Από τον Γιάννη Παναγόπουλο //

Ο Χρίστος Τζιφάκις δεν αισθάνεται ιεραπόστολος του φλαμένκο στην Ελλάδα. Η καριέρα του έχει πολλές ασυμβατότητες. Είναι ένας ικανότατος κιθαρίστας-συνθέτης που λατρεύει την τσιγγάνικη μουσική. Καθόλου τυχαία, στη Μέκκα του Φλαμένκο, την Ισπανία, τον αναγνωρίζουν ως δικό τους άνθρωπο. Ο Χρίστος Τζιφάκης μάς μίλησε για τη ζωή του εντός μουσικής και εντός φλαμένκο φυσικά.

tzifakis-Πότε ήρθες σ’ επαφή με το φλαμένκο;

Με την κιθάρα φλαμένκο πρωτοήρθα σ’ επαφή το καλοκαίρι του 1982. Το θυμάμαι γιατί, πιτσιρικάς τότε, παρακολουθούσα μ’ ενθουσιασμό το μουντιάλ που γινόταν στην Ισπανία. Στο ημίχρονο κάποιου παιχνιδιού έπαιξε ο Paco de Lucia. Αυτό ήταν. Τότε είπα στον εαυτό μου, με όλη την παιδική αφέλεια, ότι θέλω μια μέρα να παίξω σαν αυτόν τον άνθρωπο…

-Η ερμηνεία του φλαμένκο περιέχει έντονα στοιχεία αυθορμητισμού. Μεγάλωσες με έντονη κλασική μουσική παιδεία. Πώς ενώνεις αυτούς τους δύο διαφορετικούς κόσμους;

Έμαθα από μικρός ν’ ακροβατώ ανάμεσα στους δύο μουσικούς κόσμους, αυτόν της λόγιας και αυτόν της λαϊκής κι αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής. Η γιαγιά μου υπήρξε εξαιρετική πιανίστρια, κι έτσι από μικρός είχα την ευκαιρία να έλθω σε άμεση επαφή με το κλασικό ρεπερτόριο. Από την άλλη μεριά, οι θείοι μου στην Κρήτη, ερασιτέχνες μουσικοί, μ’ έπαιρναν από μικρό στα γλέντια όπου, ειδικά στα ορεινά χωριά, έχω βιώσει εμπειρίες πολύ δυνατές. Εκεί είδα πώς μπαίνουν οι μουσικοί μαζί με τον κόσμο μέσα στο γλέντι, πως πρέπει να είναι ευρηματικοί για να κρατούν το ενδιαφέρον και κυρίως πόσο σημαντικό είναι το ζωηρό ρυθμικό παίξιμο. Έτσι, αυτό που κάνω είναι ουσιαστικά ένας συγκερασμός των δύο αυτών, φαινομενικά, διαφορετικών κόσμων. Άλλωστε οι αρχαίοι μας, που μίλαγαν για τα απολλώνια και τα διονυσιακά στοιχεία της μουσικής, κάτι ήξεραν.

-O Paco De Lucia, ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες του φλαμένκο, δεν είχε σπουδάσει μουσική. Τι σου λέει αυτό;

O Paco δεν πήγε σε Ωδείο. Αλλά σπουδή σημαίνει σοβαρή μελέτη ενός αντικειμένου, κι όποιος διαβάσει τη βιογραφία του θα διαπιστώσει ότι τα παιδικά και νεανικά του χρόνια ήταν μια ατελείωτη μελέτη. Όπως και να’χει, πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι ο Paco υπήρξε η εξαίρεση κι όχι ο κανόνας, γιατί αλλιώς θα καταλήξουμε στα αφελή συμπεράσματα που καταλήγουν τα μικρά παιδιά που βαριούνται να μελετήσουν και που επιχειρηματολογούν λέγοντας ότι κι ο Αϊνστάιν ήταν μέτριος μαθητής…

vega-Τι είναι η Ισπανία για το φλαμένκο;

H μητρόπολη.

