Από τη Γιώτα Δημητριάδη //

πηγή: http://texnes-plus.gr

Ο Γκέοργκ Μπίχνερ είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς, παγκοσμίως, ο οποίος καταφέρνει με ημιτελές έργο του, γραμμένο μάλιστα σε τόσο νεαρή ηλικία, στα 23 του, την χρονιά που έμελλε να πεθάνει από τύφο, να επηρεάσει τόσο την παγκόσμια δραματουργία και το θέατρο. Ο «Βόυτσεκ» είναι έργο ρεαλιστικό, ταυτόχρονα, όμως, κινείται και εκτινάσσεται στην περιοχή του ποιητικού θεάτρου. Στο επίκεντρο βάζει μια τραμπάλα μεταξύ κοινωνικού αιτίου κι αποτελέσματος και μέσα από αυτή τη (μη) ισορροπία έρχεται στο επίκεντρο η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Γι’ αυτό και το έργο έγινε δεκτό, τόσο από τους εκπροσώπους της νατουραλιστικής σχολής, όσο κι αυτής των εξπρεσιονιστών έχοντας επηρεάσει σχεδόν ολόκληρο το δυτικό θέατρο, από τους εξπρεσιονιστές και τον Μπρεχτ μέχρι τον Μπέκετ κι από τον Γκόρκι μέχρι τον Κολτές και τη Σάρα Κέιν. Θεωρείται ο πρόδρομος κι η απαρχή του μοντέρνου θεάτρου, όπως το γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα.

•Ο Βόιτσεκ είναι ένας φτωχός στρατιώτης, ο οποίος περνά  τις μέρες  του ξυρίζοντας τον λοχαγό του και κάνοντας το πειραματόζωο. Καταδυναστευμένος από τη ζήλια και την εξαθλίωση, κάποια στιγμή ξεσπά. Αντί, όμως, να εξεγερθεί ενάντια στους βασανιστές του, σκοτώνει την ερωμένη και μητέρα του παιδιού του, Μαρία.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου σκηνοθετεί κι υπογράφει τη δραματουργία του έργου, δουλεύοντας πάνω στη μετάφραση του αείμνηστου πατέρα της, Σπύρου Ευαγγελάτου. Χωρίζει το έργο σε 30 σύντομες σκηνές κάνοντας, σε μερικά σημεία, μικρές αλλά ουσιαστικές προσθήκες. Σκηνοθετεί την παράσταση στη μεγάλη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, επιτυγχάνοντας με τη βοήθεια του λειτουργικού και συνάμα εντυπωσιακού σκηνικού της Εύας Μανιδάκης, το οποίο μεταμορφώνεται από σωλήνας παρατήρησης σε τσίρκο,  καθώς και με τα καλαίσθητα κουστούμια της Βασιλικής Σύρμας και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ, ένα άρτιο εικαστικό αποτέλεσμα.

Από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή  ο θεατής απολαμβάνει εντυπωσιακές σκηνικές εικόνες, που παραπέμπουν σε πίνακες ζωγραφικής.  Σ’ αυτό συμβάλλει κι η σπουδαία δουλειά που έχει γίνει από την Πατρίτσια Απέργη στην κίνηση, αλλά κι ο τρόπος που δούλεψαν οι ηθοποιοί ως σύνολο.

Παρ’ όλα αυτά, η παράσταση δεν καταφέρνει, κατά τη γνώμη μου, σε καμία περίπτωση να επικοινωνήσει με την πλατεία τον λόγο του Μπίχνερ κι ούτε, κατά διάνοια, να συγκινήσει.

Ο ταλαντούχος θίασος με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Γάλλο και την Έλενα Μαυρίδου εγκλωβίζεται σ’ ένα θέατρο φόρμας κι όχι ουσίας.

Σ’ ελάχιστες σκηνές η σκηνοθετική καθοδήγηση επιτρέπει κάποια ψήγματα συναισθήματος, χαρακτηριστικό παράδειγμα η 16η σκηνή με τον Γιώργο Γάλλο, όπου ως Βόυτσεκ έρχεται αντιμέτωπος με τον αρχιτυμπανιστή, Λευτέρη Πολυχρώνη. Εκεί το σφύριγμα κι η μοναδική εκφραστικότητα του Γάλλου, μας δίνουν μια ιδέα για το δράμα του στρατιώτη. Το ίδιο συμβαίνει και με την εικοστή σκηνή, όπου οι δύο ηθοποιοί επιβεβαιώνουν τη σκηνική τους επικοινωνία.

Ακόμα και τα μικρά παιδιά, που συμμετέχουν στην παράσταση, έχουν αξιοποιηθεί από τη σκηνοθέτη με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμμετέχουν στο όμορφο, άψυχο ταμπλό της.

voitsek

Ο Γιώργος Γάλλος είναι ο πρώτος Βόυτσεκ, τον οποίο βλέπουμε αντί για στρατιωτική στολή να φορά κουστούμι πιερότου έχοντας και το ανάλογο μακιγιάζ, γεγονός που βρήκα ιδιαίτερα εύστοχο και ταιριαστό με το τσίρκο που είδαμε σ’ επόμενες σκηνές επισημαίνοντας και μια αλληγορική σημασία με το ίδιο το τσίρκο της ζωής του ήρωα.

Επιπλέον, η ίδια η λέξη προέρχεται από το λατινικό Petrus  < αρχαία ελληνική Πέτρος (αντιδάνειο) < πέτρος < πέτρα, που συνδυάζεται και με τη λειτουργία του Πιερότου (υπηρέτης στην Ιταλική Κωμωδία).

Η Έλενα Μαυρίδου, εγκλωβισμένη κι αυτή στις σκηνοθετικές οδηγίες, κάνει πάρα πολλά επί σκηνής μέχρι κι ακροβατικά, αλλά η Μαρία της μοιάζει αμήχανη κι άνευρη.

Ο καρατερίστας Σωτήρης Κατσομίδης δίνει νότες χιούμορ και χαρακτήρα στον γιατρό. Το ίδιο κι ο Χάρης Χαραλάμπους ως λοχαγός.

Κι ο υπόλοιπος θίασος με τους Γιώργος Ζυγούρης, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Στέλιος Θεοδώρου-Γκλίναβος, Μάνος Πετράκης κι Αγγελική Αναργύρου δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και φαίνεται πως έχουν δουλέψει πολύ για να επιτύχουν έναν άρτιο συγχρονισμό μεταξύ τους και μια ροή στη διάρκεια της παράστασης.

Η, απόλυτα ταιριαστή με την ατμόσφαιρα, μουσική του Γιώργου Πούλιου αναλώθηκε σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης εκβιάζοντας το συναίσθημα των θεατών.

•Συνολικά, μιλάμε για μια άρτια εικαστικά σύλληψη κι εκτέλεση, απομακρυσμένη όμως από κάθε είδους συναίσθημα, σε σημείο που κι ο ίδιος ο λόγος να γίνεται σε κάποια σημεία ακατανόητος.  Παρ’ όλα αυτά τολμώ να πω, ότι μαζί με το «Τραμ με το όνομα πόθος» είναι οι καλύτερες προτάσεις που είδαμε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.