γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου* //

Ίσως για κάποιους η θεατρική μεταφορά της αριστουργηματικής κινηματογραφικής ταινίας του Δανού σκηνοθέτη Λαρς Φον Τρίερ στη μικρή σκηνή του θεάτρου Vault να φαντάζει εξωπραγματική, ίσως ως εγχείρημα και ακατόρθωτο όμως για όσους γνωρίζουν την αντισυμβατική προσωπικότητα του συγκεκριμένου θεατρικού χώρου, θα λέγαμε πως ήταν αναμενόμενο χωρίς να αποτελεί έκπαγλη. Ο Δημήτρης Καρατζιάς, ο σκηνοθέτης της παράστασης, δεν μας έχει συνηθίσει στα ειθισμένα δρώμενα, αλλά στα αναπάντεχα.

Έτσι για πρώτη φορά στην Ελλάδα ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Vault η βραβευμένη ταινία του σημαντικού σκηνοθέτη Λαρς Φον Τρίερ με τίτλο «Χορεύοντας στο σκοτάδι» η οποία είχε λάβει Χρυσό Φοίνικα και βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών (2000), Καλύτερη Ευρωπαϊκή ταινία της Χρονιάς και Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία (2000) στα European Film Awards, Καλύτερη Ευρωπαϊκή ταινία της Χρονιάς (2001) στα Goya Awards, Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία της Χρονιάς στα Bodil Awards( 2001), Υποψήφια Χρυσής Σφαίρας Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας και Μουσικής στα Golden Globe Awards (2001), για Όσκαρ Μουσικής και Τραγουδιού 2001, για το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στα Cesar Awar.

Ο Λαρς Φον Τρίερ υπήρξε πάντα πιο μπροστά από την εποχή του με τις αντένες του σε ετοιμότητα, γι’ αυτό και δίχαζε κοινό και κριτικούς με τις ταινίες του, αποκτώντας όμως μια εξέχουσα θέση στο στερέωμα των παγκόσμιων σκηνοθετών κολοσσών, του κινηματογράφου. Η πάντα πρωτοποριακή του ματιά για την οποία διακρινόταν, τον έκανε να υπάρξει ο ιδρυτής του «Δόγματος 95» μαζί με τον επίσης Δανό σκηνοθέτη Τόμας Βίντερμπεργκ, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή συστάθηκε το 1995 και ήταν μια νέα αισθητική κίνηση αποτελούμενη από δέκα (10) κανόνες που είχαν ως στόχο την πιο ρέουσα φυσική φόρμα μιας ταινίας χωρίς την αίσθηση του άκρατου τεχνικά επαγγελματισμού.

•Η υπόθεση διαδραματίζεται σε μια επαρχία της Πολιτείας Ουάσιγκτον στις Η.Π.Α το 1967, όπου μια Τσέχα ανύπαντρη μητέρα και μετανάστρια η Σέλμα έχει μετακομίσει εκεί για μια καλύτερη ζωή, για την εκπλήρωση του μεγάλου ονείρου της, του στόχου της.

Η Σέλμα πάσχει από μια σπάνια κληρονομική ασθένεια των ματιών, μια δυσπλασία του κερατοειδούς, κάτι που την οδηγεί στη σταδιακή απώλεια της όρασής της μέχρι την απόλυτη τύφλωση. Εργάζεται πολύ σκληρά σ’ ένα εργοστάσιο ξυλείας, προκειμένου να συγκεντρώσει τα χρήματα για την εγχείρηση στα μάτια του γιου της ώστε να μην οδηγηθεί και αυτός σύντομα στο σκοτάδι. Μοναδική της διέξοδος η μουσική, οι κλακέτες, τ’ αμερικάνικα μιούζικαλ και η λάμψη τους όπου με τη φαντασία της πρωταγωνιστεί και η συμμετοχή της σε μια ερασιτεχνική ομάδα θεάτρου. Για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που την ταλανίζει, στην Αμερική γνώστης είναι μόνο η φίλη και συνάδελφός της Κάθυ που την προστατεύει και τη φροντίζει. Κι όλη αυτή την καθημερινή αγόγγυστη προσπάθεια της Σέλμα για τη συγκέντρωση των οικονομικών πόρων που χρειάζονται για την εγχείρηση του γιου της, έρχεται να διαταράξει ως κεραυνός εν αιθρία η αδίστακτη πράξη κλοπής των οικονομιών της από τον γείτονα και φίλο Μπίλ. Η αρχή του νήματος άνοιξε κι ένα ατέλειωτο κουβάρι ανατροπών καθιστούν τη ζωή της μια ανείπωτη τραγωδία με πένθιμο φινάλε με τον χρόνο να σταματά για εκείνη για πάντα μέσα σε μια στιγμή.

