της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

Ένα βιβλίο γι’ αυτούς που γνωρίζουν το έργο της Έμμα Ρέγιες, της διάσημης ζωγράφου, όχι όμως τη ζωή της. Ένα βιβλίο για εκείνους που γνωρίζουν μόνο τις λαμπρές σελίδες της ζωής της μα δεν ξέρουν πόσο πόνο άντεξε για να φτάσει ως εκεί. Ένα βιβλίο και για όσους δεν έχουν ακούσει ποτέ και τίποτα για αυτήν και απλώς θέλουν να διαβάσουν τις επιστολές μιας γυναίκας που θέλησε να μιλήσει για την παιδική της ζωή, μια ζωή καθόλου ρόδινη, καθολου παιδική. Μιας γυναίκας σπουδαίας που γύρισε όλο τον κόσμο ζωγραφίζοντας. Μιας γυναίκας γενναίας κι ο κλήρος πέφτει, πάντα, στους γενναίους. Καλώς ήρθατε στον κόσμο της.

Ένα κορίτσι, λοιπόν, ξυπόλυτο με τα μαλλιά πιασμένα κοτσίδες στέκεται μπροστά στο τρένο που μόλις έφτασε και το κοιτάζει. Γύρω του κόσμος πολύς με βαλίτσες, με καλάθια. Οι πόρτες ανοίγουν κι όλοι προσπαθούν να ανέβουν γρήγορα και να βρουν μια γωνιά. Ανάμεσά τους και το κορίτσι που απλά κοιτούσε το τρένο. Το σπρώχνουν κι εκείνο δεν αντιστέκεται. Σκαρφαλώνει στο πρώτο βαγόνι και περπατάει ανάμεσα στον κόσμο που φωνάζει και τσακώνεται μέχρι να βολευτεί. Βρίσκει ένα παράθυρο και στέκεται μπροστά του. Το τρένο σφυρίζει.Το τρένο φεύγει, φεύγει και το κορίτσι μαζί. Από το παράθυρο κοιτάζει το σταθμό, τα δέντρα, τους δρόμους, τη ζωή που αφήνει πίσω του. Τι ζωή αφήνει αλήθεια; Από πού έρχεται; Πού πηγαίνει; Ποια είναι;

Ένα μοναστήρι αφήνει πίσω του. Μόλις το έσκασε αθόρυβα σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Πήρε τα κλειδιά. Άνοιξε την πόρτα κι εξαφανίστηκε. Αφήνει πίσω της ατελείωτες ώρες προσευχής, μετάνοιας, πόνου, πείνας, φόβου, σκληρής δουλειάς. Κέντημα, σφουγγάρισμα, σκούπισμα, μαντάρισμα. Μα πάνω από όλα ώρες σιωπής, γονυκλισίες, αυτοτιμωρίες, ρέκβιεμ για τους νεκρούς συγγενείς, ροζάρια και φόβο για το Διάβολο που κρύβεται παντού. Στις σκονισμένες γωνίες που πρέπει να σκουπίσει, στις βρώμικες τουαλέτες που πρέπει να καθαρίσει, στη σκοτεινή αυλή που πρέπει να διασχίσει. Νατος, είναι ψηλός, μελαχρινός με κόκκινα μάτια. Την κοιτάζει. Βοήθεια! Πόσα χρόνια έμεινε εκεί. Πολλά. Πώς βρέθηκε; Όταν είσαι ένα παιδί που δεν ξέρει τι σημαίνει «μαμά» και «μπαμπάς». Τι σημαίνει αγκαλιά και φιλί πριν την καληνύχτα, πού θα καταλήξεις; Από το σκοτεινό καμαράκι στην Μπογκοτά και τις κλειστές αυλές στο Γουατέκε και στη Φουσαγασουγά που ήταν πάντα κλειδωμένη, βρώμικη, πεινασμένη, βρέθηκε στο μοναστήρι της Παναγίας της Βοήθειας πάλι κλειδωμένη, να προσφέρει τον ιδρώτα, τη μέρα και τη νύχτα της για να εξασφαλίσει μια κούπα χυλό, ένα κομμάτι κρέας κ ένα στρογγυλό μαύρο ψωμάκι. Κι ήταν μικρή πολύ μικρή όταν μπήκε. Ούτε πέντε. Κι έφυγε κοπέλα σχεδόν δεκαοχτώ. Δεν το πολυσκέφτηκε, είπαμε, πήρε τα κλειδιά άνοιξε και βγήκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα από τον έξω κόσμο και προχώρησε. Με τα χέρια άδεια και τις τσέπες ακόμα πιο άδειες, προχώρησε.

