
Κεν Λόουτς | Ένας εργάτης της τέχνης, όχι απλά ακόμα ένας σκηνοθέτης
Για πάνω από 60 χρόνια, ο Βρετανός δημιουργός -που γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου 1936- χρησιμοποιεί τον κινηματογράφο για να αποτυπώσει τις κοινωνικές ανισότητες, τα αδιέξοδα της εργατικής τάξης. Όσο το σκληρό πρόσωπο του φιλελευθερισμού διογκώνεται, τόσο εκείνος δεν θα στερεύει από ιδέες. Ο νεορεαλισμός στα χέρια του αποθεώνεται.
Στην τελευταία του ταινία «Η τελευταία Παμπ» (2023) ο Λόουτς ασχολήθηκε με την προσφυγιά. Τα πλάνα του είναι όπως πάντα λιτά.
Μας ταξιδεύει στην τελευταία παμπ που έχει απομείνει σ’ ένα χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας, τη The Old Oak. Οι περισσότεροι ντόπιοι το εγκαταλείπουν τον τόπο διαμονής τους, καθώς τα ορυχεία στα οποία δούλευαν κλείνουν το ένα μετά το άλλο, την ίδια στιγμή που Σύροι πρόσφυγες καταφθάνουν στο χωριό αναζητώντας φτηνές κατοικίες. Οι αντιδράσεις ανάμεσα στους ντόπιους μοιάζουν να είναι ανυπέρβλητες.
Ο Λόουτς σχολιάζει το θέμα της αρμονικής συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων, φέρνοντας τον νεορεαλισμό στο σήμερα με απαράμιλλη δραματουργική δεξιοτεχνία και συγκλονιστική ανθρωπιά.

Κέν Λόουτς – Ο εργάτης της τέχνης που γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου 1936 έχει πραγματικά συνδέσει τις πολιτικές του ευαισθησίες με το καλλιτεχνικό του έργο.
Το 1977, Σε αντίθεση με άλλους «εθνικούς θησαυρούς» της Βρετανίαςμ ο Κεν Λόουτς αρνήθηκε να λάβει διάκριση και να γίνει μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (OBE) το λέγοντας: «Απέρριψα την πρόταση. Συμβολίζει όλα τα πράγματα που θεωρώ απεχθή: στήριξη στη μοναρχία και το όνομα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είναι ένα μνημείο εκμετάλλευσης και κατάκτησης».
Ο Κεν Λόουτς, που έχει τιμηθεί δυο φορές με τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών, έχει μιλήσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και για το πάγιο αίτημα της Ελλάδας για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα. «Τα Γλυπτά είναι κλεμμένα. Φυσικά και θα πρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα και στον ελληνικό λαό. Είναι ένα κεντρικό σημείο της ιστορίας σας.”
Η ταινία του Λόουτς Kes (1969), ψηφίστηκε ως η έβδομη καλύτερη βρετανική ταινία του 20ού αιώνα σε δημοσκόπηση του Βρετανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου. Δύο από τις ταινίες του, οι Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι (2006) και Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ (2016), έλαβαν τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών, καθιστώντας τον έναν από τους μόλις εννέα σκηνοθέτες που έχουν κερδίσει το βραβείο δύο φορές.
Στο φιλμ Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ (I, Daniel Blake), ο ήρωας του σκηνοθέτη Κεν Λόουτς βιώνει το απάνθρωπο, αυτοματοποιημένο γραφειοκρατικό οικοδόμημα στην προσπάθειά του να διεκδικήσει κάποιες κοινωνικές παροχές από ένα σύστημα πρόνοιας το οποίο πληρώνει χρόνια. Επιπλέον βρίσκεται αντιμέτωπος και με την αναγκαιότητα εξοικείωσης με την τεχνολογία. Τελικά απομακρύνεται από το Κέντρο Ευρέσεως Εργασίας. Συνοδεύεται από την Katie και τα δύο μικρά παιδιά της που έχουν μετακινηθεί σε προσωρινά καταλύματα εκατοντάδες μίλια από το σπίτι τους. Καθώς η κατάστασή τους γίνεται πιο απελπιστική αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν μια τράπεζα τροφίμων, κάτι που έχει γίνει πια τόσο συνηθισμένο που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ως κανονικότητα.
Στην ταινία «Δυστυχώς απουσιάζατε» (2019) ο Λόουτς χρησιμοποίησε μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Η ταινία επικεντρώνεται στο κατά πόσο το σύγχρονο καθεστώς για τους αυτοαπασχολούμενους μεταφορείς είναι βιώσιμο. Ο ίδιος ο δημιουργός δήλωσε για το σκεπτικό του έργου: «Είναι λογικό αυτό το σύστημα; Είναι λογικό να παραλαμβάνουμε τα ψώνια μας από έναν άνθρωπο σε ένα φορτηγό που τρέχει 14 ώρες τη μέρα; Θέλουμε έναν κόσμο στον οποίο οι άνθρωποι δουλεύουν κάτω από μεγάλη πίεση, επηρεάζοντας αρνητικά τους φίλους και τις οικογένειες τους και κάνοντας τις ζωές τους στενάχωρες; Δεν είναι ότι η αγορά χάνει, αντιθέτως, αυτή είναι η λογική εξέλιξη της αγοράς, όπως ορίζεται από τον ανταγωνισμό για μείωση κόστους και αύξηση κέρδους. Η αγορά δεν ενδιαφέρεται για την ποιότητα της ζωής μας. Η αγορά ενδιαφέρεται να κερδίζει χρήματα. Η εργατική τάξη πληρώνει το τίμημα».