•Μια ταινία σταθμός στα χρονικά του κινηματογράφου, μια τεράστια παραγωγή με υπέρογκη εισπρακτική επιτυχία, με την τραγουδίστρια Bjork στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με τη χρήση 100 καμερών ούτως ώστε να υπάρχει η απόλυτη κάλυψη κάθε λεπτομέρειας και με σωρεία βραβείων.

Έκανα τη λεπτομερή αυτή αναφορά στην ταινία, για να τονίσω έτι περισσότερο το κατόρθωμα του σκηνοθέτη Δημήτρη Καρατζιά, όπου έκανε το ανέφικτο εφικτό, το αδύνατο δυνατό καθώς με χειρουργικής ακρίβειας χειρισμούς ανέβασε στην Black Box σκηνή του θεάτρου Vault ένα μιούζικαλ υψηλών απαιτήσεων μ’ έναν εννιαμελή θίασο επί σκηνής που ενδυναμώνει την αίσθηση της μεγάλης παραγωγής με την αξιοθαύμαστη λιτότητά του και την ακρίβεια των κινήσεων.

•Έχοντας τη διασκευή του Πάτρικ Ελσουέρθ, την εξαιρετική μετάφραση από τον Αντώνη Γαλέο στα χέρια του και κάνοντας και τη δραματουργική επεξεργασία του έργου, ο Δημήτρης Καρατζιάς σκηνοθετεί και χτίζει μια αριστοτεχνικά δομημένη παράσταση σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές λόγω των διαστάσεων της σκηνής.

Ανάμεσα στον Λαρς Φον Τρίερ και τον Δημήτρη Καρατζιά υπάρχει ένα κοινό στοιχείο, και οι δύο είναι καινοτόμοι, ριζοσπάστες, απρόβλεπτοι και με βαθειά αίσθηση της ουσίας όσον αφορά τη σημειολογική προσέγγιση και την αισθητική αντίληψη της Τέχνης, οπότε ήταν φυσικό και αναμενόμενο το εξαίσιο αποτέλεσμα.
Η διεισδυτική σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Καρατζιά κάνει ευανάγνωστους τους συμβολισμούς της παράστασης.

Επιτυγχάνει να απομυθοποιήσει το Αμερικάνικο όνειρο μέσα από τη Σέλμα που ζει και ονειρεύεται τα μιούζικαλ, που πιστεύει πως στην Αμερική που μετανάστευσε από την Τσεχία, θα βρεθεί στη γη της επαγγελίας, όλα θα είναι πιο εύκολα, ο μεγάλος της στόχος θα βρει τρόπο για την εκπλήρωσή του, όλα θα έχουν λίγη χρυσόσκονη, μια λάμψη όπως αυτή των μιούζικαλ, όπως αυτή του Μπρόντγουέϊ κι ένα παλμό ζωής από κλακέτες.
Κι εκεί βιώνει την απόλυτη μοναξιά, εργάζεται στο εργοστάσιο ξυλείας και βαθειά μέσα της συνειδητοποιεί την απόλυτη εκμετάλλευση.

