Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Πριν δέκα περίπου χρόνια βρέθηκα σε ένα θέατρο σε έναν δρόμο κάτω από τη Βικτόρια τόσο μικρο και τυχαίο που αν το πετύχαινες σε χάρτη, τσεκάριζες καλύτερα μήπως το ’χαν χαράξει πριν λίγο με το νύχι για να σου κάνουν φάρσα και να τον ψάχνεις τσάμπα. Το ίδιο μικρο και τυχαίο ήταν και το συνεργείο που συμμετείχα με αποστολή να βιντεοσκοπήσουμε τις πρόβες της παράστασης του έργου “Βαβυλωνία” που θα ανέβαινε σε λίγες μέρες.

-Μέσα στους ηθοποιούς που έκαναν πρόβα πάνω στη σκηνή με τα κοστούμια τους είδα εκείνη τη νύχτα για πρώτη φορά από κοντά και τη “Βάλια από το “CAMPING “

-Όχι “Βάλια”, Νόνη Ιωαννίδου λέγεται, με διόρθωσε ο διπλανός μου αλλά εγώ ήξερα καλά τι έλεγα …

Το Ναύπλιο, εκτός από την αρχαία Τίρυνθα, το Παλαμήδι, το Μπούρτζι και τις λοιπές πέτρες, είμαι σίγουρος πως έχει ήδη κολλήσει ανεπίσημα στην πολιτιστική του κληρονομιά ένα κάμπινγκ από νοβοπάν, τούβλα και πλαστικό χτισμένο στα χρόνια της δεκαετίας του ’80.

Φτάνει μονάχα να ζητήσεις από οποιονδήποτε ντόπιο, να σου πει “… πώς πάνε εκεί που γυρίστηκε η σειρά ” και θα σε στείλει 11 χιλιόμετρα περίπου παραέξω, στην παραλία του Δρέπανου.

-Το κάμπινγκ που λειτουργούσε ακόμα, τουλάχιστον μέχρι τότε, δίπλα στην κλειστή θάλασσα και μέσα σε ένα τοπίο, φαντάζει αρχετυπική πλέον εικόνα του καλοκαιριού για το υπόλοιπο της ζωής πολλών από μας που γεννηθήκαμε σε ημερομηνίες τριγύρω από τη χρονιά που κυκλοφορήσαν στην αγορά τα Πλεϊμομπίλ.

Κι αυτό γιατί έγινε πασίγνωστο όταν η ΕΡΤ αποφάσισε να γυρίσει στους χώρους του μια τηλεοπτική σειρά το ’88 και να την προβάλει μερικούς μήνες μετά. Από τότε ο “Τρίτωνας” έγινε, έτσι απλά, μνημείο των “αιώνιων διακοπών” που η ραγδαία αύξηση του τουρισμού υποσχέθηκε στο απελεύθερο μεταχουντικό ελληνικό κράτος.

-Το “οικογενειακό κάμπινγκ”, γέννημα των ευδαιμονικών αμερικάνικων 50s εμφανίστηκε καθυστερημένα ως αποδεκτός τρόπος παραθερισμού στη χώρα μας και σύντομα έγινε μόδα. Μια μόδα που δεν άργησε να προσαρμοστεί στην περίεργη ελληνική πραγματικότητα εκείνης της εποχής, τόσο τραγελαφική και φανερή από μόνη της, που ένα απλό τηλεοπτικό σενάριο, ήταν αρκετό για να την περιγράψει.

Στους κεντρικούς ήρωες της σειράς, ένας αρπαχτικός και λίγο κωλοπαιδαράς 30άρης (Τάκης Μόσχος) στήνει όπως-όπως, στα παραθαλάσσια χωράφια του πατέρα του μια καλοκαιρινή επιχείρηση-κάμπινγκ. Στην αρχή αυτής της “αρπαχτής” προσλαμβάνει μερικούς γνωστούς που βαφτίζει “επαγγελματίες” συνεργάτες για να μπορέσει να τη λειτουργήσει. Μέσα σ΄αυτούς ένας ναυαγοσώστης, που με το ζόρι κολυμπάει (Νίκος Χύτας), ένας κτηνοτρόφος (Νίκος Καλογερόπουλος) που το έσκασε από τα βουνά και παριστάνει τον δάσκαλο ιππασίας καθώς και άλλοι απίθανοι τύποι, όπως ο τζογαδόρος μάγειρας (Μανώλης Δεστούνης) που ψάχνει ανάμεσα στους πελάτες, θύματα για να τους φάει λεφτά, ο προληπτικός μπάρμαν της κακιάς ώρας (Αντώνης Αλεξίου), ο δάσκαλος του σκι (Ντίνος Αυγουστίδης) που δεν εμφανίζεται στο πόστο του σχεδόν ποτέ αφού όλη τη μέρα ή θα μαλώνει ή θα ζει τον παθιασμένο έρωτά του με την κάπως τρελή γυναίκα της ζωής του (Νόνη Ιωαννίδου).

