του Γιάννη Παναγόπουλου //

Το μόνο αδιαπραγμάτευτο στη ζωή του Γιάννη Αλεξίου είναι η μουσική. Όσα κάνει τα λές και δορυφόρους της. Είναι συγγραφέας, ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο του. Είναι δημοσιογράφος, έχει δουλέψει σε εφημερίδες περιοδικά, ιστοσελίδες. Είναι ο μανιακός με τα άλμπουμ (μουσικής) βινυλίου. Είναι ο άνθρωπος που τρέχει την επικοινωνία του Vinyl is Back. Του φεστιβάλ που “ετυμολογεί” την επαναφορά των δίσκων βινυλίου ως βασικό μέσο ακρόασης μουσικής στην Ελλάδα. Κατά τα άλλα ο Γιάννης είναι Πανιώνιος και μας συνδέει φιλία. Στο όνομά της θέλω να κάνουμε μια συνέντευξη που θα ήταν σαν να μην γνωριζόμαστε. Δεν έκανα μασάζ στις ερωτήσεις που του έκανα. Και στο λόγο μου, δεν άλλαξα λέξη από τις απαντήσεις του. Παραμονές κυκλοφορίας του δεύτερου βιβλίου του, παραμονές του 11ου Vinyl Is Back, 6, 7, 8 Οκτωβρίου 2017 στο «Μουσείο Αυτοκινήτου», μιλήσαμε για καλλιτέχνες, για μουσική και για μπάλα. Για το τελευταίο, άσχετος από μπάλα είμαι, τον ρώτησα γιατί είναι Πανιώνιος. Υπάρχουν τόσες άλλες ομάδες που μπορεί να υποστηρίξει…

-Πώς θα λέγεται το νέο σου βιβλίο;

-“Συναντήσεις με τους Έλληνες Ρόκερς”. Είναι μια δουλειά 20 ετών από το 1997 έως το 2017 και περιέχει την εργασία μου στον Ήχο, τη Βραδυνή, το Ogdoo.gr και από το blog μου πάνω στο ροκ στην Ελλάδα. Από το Δημήτρη Πολύτιμο στους Empty Frame…

-Πόσους καλλιτέχνες παρουσιάζεις εντός του;

-Περίπου 70 προσωπικότητες που διαμόρφωσαν την κουλτούρα του rock’n’roll στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του ’60 έως σήμερα. Είναι η rock’n’roll σκέψη και η εξέλιξή της, ο απολογισμός της και η περηφάνια της μέσα στο χρόνο.

-Ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη δεκαετία για την ελληνική ροκ σκηνή;

-Όλες οι δεκαετίες έχουν το δικό τους χρώμα, αλλά θεωρώ ότι στη δεκαετία του ’70 ακούστηκε το καλύτερο rock’n’roll στην χώρα μας, από εξαιρετικούς «παίκτες» που του έδωσαν φυσιογνωμία, ερμηνεύοντας ροκ στην εποχή του. Από εκεί και πέρα το ροκ στην Ελλάδα δέχθηκε επιδράσεις από τα διάφορα μουσικά ρεύματα και εξελίχθηκε φυσιολογικά σε ανώμαλο περιβάλλον αντιμετώπισης από τις δισκογραφικές εταιρίες. Σήμερα όμως είναι πιο ελεύθερο να εκφραστεί μέσα από πιο ειδικές συνθήκες, όπως είναι το διαδίκτυο και οι ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρίες που δίνουν βήμα σε σημαντικά συγκροτήματα και σόλο μουσικούς. Η χειρότερη δεκαετία είναι του ’50 που δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει την έκρηξη του rock’n’roll στην Αμερική και έχει να επιδείξει κυρίως ορχήστρες που ήταν σπουδαίες, αλλά δεν διαμόρφωσαν το μουσικό ύφος της νεολαίας, κάτι που κατάφεραν τα συγκροτήματα στη δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα.

Το πρώτο βιβλίο του Γιάννη είχε τον τίτλο “Βινύλιο Τα Καλύτερα Μας Χρόνια”

-Έχεις κάποια στάνταρ ερώτηση που κάνεις σε κάθε καλλιτέχνη που πήρες ή θα πάρεις συνέντευξη;

-Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη, άλλωστε είμαι αυθόρμητος τύπος και οι συζητήσεις προετοιμάζονται ανάλογα με την προσωπικότητα του κάθε ατόμου. Αυτό όμως που διερευνώ σε κάθε συζήτηση είναι η σχέση του καθενός με το χρόνο.