Πού πηγαίνει; Δεν ξέρει. Κανείς δεν την περιμένει. Κανείς δεν τη γνωρίζει. Απλώς φεύγει για έναν κόσμο που φαντάζεται σαν παραμύθι με δέντρα που έχουν άλλα χρώματα κι ανθρώπους που έχουν άλλα σχήματα από αυτά που αντίκριζε τόσα χρόνια στο μοναστήρι. Για έναν κόσμο που θέλει να γνωρίσει, να κερδίσει, να ζήσει.

Ποια είναι; Είναι η Έμμα Ρέγιες.
-Η γνωστή ζωγράφος που έζησε και ζωγράφισε στο Παρίσι, στην Ουάσιγκτον, την Ιταλία, το Μεξικό. Είναι η Έμμα Ρέγιες που δούλεψε πλάι στον Ριβέρα και τη Φρίντα Κάλο. Τα έργα της σπουδαία και βρίσκονται στη Μάλαγα της Ισπανίας, στο Κάλι της Κολομβίας, στο Περιγκέ της Γαλλίας, μα η ζωή της ακόμα πιο σπουδαία. Αγράμματη με μόνο της παράσημο μια πολύχρονη εμπειρία το κέντημα, ταξιδεύει σε όλη τη Λατινική Αμερική. Κάνει χίλιες δυο δουλιές του ποδαριού για να ζήσει. Πουλάει μουρουνέλαιο, δουλεύει σε ξενοδοχεία, πλένει, καθαρίζει. Μαθαίνει όμως και να γράφει, να διαβάζει. Γνωρίζει τον γλύπτη Γκιγιέρμο Μποτέρο, τον παντρεύεται, ζωγραφίζει πλάι του, χωρίζει, κερδίζει μια υποτροφία για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, στην Ακαδημία Τέχνης του Αντρέ Λοτ και ξενιτεύεται. «… τι ήρθατε να κάνετε στη Γαλλία; Ήρθα να σπουδάσω. Τι να σπουδάσετε; Θέλω να φτιάχνω πίνακες από αυτούς που κρεμάνε στους τοίχους. Έχετε κάνει άλλες σπουδές; Όχι. Τίποτα, ποτέ. Γνωρίζετε σημαντικούς ανθρώπους στην Κολομβία που σας έχουν βοηθήσει; Όχι κύριε πρόξενε…». Θα γνωρίσει όμως στη Γαλλία, κύριε πρόξενε, τον Αλμπέρτο Μοράβια, τον Ζαν Πολ Σαρτρ, τον Πιερ Πάολο Παζολίνι. Και το ορφανό κορίτσι από τα βρώμικα σοκάκια της Μπογκοτά θα γίνει η διάσημη Έμμα Ρέγιες που την κυνηγούν οι δημοσιογράφοι για μια κουβέντα της, μια φωτογραφία της, μια στιγμή της.

Μα όπως το αίμα νερό δε γίνεται, δε γίνεται και το χτες καπνός, δε χάνεται. Κι αν αυτό το χτες δεν ειπώθηκε ποτέ από τα χείλη της, ειπώθηκε από το μολύβι της. Η κυρία Μαρία, η αδερφή της η Έλενα, η Μπετζαμπέ, η αδερφή Μαρία Ραμίρες, η ηγουμένη κι εκείνη η καινούρια με τον μικρό Ταραρούρα ζωντάνεψαν σε είκοσι τρεις επιστολές, άλλες μεγάλες και άλλες πιο μικρές μα το ίδιο αληθινές, σκοτεινές, αστείες, μαγικές όσο το βλέμμα ενός παιδιού. Κι αν τηρούσε σιγή ιχθύος εν ζωή για ό,τι είχε περάσει και ό,τι είχε συμβεί, μετά θάνατον επέτρεψε να γίνουν βιβλίο όχι για να τη θυμούνται μα για να μην ξεχάσουν τα παιδιά που υποφέρουν όπως υπέφερε και τα έσοδα να γίνουν ρούχα, παπούτσια, μολύβια και βιβλία για τα παιδιά αυτά που ίσως να μη μάθουν ποτέ ποια είναι μα ίσως να έχουν την ίδια λαχτάρα για ζωή.