Του Χοντρού //

Ένας ροκαμπιλάς οδηγάει σε μια έρημη οδό δίπλα στην έρημο μία Πλίμουθ, ίδια με αυτή που έπαιζε στην Κριστίν του Κάρπεντερ. Ο V8 βρυχάται και τα μαύρα φυμέ τζάμια κρατάνε τον ήλιο απέξω.Το αμάξι αφήνει ένα σύννεφο σκόνης. Ασφάκες ταξιδεύουν πάνω στην άμμο και ο ήλιος δύει.

Η Χάρλεϊ κάνει σαν κομπρεσέρ που πετάει φλόγες. Το μέταλλο που την οδηγεί φοράει μια σκισμένη μπλούζα με διαφήμιση Τζακ Ντάνιελς. Έχει μούσι σαν του Λέμι και φοράει μαύρα ray ban. Το κροτάλισμα της Χάρλεϊ σκεπάζει τα πάντα κυλώντας σε μια λεωφόρο του Λος Άντζελες. Το βράδυ έχει πάρτι με γκρούπις και χαβαλέ Backstage.

Το πανκιό οδηγάει την ΧΤ550 , χωρίς φτερά και με κομμένη εξάτμιση. Στέκεται όρθιος πάνω στη μηχανή σαν βίντεο κλιπ των Πίστολς. Η μοϊκάνα στέκεται καρφί κόντρα στον αέρα. Την έχει δει μαντ μαξ. Ρίχνει ξερογκαζιές και το εντούρο ακούγεται σαν πολυβόλο.

thumbnail_xontros

ΦΤΑΣΑΜΕ ΡΙΟ ΚΑΤΕΒΕΙΤΕ.

…η φωνή του οδηγού ξυπνάει και τους τρεις. Μέσα στο αρχαίο Μερσεντές 0302 βρωμάει κλεισούρα και ιδρωτίλα. Το σώμα κολλάει στην πλαστική θέση. Ο οδηγός έχει ανεμιστηράκι, εικονοστάσι και ένα αυτοκόλλητο που λέει: τα λάστιχά μου είναι ελληνικά. Έχει γυρίσει τη φράντζα πάνω στην φαλάκρα. Έχει κοντομάνικο πουκάμισο με χτένα στο τσεπάκι. Το μέταλλο κλείνει το γουόκμαν ενώ έμπαινε το σόλο του Έντι Βαν Άλεν, το πανκιό ξυπνάει απότομα πέφτοντας στο ροκαμπίλι που ξυπνάει σαν ντόμινο. Μια θεία με τσεμπέρι και ένας φαντάρος με δίκοχο στριμώχνονται στον διάδρομο. Πιο μίζερα δεν γίνεται.

Κατεβαίνουν και οι τρεις στον κόσμο τους. Το ροκαμπίλι νομίζει ότι κατεβαίνει από το ασημί Γκρεϊχάουντ με το μπασοκίθαρο Γκιλντ στα χέρια. Το μέταλλο νομίζει ότι είναι στο τουρ μπας και κατεβάινουν για το Μόνστερς οφ Ροκ. Το πανκιό δε νομίζει τίποτα. Απλώς μυρίζει τα σουβλάκια και του θυμίζουν τον Κάβουρα στα Εξάρχεια. Πάνε προς το φέρι – μποτ μαζί με τους άλλους. Οι ναύτες κάνουν κουμάντα στο παρκάρισμα: εεελα πίσω ώπα…δέσε. Πίσω είναι η Πάτρα και μπροστά φαίνεται το κοσμοπολίτικο Αντίρριο με την όμορφη Παλιοβούνα. Φαίνονται και κάτι σαράβαλα φορτηγά να αγκομαχάνε στην ανηφόρα του βουνού και σειρά από ΙΧ από πίσω να κάνουν τον καμικάζι να προσπεράσουν.

Το καφενείο του καραβιού έχει διάκοσμο ΚΨΜ και καρέκλες αστυνομικού τμήματος. Στα τραπέζια έχει μισοκαμμένα διαφημιστικά τασάκια. Ένας τύπος διαβάζει την Αυριανή, άλλος καπνίζει και άλλος κοιτάει κατασκοπευτικά τους άλλους. Δεν είναι ούτε το Μέμφις, ούτε το Λος Άντζελες, ούτε το Λοδνίνο που καίγεται. Είναι η Ελλάδα των έιτις με φραπεδιά και ελληνικό σε πλαστικό ποτήρι που λιώνει. Ο Πάνκης έχει ξενερώσει και την κάνει για έξω, το Ροκαμπίλι χτυπάει μια μπύρα και το μέταλλο με το παντελόνι μέχρι τον αφαλό, την μπλούζα άιρον μέιντεν απομίμηση και την άσπρη κάλτσα με ρακέτες ακολουθεί τον Πάνκη. Μετά από λίγο βρίσκονται να κάθονται έξω και οι τρεις στο ίδιο παγκάκι. Ο Πάνκης βάζει τα ποδάρια στο άλλο παγκάκι, το Μέταλλο ακούει Τζούντας Πριστ και το Ροκαμπίλι αφήνει μια τιμημένη ρεψιά λόγω μπύρας.

Ξάφνου η ξενερωσιά φεύγει με την εμφάνιση ξανθιάς γκόμενας με πετροπλυμένο τζίν, περμανάντ και βάτα. Και οι τρεις τρελαίνονται.”Τι Πιν Απ γκερλ είναι τούτο;” σκέφτεται το Ροκαμπίλι.”Ρε σαν την Νάνσυ του Σιντ είναι” σκέφτεται το Πανκιό. Το μέταλλο απλώς χαζεύει και κλείνει το γουοκ μαν πάνω σε μία σολιά του Άνγκους Γιάνγκ.

Το ζήτημα είναι να εντυπωσιάσεις. Σκέφτονται και οι τρεις. Το ροκαμπίλι κάνει φιγούρες Έλβις, παίζει σαν τον Τζέρι Λι σε ένα αόρατο πιάνο. Το μέταλλο κάνει αεροκιθάρα κάνοντας το σήμα με τα δάχτυλα του Ντίο. Το Πανκιό κάνει πόγκο. Τουρλουμπούκι και χαμός. Η γκόμενα αδιάφορη.

Η παράσταση διακόπτεται απότομα από τύπο με χαίτη, μουστάκα, υποκάμισο σένιο και παντελόνι με πιέτες με σκαρπινιά παντοφλέ και άσπρη κάλτσα.

– Λίτσα σι ινοχλούν τα πιδιά;

– Ουόχ Βαγγέλαμ’.

– Ιέλεγα γιατί αν σι ινοχλούν να τσι διώξ’.

– Αϊντι φτάσαμ στου Αντίρριου και σε τρεις ώρες φτάσαμαν στν Άρτα. Να κάνουμι κι μιά στάσ΄ στου Μενίδ΄ για ψαρ.

– Οτ θελ του κουρίτς.

thumbnail_bus %3banoigmaα

Οι τρεις έμειναν σαν παγωμένο βίντεο. Η κοπέλα παίρνει τον φίλο της και αφήνει πίσω το φωτορομάντζο να του γυρίζει τις σελίδες ο αέρας, ο οποίος κάνει τα μακριά μαλλιά του μέταλλου να μοιάζουν σαν να έβαλε το δάχτυλο στην πρίζα, το χτένισμα του ροκαμπιλά άφηνε σαν ασφάκα και του πανκιού όπως ήταν συνήθως. Περιμένοντας το λεωφορείο βλέπουν τον τύπο με την κοπέλα να περνάνε με το Λάντα τους στολισμένο σαν καρνάβαλο με κουρτινάκια, σημαιάκια, φλοκάτες, χαϊμαλιά και το παλιό κασετόφωνο να παίζει κλαρίνα. Ο αέρας μυρίζει ταμπάκο, θάλασσα και η ζέστη λιώνει την άσφαλτο. Ο δρόμος ανοίγεται φιδωτός μπροστά αλλά δεν οδηγάει ούτε στο Μέμφις, ούτε στο LA ούτε στο Λονδίνο.

Ο αέρας ξεκολλάει μια αφίσα από μια κολώνα που τα χρώματά της έχουν ξεφτίσει από τον ήλιο. Φαίνεται μόνο η ρεκλάμα: Ντίσκο Νίντζα Μεσολόγγιον.

Ξύπνησα ιδρωμένος και χοντρός. Κοιτάω γύρω μου. Ευτυχώς ήταν ένα όνειρο που με γύρισε τριάντα χρόνια πίσω. Άλλη φορά να προσέχω να μην τρώω οχτώ ταψιά μπιφτέκια πριν κοιμηθώ…