-Σου έχει τύχει ποτέ στο φινάλε συνέντευξης ν’ ανακαλύψεις πως δεν έχεις πατήσει το κουμπι rec, της ηχογράφησης δηλαδή;

-Δεν μου συνέβη ευτυχώς κάτι τέτοιο, ποτέ. Η τεχνολογία ήταν καλή μαζί μου. Όμως συνέβη μια φορά στην πίεση της δουλειάς να γραφτεί μια συνέντευξη πάνω στην άλλη. Είχα πάει το μεσημέρι στο σπίτι της Ελευθερίας Αρβανιτάκη στο Π. Ψυχικό, για συνέντευξη στη Βραδυνή, και το απόγευμα, μετά την εφημερίδα, με κατακλυσμό στο σπίτι του Γιάννη Μήτση, του ντράμερ των Ξύλινων Σπαθιών, να μιλήσουμε για τον πρώτο σόλο δίσκο του, για τον Ήχο. Εκεί μπέρδεψα τις μικροκασέτες που έπαιρναν τα παλιά κασετοφωνάκια και η συνέντευξη του Γιάννη γράφτηκε πάνω στης Ελευθερίας, την οποία έπρεπε να παραδώσω το ίδιο βράδυ! Το διαπίστωσα μόλις επέστρεψα στην εφημερίδα για να την απομαγνητοφωνήσω. Κράτησα την ψυχραιμία μου και έχοντας νωπή ακόμη τη συζήτησή μας και με βάση τις ερωτήσεις που είχα γραμμένες ξεκίνησα να γράφω. Η συνέντευξη μπήκε πρωτοσέλιδο την Κυριακή και είχε μεγάλη επιτυχία, πούλησε καλά και την αναπαρήγαγαν τα ραδιόφωνα χάρη σ’ ένα τρικ τίτλο. Μάλιστα και η ίδια όταν την είδα μέσα στην επόμενη βδομάδα σε μια βραδιά με τον Διονύση Σαββόπουλο στις Γραμμές μου είπε ότι ήταν καλογραμμένη και της άρεσε ιδιαίτερα! Αυτό ήταν μυστικό έως τώρα…».

∠∠-Ήταν οι Μουσικές Ταξιάρχιες οι Sex Pistols της Ελλάδας;

-Ψυχολογική η ερώτησή σου και περίπλοκη. Από μια άποψη, ναι. Ήταν προϊόν μάρκετινγκ και έξυπνης διαφήμισης, αλλά πολύ φίνας ποιότητας και τα δύο.∠∠

 

-Ποιος είναι ο Έλληνας ρόκερ που θα ήθελες να κάνεις συνέντευξη αλλά δεν τα έχεις καταφέρει ως σήμερα;

-Ο Τζίμης Πανούσης, όλο μου ξεφεύγει…

-Έγραψες ένα βιβλίο. Θέλεις να μου πεις ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που έκανες μόλις τελείωσες την τελευταία σελίδα του;

-Να βάλω ένα δίσκο στο πικ-απ. Πάντα έτσι «φορτώνω» για να κάνω κάτι και μετά «ξεφορτώνω» για να δώσω τη διάσταση της αυτοϊκανοποίησης σε κάτι που μου έδωσε χαρά.

-Είσαι Πανιώνιος. Σόρρυ αλλά γιατί είσαι Πανιώνιος;

-Έγινα από πιτσιρικάς Πανιώνιος λόγω λιακάδας ! Με πήγε ο πατέρας μου στο γήπεδο, αρχές δεκαετίας ’70 στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, γύρω στα 5 μου χρόνια, να δούμε ένα φιλικό Παναθηναϊκού – Ηλυσιακού, ευελπιστώντας ότι θα με κάνει «πράσινο». Όμως ήταν βραδινός ο αγώνας και…αγριεύτηκα. Λίγο μετά με πήγε ο θείος μου, ο θρυλικός Γιωργούλης Νικολάου, ο τότε προσωπικός γυμναστής στα βάρη του Θωμά Μαύρου, στον Πανιώνιο το 1972 να δούμε την πρεμιέρα του πρωταθλήματος Πανιώνιος – Λάρισα 1-0. Είχε μια φοβερή λιακάδα και φαίνονταν τόσο όμορφα οι κόκκινες φανέλες με τα σιέλ (τότε) σορτσάκια που αισθάνθηκα τόσο όμορφα και οικεία στο γήπεδο της πόλης μου κι έγινα Πανιώνιος. Χάρηκε κι ή μάνα μου που τον υποστηρίζει. Αργότερα έγινα συνειδητά Πανιώνιος, αγαπώ τη διαφορετικότητά του, την κουλτούρα του, τον πολιτισμό του, ακόμη και το underground στοιχείο της κοινωνικο-πολιτικής θέσης και ευαισθησίας των Πανθήρων. Είναι ωραίο να είσαι Πανιώνιος.