Ο Δημήτρης Καρατζιάς θίγει μέσα από τη δική του γλώσσα, την εκμετάλλευση του ανθρώπου από το στυγνό πρόσωπο του κεφαλαίου. Από το κτήνος που καταδυναστεύει ανθρώπους, που καταστρατηγεί ελευθερίες, που μηδενίζει αξιοπρέπειες, που είναι αδιάφορο μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, την αρρώστια, που απλά συντηρεί ό,τι του είναι χρήσιμο, όποιο γρανάζι μπορεί να δουλεύει, χωρίς ευαισθησίες, σκληρά και αποτρόπαια.

Η Σέλμα συνεχίζει με ασταμάτητους ρυθμούς να δουλεύει στο εργοστάσιο ακόμα κι όταν οι αντοχές της την εγκαταλείπουν κι όταν τυφλώνεται είναι πλέον γι’ αυτούς πρόβλημα, εμπόδιο στον ρυθμό παραγωγής, ένας σκουριασμένος τροχός που χρειάζεται ν’ αποβληθεί. Στηλιτεύει τον φασισμό του χρήματος που δύναται να οπλίσει κάτω απ’ τις ανάλογες συνθήκες τα χέρια οποιουδήποτε και να τον καταστήσει θύτη χωρίς ηθικούς φραγμούς όταν ο Μπίλ, ο γείτονας της Σέλμα, της κλέβει τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει για την εγχείρηση του παιδιού της, γιατί ο ίδιος θεωρούσε ότι τα είχε μεγαλύτερη ανάγκη.

Κι ύστερα το ανάλγητο πρόσωπο της δικαιοσύνης που δεν κρατά πάντα ισορροπία στη ζυγαριά, γιατί επηρεάζεται από χαλκεύματα, εικότως τούτου ενοχοποιεί το αληθινό θύμα, τη Σέλμα, και εξιδανικεύει τον θύτη, εν προκειμένω τον Μπίλ που πάντα την αγαπούσε και τη φρόντιζε ως καλός φίλος.
Και μέσα σε όλο αυτό το αποτροπιαστικό πρόσωπο της εξουσίας σε όλες τις μορφές της, έρχεται ο εξαγνισμός, η υψιπετής μορφή της ταλαπείριας μάνας ως άλλη «Μάνα κουράγιο», που η ηθική της είναι τόσο υψηλή κι ως Μητέρα Τερέζα αγκαλιάζει το παιδί και τους δύο μοναδικούς της φίλους, την Κάθυ και τον Μπιλ, χωρίς ποτέ η ετερογονία των σκοπών να διαφοροποιήσει τους ηθικούς της κώδικες.

Η σκηνοθετική προσέγγιση του Δημήτρη Καρατζιά θα λέγαμε πως οικοδομεί όχι απλά μια παράσταση, αλλά ένα πολιτικό και κοινωνικό μανιφέστο με φιλοσοφικές προεκτάσεις και ιδεολογικές εμβαθύνσεις. Παρότι λόγω της ιδιοσύστασής της χαρακτηρίζεται ως μιούζικαλ η παράσταση, διότι διαπνέεται από υπέροχα τραγούδια εμπνευστές των οποίων αποτελούν ο Μάνος Αντωνιάδης στη σύνθεση και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος στο στίχο, όπως και καλά μελετημένες χορογραφίες από τον Έλιο Φοίβο Μπέικο, που εκμεταλλεύτηκε άκρως λειτουργικά και την παραμικρή δυνατότητα που του παρείχε ο χώρος, ενισχύοντας κινησιολογικά τη δυναμική των καταστάσεων, ωστόσο δεν θα τη χαρακτήριζα ως αμιγώς μιούζικαλ, αλλά μια παράσταση με ψήγματα από μιούζικαλ.