-To ρεμπέτικο είναι το φλαμένκο της Ελλάδας;

Το ρεμπέτικο μπορεί να συγκριθεί ως ένα σημείο με το αντίστοιχο flamenco των tablaos. Όμως, το flamenco των μεγάλων θεατρικών σκηνών, των υψηλών τεχνικών απαιτήσεων, της δραματοποιημένης χορογραφίας, των μεγάλων παραγωγών στούντιο, των διεθνών συνεργασιών με καλλιτέχνες άλλων στυλ jazz κτλ., δεν έχει το αντίστοιχό του στον κόσμο του ρεμπέτικου. Ασφαλώς, το μεγάλο άνοιγμα που έχει κάνει το σύγχρονο φλαμένκο στη διεθνή αγορά έχει παίξει σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν την εξέλιξη, παρ’ ολ’ αυτά η έρευνα και η τόλμη είναι ευθύνη των ίδιων των καλλιτεχνών.

-Μουσικά, φτάνοντας πρώτη φορά στην Ισπανία, ποια ήταν η πρώτη σου προτεραιότητα;

Στην Ισπανία ταξίδεψα για πρώτη φορά με υποτροφία της Ακαδημίας του Maastricht, όπου σπούδαζα τότε κλασική κιθάρα. Θέλοντας όμως να κρατήσω κάποια χρήματα για να τα έχω στην Ισπανία, αποφάσισα να πάω με μια νταλίκα που μετέφερε ψυγεία από την Ολλανδία. Ήθελα να γνωρίσω από κοντά το flamenco, αλλά και τον περίφημο κουβανό συνθέτη Leo Brouwer, o οποίος ήταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ της Κόρδοβας. Η εμπειρία ήταν καταπληκτική. Κατ’ αρχάς, μιας κι έχει σχέση με την επικαιρότητα, τα ανοιχτά σύνορα της Ευρώπης μού έδωσαν ένα αίσθημα ελευθερίας κι αισιοδοξίας. Ύστερα, η προσωπική γνωριμία με προσωπικότητες, όπως ο Pepe Romero, o Manolo Sanlucar και ο Leo Brouwer, μου άνοιξε νέους καλλιτεχνικούς ορίζοντες. Mε τον Leo Brouwer ήταν αρχή συνεργασίας, αφού έναν χρόνο αργότερα ήρθε στην Ολλανδία, όπου έμενα τότε, για να διευθύνει τη συμφωνική ορχήστρα του Limburg, ερμηνεύοντας το ελεγειακό κονσέρτο του, όπου έπαιξα ως σολίστ.

-Τι είναι, τελικά, μουσική;

Για εμένα είναι ένα μέσο έκφρασης, επικοινωνίας, διαλογισμού και βιοπορισμού.

-Τι θα παρουσιάσεις στην Ελλάδα;

Θα παρουσιάσω ένα δείγμα της δουλειάς μου των τελευταίων χρόνων, που περιλαμβάνει πρωτότυπες συνθέσεις και διασκευές θεμάτων από την Κρήτη και την Κωνσταντινούπολη . Μαζί μου θα είναι ο σεβιλλιάνος χορευτής Adolfo Vega, ο περουβιανός Pedro Fabian (κρουστά), η Μελίνα Ιωαννίδου (πιάνο), ο Παναγιώτης Μπουραζάνης (μπάσο), η Άλκηστη Τριανταφυλλίδη (φωνητικά) κι ο Βαλέριος Ιωαννίδης (παλαμάκια).

-“Έχεις συνεργαστεί με τον Joaqun Grilo. Έναν από τους καλύτερους χορευτές φλαμένκο στον κόσμο. Τι σου έδωσε με το ταλέντο του; Πώς τον προσέγγισες; Πότε πρωτοσυνεργαστήκατε; Ποιο ήταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας σας;”

Με τον Joaqun Grilo γνωριστήκαμε το 2006. Είχε έρθει στην Αθήνα για σεμινάρια. Η Μελίνα, η γυναίκα μου, επέμενε να πάω να του δείξω τη μουσική που έγραφα εκείνη την εποχή, παρόλο που εγώ είχα κάποιους ενδοιασμούς. Τελικά κλείσαμε ραντεβού και πήγα στο ξενοδοχείο που έμενε, με το laptop. Προς μεγάλη μου έκπληξη, o Grilo μόλις άκουσε τη μουσική ενθουσιάστηκε και μου πρότεινε αμέσως συνεργασία.