-Αν είχες γεννηθεί στη Νέα Ιωνία ή το Παγκράτι έχεις την εντύπωση πως πάλι Πανιώνιος θα γινόσουν;

-Δύσκολο ν’ απαντήσω σε αυτό. Σίγουρα το τοπικιστικό πνεύμα παίζει πολλές φορές ρόλο στην ομάδα που επιλέγεις. Όμως λόγω χαρακτήρα νομίζω πάλι Πανιώνιος θα ήμουν γιατί ποτέ δεν ήμουν με τους ισχυρούς.

-Τρέχεις την επικοινωνία του Vinyl Is Back. Ενός μουσικού θεσμού της Αθήνας. Η επαναφορά του βινυλίου είναι γεγονός. Ποια πρέπει να είναι κατά τη γνώμη σου η επόμενη μέρα του V.I.Back;

-Η επόμενη μέρα είναι τώρα καθώς η διοργάνωση μπήκε στην παραγωγή δίσκων βινυλίου μέσα από τη σειρά “Vinyl Is Back Live Sessions” όπου το Vol. 1 περιέχει το live των Υπογείων Ρευμάτων στο χώρο διεξαγωγής του, το Μουσείο Αυτοκινήτων. Έτσι, η κορυφαία εκδήλωση για το βινύλιο στη χώρο θα συμβάλει ενεργά και στην παραγωγή κάτι που ήταν όραμα μετά την επιτυχία της πρώτης εκδήλωσης τον Μάρτιο του 2013. Επίσης το επόμενο βήμα είναι η διεξαγωγή Vinyl Is Back και στη Θεσσαλονίκη, αρχής γενομένης τον προσεχή Δεκέμβριο! Και αυτή είναι είδηση που βγαίνει για πρώτη φορά.

-Ποιο είναι το άλμπουμ που δεν θα πουλούσες ποτέ, ακόμα και αν σου έδιναν χρήματα πολλαπλάσια της αξίας του;

-Νομίζω κανένα άλμπουμ της δισκοθήκης μου, έστω κι αν είναι εύκολο να ξαναβρεθεί. Με το καθένα έχω ένα συναισθηματικό δέσιμο. Όπως είχε πει κάποτε για μένα ο Θέμος Κατσαρός (πρώην δισκάδικο Music Wave, Μοναστηράκι) όταν του ζήτησα ένα δίσκο και μου είπε «βρίσκεται αυτό» και μετά συμπλήρωσε «α, ξέχασα, εσύ όταν θέλεις ένα δίσκο, τον θέλεις τώρα…». Πώς να τον πουλήσω μετά ; Είναι η «αρρώστια» του συλλέκτη, μην το ψάχνεις…

-Ήταν οι Μουσικές Ταξιάρχιες οι Sex Pistols της Ελλάδας;

-Ψυχολογική η ερώτησή σου και περίπλοκη. Από μια άποψη, ναι. Ήταν προϊόν μάρκετινγκ και έξυπνης διαφήμισης, αλλά πολύ φίνας ποιότητας και τα δύο.

-Ήταν οι Φατμέ οι Taliking Heads της Ελλάδας;

-Ναι ήταν, γιατί ανανέωσαν τον παλιό ήχο χωρίς να δηλώνουν ροκ. Βγήκαν πίσω από τις γρίλιες…

-Έχεις σκεφτεί ποιο θα μπορούσε είναι το θέμα του 3ου σου βιβλίου;

-Κάτσε να βγει το δεύτερο, δεν είναι κι εύκολο στις μέρες μας. Μ’αρέσει όταν κάνω κάτι να έχω την αίσθηση ότι είναι και το τελευταίο…