Ίσως αν ήταν η μορφολογία του μιούζικαλ που γνωρίζουμε να αποδυνάμωνε τη φυσιογνωμία της παράστασης.
Η εξαιρετική μουσική σύνθεση του Μάνου Αντωνιάδη τόσο στα τραγούδια, όσο και καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, κινείται σε τζαζ φόρμες, σύμφωνες τόσο με τη χώρα στην οποία εκτυλίσσεται το δράμα της Σέλμα, όσο και την ονειρική διάθεση των μιούζικαλ που ζει, ενώ ταυτόχρονα η ηθική της δύναμη μαζί με τους προσφυέστατους στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου στα τραγούδια, ενισχύουν, ενδυναμώνοντας τις συναισθηματικές εξάρσεις και τις κορυφώσεις τόσο, όσο ακριβώς χρειαζόταν, χωρίς υπερβολή, χωρίς ίχνος αμετροέπειας, χωρίς μελό που εκβιάζει το θεατή να νιώσει, αλλά με μια φυσική μουσική ευφράδεια.

•Όταν η Σέλμα τραγουδά, κάποιες φορές ο υπόλοιπος θίασος θυμίζει χορό αρχαίας τραγωδίας ή και ψάλτες σε Βυζαντινό ψαλμό που συμπάσχει κρατώντας το ίσο, στις αγωνιώδεις προσπάθειές της.

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Τσέχας μετανάστριας Σέλμα, η Δήμητρα Κολλά με μια αποκαλυπτική ερμηνεία, ξεδιπλώνει όλη την προσωπικότητα της ηρωίδας. Μιας ηρωίδας που στέκεται σ’ ένα πολύ ψηλό βάθρο, αυτό της αγάπης, βαθειά ηθική με τέτοιους κώδικες ηθικής που κατορθώνουν να της αλλάξουν τη ζωή μέσα σε μια στιγμή κι εκείνη ανυποχώρητη στην υπεράσπισή τους, ακόμα κι όταν η αγχόνη απειλεί τη ζωή της, πέρα και πάνω από κανόνες και φραγμούς, μιας μάνας αγωνίστριας που φτάνει μέχρις εσχάτων, γι ‘αυτήν η θυσία είναι μονόδρομος, η περιθωριοποίηση της ζωής της είναι η μόνη λύση, η ισοπέδωση κάθε προσωπικής επιθυμίας είναι μια πραγματικότητα κι όλα αυτά για τον γιο της, για να σώσει το παιδί της από το σκοτάδι, προτίμησε αυτή να ζει μέσα σ’ αυτό, κι εκεί στον δικό της μικρόκοσμο να ονειρεύεται.

Μόνο το σκοτάδι ήταν δικό της, εκεί μπορούσε να είναι όποια ήθελε, να κάνει ό,τι ονειρευόταν, να ζει, να χορεύει κλακέτες, να ακούει τη μουσική που αγαπά και να υπάρχει αληθινά.

Με εκπληκτική άνεση και ευελιξία στα εκφραστικά της μέσα επί σκηνής η Δήμητρα Κολλά βιώνει το δράμα της με τέτοια συγκινησιακή φόρτιση και δυναμική και το μοιράζεται με τους θεατές στην ίδια ένταση.

Κινείται με περισσή ευχέρεια ανάμεσα στο ρεαλισμό της καθημερινότητας που εμπεριέχει το λογικό, το συναισθηματικό βασάλτη, στο άλογο μέρος της ψυχής, αποτελώντας την απόλυτη ενσάρκωση του μεγαλείου της άδολης αγάπης χωρίς αναστολές, χωρίς ενδόμυχες αμφιβολίες κι απ’ την άλλη της τρυφερής, ρομαντικής και ουτοπικής φυσιογνωμίας που δεν έχει χάσει τίποτα από τη νεανική της αθωότητα.

