Λέξεις και εικόνες worldvespa

Choquequirao. Ναι αυτή η λέξη, τοπωνύμιο που δύσκολα προφέρεις, είναι το κρυφό διαμάντι πολιτιστικής κληρονομιάς που άφησε στο Περού το πέρασμα των Ινκας.

Ελάχιστοι Έλληνες έφτασαν ώς εκεί. Το γειτονικό Μάτσου Πίτσου είναι σαφώς διασημότερο. Περίπου 1,2 εκατ. τουρίστες το επισκέπτονται σε ετήσια βάση. Οι αρχές του Περού εδώ και χρόνια διατρανώνουν πως θέλουν να αναδείξουν στο τουριστικό κοινό το παρθένο Choquequirao ως σημείο πολιτιστικής αξίας και ομορφιάς. Η κυβέρνηση έχει δηλώσει, αν και ακόμα δεν το έχει κάνει, πως σκοπεύει να επενδύσει κεφάλαια της τάξης των 80 εκατομμυρίων δολαρίων, κατασκευάζοντας δρόμους και τελεφερίκ, έτσι ώστε το αρχαίο μνημείο των Ινκας, που η κατασκευή του χρονολογείται στους 15ο-16ο αιώνες και έχει χτιστεί σε υψόμετρο 3.050, να γίνει προσιτό στους επισκέπτες της χώρας.

Προς το παρόν, το μνημείο με παρεμφερή αρχιτεκτονικό ρυθμό με το διάσημο Μάτσου Πίτσου είναι προσιτό ύστερα από πεζοπορία, που μπορεί να διαρκέσει μέχρι και πέντε μέρες. Σήμερα η επισκεψιμότητα του Choquequirao φτάνει τα 5.800 άτομα, ετησίως.

Ενα ντουέτο Ελλήνων που έχουν βάλει στόχο να κάνουν τον γύρo του κόσμου με τη «Vespa» τους, «Worldvespa», η Αλεξάνδρα Φεφοπούλου και ο Στέργιος Γκόγκος, έφτασαν ώς εκεί. Μοιράζονται τη μοναδική εμπειρία τους μαζί μας.

Το Τσοκεκιράο (Choquequirao) αναπόφευκτα ονομάστηκε «αδελφή» του Μάτσου Πίτσου. Το δεύτερο κατακλύζεται από επισκέπτες.

Το Τσοκεκιράο (που στη γλώσσα κουέκα σημαίνει «κλίνη χρυσού») είναι σχεδόν έρημο. Χρειάζονται κάπου 5 μέρες πεζοπορίας για να φτάσει κανείς σε αυτό. Το επισκέπτονται περίπου 30 άνθρωποι την ημέρα, στην υψηλή σεζόν (Ιούνιος-Αύγουστος). Η ανάβαση σ’ αυτό μπορεί να περιγραφεί και ως «προσευχή στον θεό του περιπετειώδους τουρισμού». Κάθε βήμα σ’ αυτό τον παρθένο βουνό είναι μια ευκαιρία για μοναχική εξερεύνηση μέσα σε αρχαία ερείπια.

Η αφήγηση των Ελλήνων ταξιδιωτών έχει ως εξής: «Τα 3-4 χιλιόμετρα από τη Μαραμπάτα -τον οικισμό πριν από το Τσοκεκιράο- ώς την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, ούτε καταλάβαμε πότε τα περπατήσαμε. Τις τελευταίες μέρες είχαμε διανύσει 22 κακοτράχαλα χιλιόμετρα στο μονοπάτι του φαραγγιού του ποταμού Απουριμάκ, από την κορφή ώς τον πάτο του και πάλι πάνω, στην απέναντι πλευρά. Από τα 3.000 μέτρα είχαμε κατεβεί στα 1.500 και είχαμε ξανανεβεί, κουβαλώντας σκηνή και τρόφιμα στην πλάτη. Στο διάβα μας είχαμε συναντήσει ελάχιστους ταξιδιώτες που είτε άσθμαιναν παραπατώντας, όπως εμείς, είτε είχαν αναθέσει στα μουλάρια και στους ακούραστους οδηγούς τους να τους βοηθήσουν για να φτάσουν ώς το μοναδικό Τσοκεκιράο.

Πριν ακόμα μπούμε στο Περού, σε κάποιο κάμπινγκ στα βόρεια της Αργεντινής, ένα ζευγάρι Γάλλων που κι εκείνοι ένιωθαν άβολα να στριμωχτούν ανάμεσα στους 2.000 ημερήσιους επισκέπτες του Mάτσου Πίτσου μάς μίλησαν για το σχετικά άσημο αδέρφι του. Είχαν περάσει κάμποσοι μήνες από τότε, αλλά όταν πλησιάζαμε την Ιερή Κοιλάδα των Ινκας και τα τουριστικά στενοσόκακα του Κούσκο, η ιδέα να δούμε το Τσοκεκιράο επανήλθε.

Με τσιμπήματα από κουνούπια και αλογόμυγες στα χέρια και φουσκάλες από τα ακατάλληλα παπούτσια στα πόδια, την τρίτη μέρα πεζοπορίας βρισκόμασταν στον κεντρικό αρχαιολογικό τομέα της χαμένης πολιτείας, που με τη μεθοδική δουλειά των αρχαιολόγων σταδιακά αποκαλύπτεται μέσα από το τροπικό δάσος. Ησυχία. Ίσως να ήταν μόνο ένας κόνδορας που πέταξε πάνω απ’ τα κεφάλια μας και τράβηξε το βλέμμα μας μακριά από τα πέτρινα κτίσματα. Το καταπράσινο παχύ χορτάρι, που περιποιημένο ξεπεταγόταν ανάμεσα στις γιγάντιες πέτρες, κόντραρε με το γκρίζο τους κι εμείς αμίλητοι κοιτούσαμε τριγύρω σαν αποσβολωμένοι. Περιπλανηθήκαμε για ώρες ολομόναχοι ανάμεσα στ’ αρχαία βράχια, χωρίς να συναντήσουμε ούτε έναν από τους 30 επισκέπτες της ημέρας. Ξαπλώσαμε κατάχαμα στο πιο κεντρικό σημείο του μνημείου και, κοιτώντας πότε τον ουρανό και πότε τα αιώνια βουνά, αναλογιστήκαμε πόσο τυχεροί ήμασταν.

Όταν πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, στιγμή δεν μας ένοιαξαν τα 22 χιλιόμετρα της, ούτε και τα καταταλαιπωρημένα πόδια μας. Είχαμε συναντηθεί μ’ έναν απ’ τους σημαντικότερους πολιτισμούς της Αμερικής. Είχαμε δει το Τσοκεκιράο».