Το έργο μου με τίτλο Flamenco Alchemy (για κιθάρα, ορχήστρα εγχόρδων και flamenco-jazz group) ήταν τότε ημιτελές, μιας και από τα 6 μέρη από τα οποία αποτελείται, είχα γράψει τότε μόνο τα 3. Ο Grilo επέμενε να το τελειώσω όπως νομίζω, χωρίς να παρέμβει ο ίδιος. Όταν όμως έφτασα στο τελικό στάδιο, πήγα στην Ισπανία και στο στούντιό του είδαμε τα τελειώματα. Εκεί συνειδητοποίησα με πολύ άμεσο τρόπο ότι ο ρυθμός βρίσκεται πρώτα στο σώμα και μετά στo μυαλό. Η δυναμική που έχει ένα σώμα που χορεύει πρέπει να ενισχύεται από τη μουσική και να μην ανακόπτεται. Τελικά το έργο παρουσιάστηκε ολοκληρωμένο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 2011, με τις χορογραφίες του Grilo και την ενορχήστρωση του Μιχάλη Τραυλού. Αυτή τη στιγμή έχω ολοκληρώσει την ηχογράφηση και σύντομα θα κυκλοφορήσει σε CD.

tzifakis - vega-Έχεις εικόνα για το τι είναι φλαμένκο για τους Έλληνες;

Είναι τόσο πολύς και διαφορετικός ο κόσμος που είτε ασχολείται με το φλαμένκο, είτε πάει στις παραστάσεις, που είναι δύσκολο ν’ απαντήσω απλά σ’ αυτό το ερώτημα. Πάντως το φλαμένκο συγκινεί πολύ κόσμο, που κατά τ’ άλλα έχει διαφορετικά γούστα. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έχει κάνει πάντως το γεγονός ότι, μεταξύ των παραδοσιακών μουσικών, αυτοί που δείχνουν το πιο ζωηρό ενδιαφέρον είναι αυτοί που παίζουν κρητικά και ειδικά οι λαουτιέρηδες. Αυτό οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι ο ρόλος του λαούτου είναι έντονα ρυθμικός, όπως και της κιθάρας φλαμένκο, στο ότι χορός-τραγούδι-οργανικό παίξιμο είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, τόσο στο flamenco όσο και στα κρητικά. Πέρα απ’ αυτό, η χρήση της μαντινάδας έχει αξιοσημείωτες ομοιότητες με την χρήση της αντίστοιχης letra του φλαμένκο. Σε γενικές γραμμές πάντως πιστεύω ότι το φλαμένκο, ως ένα σημείο, διεθνοποιείται, ακολουθώντας μια πορεία που έχει αρκετές ομοιότητες με την πορεία της jazz, που ξεκινώντας από τη Νέα Ορλεάνη, έφτασε να χειραφετηθεί από τη μητρόπολη δίνοντας την ευρωπαϊκή τζαζ μεταξύ άλλων. Το μέλλον θα δείξει ως πού θα φτάσει αυτή η πορεία.

-Υπάρχει κόσμος που θεωρεί το φλαμένκο κυρίως είδος χορού, όχι μουσικής. Πώς το σχολιάζεις αυτό;

Aυτό οφείλεται κυρίως στην άγνοια…

-Tomatito ή Paco;

Ο Tomatito, σε μια συνέντευξή του, ρωτήθηκε για το ποια είναι η γνώμη του για τον Paco. Η απάντησή του ήταν σαφέστατη: “Paco es el bos de la guitarra” (Ο Paco είναι το αφεντικό της κιθάρας). Δε νομίζω ότι υπάρχει έστω κι ένας κιθαρίστας flamenco που να μην έχει επηρεαστεί από τον Paco. Τέτοιες ιδιοφυίες γεννιούνται σπάνια και σίγουρα οι δρόμοι που άνοιξε ο Paco μάς αποκάλυψαν δυνατότητες που πριν από αυτόν δεν μπορούσαμε να φανταστούμε. Oσον αφορά στον Tomatito, η ρυθμική του αίσθηση (ειδικά όταν παίζει buleria) δεν παίζεται.

 

enallaktiko anoigma