατρικό
Ή εκείνον που απ’ το φέρσιμο μοιάζει να προτιμάει
Τους τρόπους κάποιου τζέντλεμαν που τόσο εκτιμάει
Ή σαν αυτόν που παίζει το λαϊκό παιδί
Μες στων εκατομμυριούχων την πράσινη αυλή
Και κλαίγοντας γοερά έξω απ’ την εκκλησία
Ομολογεί του παρελθόντος του την ειδωλολατρία
Ή αυτόν που το καπέλο του με νόημα δε θα βγάλει
Ούτε στη μπυραρία, ούτε στο μανουάλι
Θα πρέπει όμως όλοι να δουν πως η φτωχή ντυσιά του
Είναι η Καστιλιάνικη, υψηλή ευγένεια του
Ή αυτόν που αγαπά πολύ τον Κύριό του
Ή αυτόν που όταν πίνει κάνει πάντα τον σταυρό του
Ή αυτόν που όταν ξάπλωσε σε μαλακό ντιβάνι
Είδε τον Ιησού ακέφαλο επάνω στο ταβάνι
Και που σκληρά προσπάθησε για χάρη μας να ξεθάψει
Τα ξεχασμένα έργα που ο Αισχύλος έχει γράψει.
Αλλά οι άνθρωποι αυτοί για τους οποίους προείπα
Με έχουν ως υπόνομο για τη δική τους κλίκα.
Ενόσω ονειρεύονται τα ονειρεμένα όνειρά τους
Εγώ αποχετεύω τα απόνερά τους.
Και επειδή μπορώ να κάνω τέτοια πράγματα γι’ αυτούς
Απώλεσα το στέμμα μου σε λάκκους βρωμερούς.
Πράγματα για τα οποία η γιαγιά η Εκκλησία
Με πέταξε αλύπητα μεσ’ την ακολασία.
Τώρα λοιπόν ανακουφίζω τους ντροπαλούς τους κώλους,
Κάνοντας το καθήκον μου της Κάθαρσης για όλους.
Το σαπούνι μου τους κάνει σαν το χιόνι το λευκό:
Μέσω εμού ανακουφίζουν ένα ολόκληρο σκασμό.
Σε αδελφές μασκαρούδες όλες μαζί και μία-μία
Ως γενικός επίτροπος θα βάλω τιμωρία
Και για κάθε κόρη, ντροπαλή και νευρικιά,
Εγώ ξέρω να κάνω μια παρόμοια δουλειά.
Γιατί εντοπίζω απαθής
Την ομορφιά στα μάτια της,
Της παρθενιάς το «όχι, δεν τολμώ»
Που απαντά στο «θα» μου το φθοροποιό,
Κάθε φορά που δημοσίως τη συναντώ
Δε δείχνει καν πως της περνά απ’ το μυαλό
Τη νύχτα, όταν ξαπλώνει πλάι μου στο ντιβάνι
Κι αισθάνεται το χέρι μου το μπούτι της να πιάνει
Μικρή μου αγάπη ντυμένη ελαφρώς
Γνωρίζει φλόγα απαλή που είν’ ο πόθος.
Και αν ο Μαμμωνάς δεν επιτρέπει
Καπρίτσια στα οποία ο Λεβιάθαν διαπρέπει
Το υψηλό πνεύμα πάντα θα πολεμά
Τους μύριους υπηρέτες του φαύλου Μαμμωνά
Και δε θ’ απαλλαγούν λόγω επιείκειας
Από φόρο βαρύ, υποτελείας
Τώρα λοιπόν γυρίζω από μακριά το βλέμμα
Για να δω το πλήθος που διψάει για αίμα,
Οι ψυχές τους μισούν που η δική μου είν’ δυνατή
Ατσαλωμένη στο σχολειό του γέρο-Ακινάτη
Εκεί που έχουν σκύψει, προσκυνήσει και συρθεί
Στέκομαι, περιμένω, τη μοίρα μου να ‘ρθει
Χωρίς συντρόφους, φίλους, μοναχός,
Σαν ψαροκόκαλο αδιάφορος
Ακίνητος σαν το βουνό μέσα στη μέρα
Τα κέρατά μου υψώνω στον αέρα.
Όμως ας τους αφήσουμε να συνεχίσουν έτσι
Αντίβαρο, για να καθίσει η ζυγαριά στη μέση
Έστω κι αν αγωνίζονται μέχρι να ξεψυχήσουν
Τούτοι εδώ το πνεύμα μου ποτέ δεν θ’ αποκτήσουν
Σαν τη δική τους η ψυχή μου δεν πρόκειται να γίνει
Ούτε όταν το Μαχαμανβαντάρα τον κύκλο του θα κλείνει:
Και αν από την πόρτα τους με κάνουνε στη μπάντα
Εμένα η ψυχή μου τους κλωτσάει μια για πάντα.