Η Δήμητρα Κολλά συγκλονιστική στις σπαρακτικές συναισθηματικές εξάρσεις της, στον αδιάκοπο κοπετό της, θρηνεί για τη μοίρα της, για τη μοίρα του παιδιού της με αξιοπρέπεια, με μεγαλείο ψυχής, θρυμματίζεται καθημερινά, μας συνεπαίρνει στο δράμα της κι όλα αυτά χωρίς να πέσει στο ατόπημα του ψηλαφίσματος καθώς η ίδια τυφλώνεται, αντίθετα αφήνοντας την απεραντοσύνη του βλέμματός της να μιλά με απαράμιλλη ευγλωττία για τα κρυμμένα της ψυχής όπως έλεγε κι ο στίχος από τραγούδι της παράστασης: « Η αλήθεια είναι ένας καθρέφτης, της ψυχής τα φυλαγμένα σπαταλά».

Στον ρόλο της Κάθυ φίλη της Σέλμα, βρίσκεται η Βιργινία Ταμπαροπούλου, η οποία ενσαρκώνει το ρόλο της με ακρίβεια, είναι αυτή που την αγαπά, τη φροντίζει, της μιλά με ειλικρίνεια, γίνεται κοινωνός στα όνειρά της, τη στηρίζει και μοιράζεται το δράμα της γιατί το γνωρίζει.

Η Βιργινία Ταμπαροπούλου επί σκηνής είναι τόσο αληθινή που συγκινεί με τη χαρισματική της λιτότητα.
Τον ρόλο του Μπιλ, του έτερου φίλου της Σέλμα που γνωρίζει το μεγάλο της μυστικό για την πάθηση του γιού της Τζην και τις οικτρές οικονομίες της για την εγχείρησή του, υποδύεται ο Στέλιος Καλαϊτζής, ο οποίος υπήρξε ερμηνευτικά άρτιος και στη δεύτερη ερμηνεία αυτή του κατήγορου κατά τη διάρκεια της δίκης.

Ως φίλος της Σέλμα είναι συγκλονιστικός όταν ζητά απελπισμένα τη λύτρωση της ζωής του από το χέρι της, γιατί καταπάτησε τη δική του ηθική, αρχικά μοιάζει αδίστακτος όμως χτίζει το δικό του ηθικό δίλημμα της ενοχής, άλλωστε κάθε άνθρωπος δύναται να ενοχοποιηθεί ανάλογα με τις καταστάσεις είτε από καλοσύνη προς τους αδύνατους να μην πονέσουν, είτε από δειλία συσχέτισης με τους ισχυρούς.

Ο Αντώνης Σταμόπουλος στο ρόλο του Τζην, του γιου της Σέλμα, αναδεικνύει όλα τα στάδια εξέλιξης του δράματος, καθώς όλα αρχίζουν και τελειώνουν σ’ εκείνον, μέχρι την τελική στιγμή.
Ο Αντώνης Σταμόπουλος κατορθώνει να σκιαγραφήσει ευκρινώς τη νεανική φύση ενός παιδιού που μετανάστευσε μαζί με τη μητέρα του, που η πενιχρότητα της καθημερινότητάς τους δεν τους αφήνει πολλά περιθώρια χαράς, γι’ αυτό και τα μάτια του κρύβουν συνεχώς μια αδιόρατη μελαγχολία και θλίψη, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί βίαια την κοπή του ομφάλιου λώρου, την απόγνωση τού τώρα και το σκοτάδι του μέλλοντος, συντελώντας στην ολοκλήρωση της δραματικής φιγούρας που μετουσιώνει.

Σε μια παράσταση τόσων υψηλών απαιτήσεων, ήταν αναμενόμενο πως η ανάγκη διπλής διανομής ρόλων στους ηθοποιούς θα υπήρξε αναγκαία όπως στη Ράσμι Σούκουλη, στον Θοδωρή Αντωνιάδη, τον Πωλ Ζαχαριάδη, τον Σωτήρη Μεντζέλο και την Ορνέλα Λούτη, αυτή η αναγκαιότητα από μόνη της καθιστά τα πράγματα δυσκολότερα.