-Από τα δεκατρία 45λεπτα επεισόδια της σειράς θα περάσουν, γυρεύοντας μια θέση στο “ελληνικό καλοκαίρι”, κάθε είδος παραθεριστών, Έλληνες και ξένοι, λαϊκοί και διανοούμενοι, επιστήμονες και αγράμματοι, ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, σκυλάδες και ροκάδες, με μεγάλα τροχόσπιτα, με μικρές σκηνές με υπνόσακους εκστρατείας, και θα συνυπάρξουν μπλέκοντας τις ιστορίες τους περίπου όπως στη “Βαβυλωνία” το θεατρικό αλλά και όπως συνέβη στην πραγματικότητα στα κάμπινγκ της δεκαετίας του ’80. Όπως συνέβη στην ελληνική κοινωνία του ’80 γενικά.

-Όταν στο διάλειμμα της πρόβας πλησίασα τελικά τη Νόνη Ιωαννίδου και φυσικά άρχισα να της κάνω ερωτήσεις τη μία πάνω στην άλλη για την ιστορική σειρά των εφηβικών μου χρόνων, χωρίς καν να συστηθώ, δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται. Χρονιά τώρα όλοι την ρωτούσαν λεπτομέρειες για το Κάμπινγκ και τον ρόλο της ως “Βάλια”…

Γι’ αυτό μου απάντησε γρήγορα , ευγενικά και περιεκτικά

-“Ήμαστε πολύ ερωτευμένοι μεταξύ μας”.

– Κυριολεκτικά; ξαναρώτησα χωρίς καν να μπω τότε στον κόπο να σκεφτώ πως μάλλον γινόμουν αδιάκριτος. Το ταπεινό λούνα παρκ της προσωπικής μου μνήμης είχε ανάψει πανηγυρικά τα λαμπάκια του και εγώ είχα αρπάξει με ενθουσιασμό το αεροβόλο στο κιόσκι της σκοποβολής, για να πετύχω όσα περισσότερα παπάκια μπορούσα και στο τέλος να κερδίσω μια σαμπάνια δώρο, σαν να διεκδικούσα αφελώς μπροστά της το βραβείο του πιο αφοσιωμένου θεατή που είχε πότε αυτή η σειρά.

•Η Νόνη Ιωαννίδου με κοίταξε με το χαρακτηριστικό της μπλαζέ και μαζί στωικό βλέμμα και παρά την κούρασή της σήκωσε το γάντι της αδιακρισίας μου και απάντησε ξανά.

– Ναι, ίσως και κυριολεκτικά. Ήμαστε ερωτευμένοι μεταξύ μας, ερωτευμένοι με τον εαυτό μας και την ίδια στιγμή αφελείς ή τουλάχιστον με άγνοια κινδύνου. Γιατί δεν αντέχεις αλλιώς ρε φίλε πώς σε λένε, ούτε τις κακές συνθήκες των γυρισμάτων, ένα καλοκαίρι μέσα σε σκηνές, με ελάχιστα τεχνικά μέσα, με τον χρόνο και την παραγωγή να πιέζει, με χαμηλό μισθό, που αργούσε. Ο έρωτας σε κάνει να παραβλέπεις και να αυτοσχεδιάζεις. Οι περισσότεροι διάλογοι της σειράς είναι αυτοσχεδιασμοί.

-Σήμερα δεν θα μπορούσε να γυριστεί μια τέτοια σειρά και ας εξακολουθούν να υπάρχουν κάμπινγκ στην Ελλάδα. Οι καιροί για την τηλεόραση και, γενικώς, έχουν αλλάξει. Βλέποντάς την, όσες φορές και να την παίξουν τα κρατικά κανάλια στις καλοκαιρινές επαναλήψεις, νιώθω παρά τα 30 χρόνια μακριά από την εποχή που περιγράφει, τη σκοτεινή (ίσως και λόγω της μελαγχολικής κινηματογραφικής σκηνοθεσίας του Θωμόπουλου) και κάπως ένοχη όψη εκείνης της δεκαετίας, που συχνά με κάνει να αναρωτιέμαι αν άξιζε στ΄αλήθεια για κάτι, το ’80 στην Ελλάδα.

-Και τότε απαντήσεις σαν αυτή της Νόνης Ιωαννίδου έρχονται να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα:

“Γι΄αυτό που σίγουρα αξίζουν τα ελληνικά 80’s είναι για την τόλμη κάποιων ανθρώπων να τα διασχίσουν και να αυτοσχεδιάσουν όχι από ηρωισμό αλλά από έρωτα και αφέλεια.

 φωτογραφίες από το http://stocamping.blogspot.gr/2009/05/blog-post.html