Το περιοδικό Βόρεια-Βορειανατολικά εμπνεύστηκε από τις ανησυχίες και τους δημιουργικούς ορίζοντες των ανθρώπων που ζουν και βιοπορίζονται εκεί, ανθρώπων διαφορετικών καταβολών και προσανατολισμών.

•Tο πρώτο τεύχος του επιχειρεί να στοχαστεί επάνω σε ορισμένες πτυχές του Ρεαλισμού στην λογοτεχνία του 20ου αι. και να πειραματιστεί με τις δυνατότητες και τα ανοιχτά του ενδεχόμενα σε τούτο τον αρχόμενο 21ο αι.

•Συντακτική Ομάδα: Ζ. Δ. Αϊναλής, Δήμητρα Γλεντή, Αλέξανδρος Καραβάς, Στέλιος Κραουνάκης, Χρήστος Μαρτίνης, Νατάσα Παπανικολάου, Ελένη Ρουσοπούλου.

Στο πρώτο τεύχος: 

Δοκίμια
Raymond Carver – Περί γραφής (μτφρ. Στέλιος Κραουνάκης)
Ηλιος Chailly – Ένα ταξίδι στην άκρη του μάταιου
Αλέξανδρος Καραβάς – James Joyce: Ένα τραγούδι και τρία ποιήματα
Walter Benjamin – Εμπειρία και ένδεια (μτφρ. Ζ. Δ. Αϊναλής)
Στέλιος Κραουνάκης – Για τον Γιόζεφ Ροτ
Χρήστος Μαρτίνης – Πού στο διάβολο κρύβεται το αστείο στην περίπτωση του Σβέικ
Άννα Γρίβα – Ιταλικός Νεορεαλισμός
Ζ. Δ. Αϊναλής – Η θανάσιμη μοναξιά του Μάνου Καλογιάννη

Διηγήματα-ποιήματα- μεταφράσεις

Νατάσα Παπανικολάου, Γιάννης Παττακός, Παναγιώτης Κ., Miguel Hernandez (εισαγωγή-μετάφραση Νάνσυ Αγγελή), Antonio Gancho (προλογικό σημείωμα-μετάφραση Δήμητρα Γλεντή), Michel de Ghelderode (εισαγωγή-μετάφραση Νίκος Σκοπλάκης), Γιάννης Κουτζαμάνης, Ελένη Ρουσοπούλου, Στέλιος Κραουνάκης.

Σελιδοποίηση-εικαστική επιμέλεια: Νάντια Δανέζου

Σκίτσα: Αλέξανδρος Καραβάς, Ελένη Ρουσοπούλου

Eπικοινωνία: e-mail: vvanatolika@gmail.com /
vvanatolika.wordpress.com

Εκδόσεις: Ένατη Διάσταση
Υπεύθυνοι έκδοσης: Πάνος Κρητικός, Νίκος Δαλαμπύρας