•Όμως το σύνολο των πέντε αυτών ηθοποιών που υποδύονται δύο ή και τρεις διαφορετικούς ρόλους επί σκηνής κινήθηκε με ταχύτητα και αριστοτεχνική ακρίβεια από τη μια ψυχοσύνθεση στην άλλη, χωρίς διεκπεραιωτική διάθεση, σκιαγραφώντας εξόχως ολοκληρωμένα τον κάθε χαρακτήρα υπό τις ανάλογες συνθήκες κάθε φορά, χωρίς ίχνος εκφραστικής και κινησιολογικής έκπτωσης.

Όλο το δράμα της Σέλμα εκτυλίσσεται μέσα σ’ ένα καθαρά βιομηχανικό σκηνικό σε τόνους γκρι και τα γρανάζια σε περίοπτη θέση κατακλύζοντας το βλέμμα των θεατών όπου κι αν κοίταζαν μέσα στο χώρο, δεν νομίζω πως ο Δημήτρης Καρατζιάς και ο Μάνος Αντωνιάδης που είχαν και τη σκηνογραφική επιμέλεια, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κάτι αντιπροσωπευτικότερο αυτού και περισσότερο συμβολικό.

Σκηνικό άρτια δεμένο με τη σκηνοθετική σημειολογική γραμμή, ένα εργοστάσιο έχει μηχανικά γρανάζια μα και ανθρώπινα που δουλεύουν ασταμάτητα κι όποιο από αυτά χαλάσει, απομακρύνεται ως άχρηστο.
Σε ανάλογες χρωματικές τονικότητες και διαβαθμίσεις του γκρι θα κινηθούν και τα εξαιρετικά κοστούμια του Μάριου Βουτσινά και του Γιώργου Λυντζέρη, σε λιτές και συνάμα αυστηρές γραμμές καθιστώντας έτι περισσότερο ευκρινές το γκρι της ψυχής της Σέλμα, του κόσμου που ζει, του σκοταδιού που κινείται, της πενίας της οικονομικής, της δυσπραγίας, της τεναγούς μονοτονίας των ωρών απάνθρωπης εργασίας μέσα στο εργοστάσιο.

Οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα ολοκληρώνουν τη μελαγχολική, γκρι ατμόσφαιρα που επικρατεί δημιουργώντας ένα υψηλής αισθητικής (μεταβιομηχανικό) μιούζικαλ.

«Χορεύοντας στο σκοτάδι», μια παράσταση που από τη μια οικοδομεί ένα μοναδικής λεπτομέρειας ψυχογράφημα της Σέλμα κι απ’ την άλλη ένα φιλοσοφικό δοκίμιο.

Ο Paul Valery έλεγε για την ποίηση πως «Οι Θεοί μάς δίνουν χάρισμα τον πρώτο στίχο, μα εμείς θα πλάσουμε τον δεύτερο να συμφωνεί με τον άλλο και να μην είναι ανάξιος του υπερφυσικού πρωτότοκου της σειράς», ακριβώς αυτό συνέβη κι εδώ, η παράσταση που έχτισε ο Δημήτρης Καρατζιάς είναι στα ίδια υψηλά πρότυπα αισθητικής του πρωτότοκου, της ταινίας του Λαρς Φον Τρίερ.

Αυτό το μοναδικό μείγμα δράματος με ψήγματα μειδιάματος κάποιες στιγμές, οι εναλλαγές λογικού-παράλογου συνάδουν στη δημιουργία μιας παράστασης απαράμιλλης ομορφιάς, με αρωγό τη μουσική να μαγνητίζει με μια δαιμονική σχεδόν ελαφρότητα και να οδηγεί στην πλήρη λειτουργικότητα του δράματος που εξαγνίζει πάντα τους κοινωνούς του, εν προκειμένω τους θεατές.

Η υφέρπουσα δυναμική των στίχων τραγουδιού της παράστασης νομίζω πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει η αυλαία: «Η ζωή θα βρει τον δρόμο με ελπίδα ή χωρίς».

Vault
Μελενίκου 26,Βοτανικός
Τηλ.: 2130356472, 6945993870

*H Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου