Γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου*

Το θέατρο 104, φιλοξενεί για δεύτερη χρονιά την παράσταση «Διγενής Ακρίτης, στα Όρια», σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη.

Θα προτιμούσα να ξεκινήσω με μια Κρητική παραλλαγή:
«Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο απάνω κόσμος
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τόνε σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αητό τση γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τόνε σκέπαζε, σπήλιο δεν τόνε εχώρει,
Τα όρη εδιασκέλιζε, κορφές βουνού επήδα,
χαράκι αμαδολόγαγε και ριζιμιά ξεκύνειε.
Στο βίτσιμα πιάνε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.
Ζηλεύει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τον εβιγλίζει,
Κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε».

Ο λόγος που ξεκίνησα μ’ αυτή την Κρητική παραλλαγή, ήταν για να επισημάνω έτι περισσότερο τις τεχνικές δυσκολίες ενός κειμένου αυτού του είδους τόσο για τους ηθοποιούς, όσο και για τον σκηνοθέτη.

•Το «Έπος του Διγενή Ακρίτα» το έμμετρο αυτό αφήγημα, είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό κείμενο της δημώδους μεσαιωνικής Ελληνικής γλώσσας, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί την αρχή καθώς και την κορωνίδα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπου χρονολογικά κινείται ανάμεσα στον 9ο και τον 10ο αιώνα.

Του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα το προσωνύμιο Διγενής, του δόθηκε από τα δύο γένη από τα οποία προέρχεται κι αυτή ουσιαστικά είναι και η αρχή του μύθου ολόκληρου, καθώς η μητέρα του ήταν κόρη Βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του ήταν ο Εμίρης της Συρίας Μουσούρ.

Έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας.
Ο Εμίρης Μουσούρ σε μια επιδρομή του σε Βυζαντινά εδάφη, γνώρισε την μοναχοκόρη του Βυζαντινού στρατηγού, την οποία και άρπαξε, παρότι τα πέντε αδέλφια της κοπέλας τη ζήτησαν πίσω, παρότι ο Μουσούρ μονομάχησε με τον μικρότερο αδερφό της ο οποίος και τον νίκησε, ωστόσο δεν τους έδωσε πίσω την αδελφή τους, αντίθετα βαφτίστηκε Χριστιανός, την παντρεύτηκε κι έζησε σε Βυζαντινό έδαφος πια.
Ακόμα κι όταν η μητέρα του όλο θυμό τον κάλεσε να επιστρέψει στην πατρίδα του, εκείνος κατόρθωσε να την κάνει Χριστιανή.

Μετά από ένα χρόνο γάμου γεννήθηκε και ο γιός τους Βασίλειος Διγενής Ακρίτης.
Από πολύ μικρός ο Βασίλειος έδειξε πως ήταν ένα γενναίο και θαρραλέο παιδί σε ηλικία μόλις 12 ετών σκότωσε δύο αρκούδες κι ένα λιοντάρι, αυτά τα ανδραγαθήματά του προμήνυαν ένα λαμπρό μέλλον για εκείνον, όπως πραγματικά και εξελίχθηκε σ’ έναν ατρόμητο και ανδρειωμένο άντρα.
Κι όταν ο έρωτας με το βέλος του, άγγιξε την καρδιά του, έκλεψε με τη θέλησή της όμως, τη γυναίκα που αγάπησε , αφού πρώτα σκότωσε τους στρατιώτες που είχε στείλει ο πατέρας της για να τη φέρουν πίσω και κατόπιν την παντρεύτηκε.

Οι μάχες του όμως ήταν ατελείωτες με δράκους, με λιοντάρια, με τη Μαξιμώ τη βασίλισσα των Αμαζόνων, ώσπου μια αρρώστια διέκοψε την ηρωική πορεία της ζωής του και τον οδήγησε σε νεαρή ηλικία στο θάνατο, εκεί στον Ευφράτη ποταμό, όπου είχε χτίσει τον Πύργο του, η δε γυναίκα του από βαριά θλίψη πέθανε αμέσως μετά το θάνατό του.

•Το Έπος του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα, πέραν του ότι βρίσκεται σε πολλές παραλλαγές, υπήρξε πηγή έμπνευσης για πάρα πολλούς λογοτέχνες και ποιητές.

Όπως για παράδειγμα ο Κωστής Παλαμάς: « …Και σα να μην τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κυττάει τον καβαλλάρη…».

Επίσης ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης ακόμα και μέσα στην «Ασκητική» του μας λέει: « Πιστεύω σ’ ένα Θεό, Ακρίτα, Διγενή, στρατευόμενο, πάσχοντα, μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή στ’ ακρότατα σύνορα».

Έχοντας στα χέρια της η σκηνοθέτης Σοφία Καραγιάννη ένα αριστουργηματικό κείμενο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο της λογοτεχνίας με ποικίλες παραλλαγές, με ποιήματα και ακριτικά τραγούδια εμπνευσμένα από το μύθο του Διγενή Ακρίτα, καλείτε να φέρει εις πέρας ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο.
Παρότι έχει δραματοποιηθεί αρκετές φορές το συγκεκριμένο έπος, εδώ η σκηνοθέτης Σοφία Καραγιάννη έχει εντάξει καινοτομικά στοιχεία τόσο έξυπνα, ευρηματικά, ιδιαιτέρως ευφυή που εκτινάσσουν την παράσταση σε μια ανώτερη διάσταση.

Είναι αλήθεια πως το μεγαλύτερο θεατρολογικό ενδιαφέρον όσων αφορά τη δημώδη ποίηση, εμφανίζεται στις παραλογές επειδή οι ρίζες τους βρίσκονται στην παρακαταλογή και την ορχηστρική τραγωδία της ρωμαϊκής περιόδου όπου μέσω του Βυζαντίου επηρέασε ομοιόθεμα αφηγηματικά τραγούδια.

Ουσιαστικά η δραματουργική προσέγγιση αυτών των έργων, έγινε αισθητά πιο έντονη μετά την ανάδειξη της Λαογραφίας από τον Νικόλαο Πολίτη.

Η σκηνοθέτης Σοφία Καραγιάννη η οποία έκανε και την δραματουργική επεξεργασία του κειμένου, κατόρθωσε μέσα από τη μεγαλόπνοη σκηνοθετική της ματιά να αναδείξει απόλυτα το σύμβολο, τον ήρωα Διγενή και να τον τοποθετεί σε περίοπτη πάντα θέση στα μάτια των θεατών, ακόμα και επί σκηνής οι τρείς ηθοποιοί που παρουσιάζονται ως ραψωδοί, βρίσκονται ανάσκελα ξαπλωμένοι και παρατεταγμένοι με τον Διγενή στο κέντρο και καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης σχεδόν πάντα ως την πιο δυναμική παρουσία ξεπροβάλλει στο κέντρο.
Η Σοφία Καραγιάννη επικεντρώνεται στον ήρωα – Σύμβολο, αφήνοντας τον σκηνικό χώρο κενό σκηνικών, αλλά μεστό εκκωφαντικά έξοχων ερμηνειών.

Οι ηθοποιοί ξεκινούν μ’ έναν Ποντιακό χορό, τον Πυρρίχιο, ο οποίος είναι ένας πολεμικός χορός όπου οι χορευτές μιμούνται τις κινήσεις των στρατιωτών την ώρα της μάχης, κινήσεις δυνατές, απότομες εναλλαγές και περιστροφές των σωμάτων, χορός ανδρειωμένων, όπως έλεγε και ο Πλάτωνας: « Ο Πυρρίχιος είναι δώρο των Θεών προς τους ανθρώπους».

Δεν θα μπορούσε νομίζω η σκηνοθέτης Σοφία Καραγιάννη να εντάξει τους θεατές στο κλίμα του έπους και στην ηρωική μορφή που είχαν μπροστά τους το Διγενή με καλύτερο τρόπο, από αυτόν, ο οποίος αποτέλεσε και το κλείσιμο της παράστασης, (σχήμα κύκλου, σύνηθες και στη δημώδη ποίηση).
Αναδεικνύει το ηρωικό Ακριτικό σύμβολο, όπου πάνω του χτίστηκε η Μεγάλη Ιδέα, η διαχρονική ιδέα του ενιαίου Ελληνικού Έθνους και των Αγώνων του.

•Ο Διγενής αποτελεί την αρχέτυπη μορφή της Ελληνικής λεβεντιάς, ήρωας, τιμωρός, δίκαιος, σκληρός και ελεήμονας, ανάλογα την περίσταση, ο ευκλεής μύθος του ανίκητου ήρωα, του προστάτη, του φύλακα άγγελου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Μέσα απ’ τους πρώτους στίχους που ακούει κανείς απ’ τα στόματα των τριών ραψωδών είναι οι εξής:

« Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο αστέρι, σύγνεφο, καταχνιά, δεν απενούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
Και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα
Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα» κι αμέσως ξεπροβάλλει απόσπασμα από το ποίημα του Διονύσιου Σολωμού: « Ο Λάμπρος» για να δώσει τον κατευθυντήριο άξονα της παράστασης, την αξία της ζωής, την ομορφιά της, πόσο απλόχερα οφείλει να τη γεύεται κανείς καθημερινά και να μάχεται γι’ αυτή, να τη διεκδικεί, να ζεί και να τη ζεί, ν’ ανασαίνει και να την ανασαίνει.

Γι’ αυτό και η παράσταση ονομάζεται: «Διγενής Ακρίτης, στα όρια», στο έπακρο εκεί στο μεταίχμιο, εκεί στο τεντωμένο σχοινί της χαρμολύπης κινούνται οι ζωές, χορεύουν οι ψυχές, ανδρειώνουν και μάχονται.

Κι αυτό το μοτίβο «…γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα» επαναλαμβάνεται αρκετές φορές ενδιάμεσα απ’ τα κατορθώματα του Διγενή, αλλά και την αφηγηματική πορεία της ζωής του.

Στην αντίπερα όχθη της Αχερουσίας λίμνης, η μαυρίλα, το έρεβος, ο θάνατος, εκεί ο Διγενής δεν συναντά μόνο το Χάρο, αλλά την πιο εκθαμβωτική εμβόλιμη κίνηση της σκηνοθέτιδας Σοφίας Καραγιάννη, την ένταξη διαλόγων από την κινηματογραφική ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν την «Έβδομη σφραγίδα», όπου εκεί ο ιππότης Αντώνιος Μπλόκ μαζί με τον ιπποκόμο του καθώς επιστρέφουν από τις σταυροφορίες συναντούν το θάνατο μεταμφιεσμένο σ’ ένα μαυροντυμένο άντρα ο οποίος και θα ζητήσει από τον ιππότη να τον ακολουθήσει κι εκείνος με τη σειρά του θα του ζητήσει να παίξουν μια παρτίδα σκάκι, αν κερδίσει την παρτίδα θα κερδίσει τη ζωή του, όμως φευ η παρτίδα διακόπτεται για να συνεχιστεί αργότερα.

Ο Αντώνιος Μπλόκ μέσα στα αναπάντητα υπαρξιακά του προβλήματα βρίσκει καταφύγιο σε μια εκκλησία και στο ιερό μυστήριο της εξομολόγησης, χωρίς να γνωρίζει πως ο ιερέας είναι ο Θάνατος του αποκαλύπτει το σχέδιό του για την παρτίδα στο σκάκι.

Κι έτσι αναπόφευκτα ο Θάνατος βγήκε νικητής.
Κι εδώ ο Διγενής καλεί το Χάρο για μια παρτίδα σκάκι, ( στα μαρμαρένια αλώνια), η σκηνοθέτης Σοφία Καραγιάννη αποκαλύπτει την ειμαρμένη όλων, εισχωρεί στα μονοπάτια των αναπάντητων υπαρξιακών ερωτημάτων του ανθρώπου από γενέσεως κόσμου, άλλωστε καθημερινή παρτίδα σκάκι είναι η ζωή μας, αντάμα πάει η χαρά με τη λύπη, το γλεντοκόπι με τη φθορά, η γέννηση με το θάνατο, το φως με το σκοτάδι κι ο Διγενής λέει: « Θέλω γνώση, θέλω να μ’ αγγίξει ο Θεός», άραγε αυτό το χέρι του Θεού μας έριξε εδώ κάτω για να δοκιμαστούμε αν είμαστε άξιοι για την αιωνιότητα ή το θάνατο ή την παράβαση της αιώνιας τάξης.
Κατορθώνει να θίξει ακόμα και θρησκευτικά ερωτήματα για το Θεό και τη φύση, για τη γνώση και την ελευθερία αυτής, τη δύναμη της επιλογής του καλού και του κακού με το τριαδικό στοιχείο να εμφανίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια για παράδειγμα τέρατα με τρία κεφάλια, άλλωστε ο αριθμός τρία(3) αντιπροσωπεύει την αρχή, τη μέση και το τέλος, τις τρείς διαστάσεις καθώς και την τριμερή ψυχή ακόμα και η σκηνοθέτης Σοφία Καραγιάννη δίνει στη μορφολογία της παράστασης τρισυπόστατη εικόνα μέσα από το Έπος του Διγενή, το ποίημα του Διονύσιου Σολωμού « Ο Λάμπρος» και την κινηματογραφική ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: «Η Έβδομη Σφραγίδα».
Κι όλα αυτά μέσα από ένα αέναο αγώνα, μάχες, έρωτες, χωρίς ποτέ να χάνεται και να λυγίζει η κραταιά δύναμη της ψυχής τους που ξέρει να ζει λεβέντικα μέσα από ρυθμούς τσάμικου και δρόμους Βυζαντινούς , μα και να πεθαίνει με το ίδιο χαμόγελο και την ίδια περηφάνια.

Μία ακόμα καινοτομία της σκηνοθέτιδας Σοφία Καραγιάννη που αποτελεί μέγιστο επίτευγμα, είναι η ένταξη μέσα σ’ ένα έπος που έχει μια μορφολογία στιβαρή, του εκλεπτυσμένου χιούμορ, χωρίς να περνά σε μονοπάτια γκροτέσκο ή υπερβολές, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον για τη ζωή και τα κατορθώματα του Διγενή και ενισχύοντας τον υποβόσκοντα ρυθμό του κειμένου, σ’ αυτό συμβάλλουν και οι παρηχήσεις οι οποίες ενδυναμώνουν το συναίσθημα.

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης υποδύεται το Διγενή Ακρίτα σε μια ερμηνεία καθηλωτική.
Κατορθώνει να σκιαγραφήσει την μεγαλόπρεπη προσωπικότητα του Διγενή με χειρουργική ακρίβεια.
Μια προσωπικότητα στιβαρή, πομπώδης, θαρραλέα, λεβέντικη, που ολόκληρη η οικουμένη τον φοβήθηκε, ατρόμητη μπροστά στα στοιχειά και τέρατα της φύσης, ακόμα και μπροστά στο θάνατο που δεν δείλιασε να κονταροχτυπηθεί με το Χάρο, που ζούσε και γευόταν την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία, αυτή την πάμβοτη μορφή, ανέδειξε ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης μέσα από την καθαρότητα των κινήσεων, της άρθρωσης και του προσώπου του με όλα τα εκφραστικά του μέσα σε δράση και ακραιφνή ισορροπία, χωρίς υπερβολές και στομφώδεις εξάρσεις και μ’ ένα συνεχές χαμόγελο στα χείλη , αυτό της ζωής. Κατόρθωσε επίσης να φωτίσει πέρα από τη δυναμική πλευρά του Διγενή Ακρίτα και την ανθρώπινη, την τρυφερή, την ευαίσθητη που πονά, υποφέρει, ερωτεύεται που έχει κι αυτός τη δική του Αχίλλειο πτέρνα.

Σε αντίθεση με τον Ιωσήφ Ιωσηφήδη που είχε σταθερά χωρίς εναλλαγές το ρόλο του Διγενή καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, ο Κωνσταντίνος Πασσσάς, κινήθηκε με περισσή και αξιοθαύμαστη ευκολία ανάμεσα σε πολλά πρόσωπα, τόσο ανδρικούς, όσο και γυναικείους χαρακτήρες, αξιοποιώντας στο έπακρο τόσο τις φωνητικές όσο και τις κινησιολογικές ικανότητές του, ρίχνοντας άπλετο φως στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε φυσιογνωμίας, ακόμα κι όταν υποδυόταν τον έρωτα του Διγενή, την κοπέλα που αγάπησε, με ισχυρό προσόν την εκφραστική του δύναμη ώστε να αποτυπώσει τη φινέτσα και τη θηλυκή γοητευτική υπόσταση μιας άλλης εποχής, τη λεπτεπίλεπτη και εύθρυπτη φύση της, χωρίς να καταφεύγει σε ευκολίες, λεπτομερής με υψηλή αίσθηση του χιούμορ για να περάσει στο τέλος στη συντριβή, στη σύνθλιψη, στο εσωτερικό δράμα.
Κι ο Αλέξανδρος Τούντας ως άλλος ραψωδός, είχε αναλάβει το δύσκολο έργο της αφήγησης του μύθου, της ιστορίας, ενώ συνάμα υποδυόταν πολλούς διαφορετικούς ρόλους, χωρίς να δυσκολεύεται να κινηθεί και να μας πείσει ότι είναι η δυναμική Αμαζόνα Μαξιμώ απ’ τη μια και στη συνέχεια να μεταμορφώνεται άψογα και συγκλονιστικά στο Χάρο, σκοτεινός, μ’ ένα παγερό γέλιο σχεδόν βγαλμένο απ’ τα έγκατα της γης που σ’ ανατριχιάζει, απρόσιτος με μια τρομακτική φωνητική σταθερότητα και μ’ ένα βλέμμα βλοσυρό, εδραιώνει στιβαρά την υπόστασή του επί σκηνής.

Εκείνο που θα ήθελα να επισημάνω είναι η ξεχωριστή πλαστικότητα των κινήσεων και των τριών ερμηνευτών τόσο του Ιωσήφ Ιωσηφίδη, όσο και του Κωνσταντίνου Πασσά και του Αλέξανδρου Τούντα, όπου ήταν τόσο καλά δουλεμένη η κίνησή τους, σε τέτοιο λεπτομερειακό εύρος που δεν άφηνε περιθώρια λάθους κι αυτό συντελούσε στη απόλυτη εκμετάλλευση του σκηνικού χώρου καθώς δεν υπήρχε κανένα σκηνικό στοιχείο που να διευκόλυνε στην εξέλιξη του μύθου και στη δημιουργία εικόνων.

Αντίθετα δημιουργούσαν όλες τις εικόνες της περιπλάνησης στο δάσος, τους αγώνες, τις μάχες με τους δράκους, τα λιοντάρια, τη Μαξιμώ, τις τρυφερές ερωτικές σκηνές με την αγαπημένη του ο Διγενής, μόνο μέσα από την πολυλειτουργική χρήση των σωμάτων και της φωνής τους της οποίας η έκταση, η καθαρή, ολοστρόγγυλη και άρτια άρθρωσή τους συντελούσε αποτελεσματικά και ονειρικά στη σύσταση εικόνων, αλλά και ήχων του δάσους, της νύχτας, των πουλιών.

Φυσικά τα εύσημα γι ‘ αυτή την ευλιγισία των κινήσεων που έμοιαζε θαρρείς λες και ήταν συνέχεια του λόγου, πρέπει να αποδοθούν στην Μαργαρίτα Τρίκκα που είχε την επιμέλεια της κίνησης και στη Ρηνιώ Κυριαζή που είχε τη διαμόρφωση του ηχητικού τοπίου.

Τα κοστούμια που επιμελήθηκαν η Σοφία Καραγιάννη και η Βάσια Μίχα ήταν λιτά, όπως ακριβώς θα ταίριαζε σε τρείς μαχητές, πλήρως εναρμονισμένα στη βουκολική διάσταση του κειμένου.

Ο σχεδιασμός των φωτισμών από το Νίκο Βλασόπουλο, εξυπηρέτησε άριστα την οικονομία της παράστασης καθώς δημιουργούσε τις χρονικές συνθήκες ημέρας- νύχτας, αλλά και τις καταστάσεις μάχης- νηνεμίας κατ’ αντιστοιχία, ολοκληρώνοντας άριστα την υποβλητική ατμόσφαιρα της σκακιέρας με το Διγενή και το Χάρο.
Κι έτσι ανάμεσα από ήχους και ρυθμούς τσάμικου, αλλά και Βυζαντινούς, μ’ έναν πυρρίχιο να συμβολίζει τον αγώνα της ζωής κι ένα αδιάκοπο « χέι» στη χαρά και στον πόνο τους, στο χορό τους έναν χορό γεμάτο πρόκληση, πείσμα και ανταρσία, του ξεσηκωμού, έτσι καθώς η Ανατολή συμπορεύεται με τη Δύση, ένα κόκκινο πανί μοναδικό στοιχείο επί σκηνής, ένα κόκκινο πανί του έρωτα και του πολέμου, που δένει τις ψυχές τους στη ζωή και στο θάνατο γιατί: « Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης…» ( « Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» Καζαντζάκης), σ’ αυτό το κόκκινο πανί είμαστε όλοι δεμένοι, καμία παράβαση της αιώνιας τάξης, αντάμα πορευόμαστε στη ίδια ειμαρμένη γιατί είναι: « Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».

“Διγενής Ακρίτας στα Όρια” 

Από 10 Δεκεμβρίου έως 22 Ιανουαρίου, για 12 παραστάσεις
Kάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15
Θέατρο 104, Ευμολπιδών 41, Γκάζι, Αθήνα (μετρό Κεραμικός)
Τηλ. 2103455020
Τιμές εισιτηρίων:
Γενική Είσοδος: 12€ , Φοιτητικό, ανέργων άνω των 65, ΑΜΕΑ: 10 €, Ατέλειες ηθοποιών: 5€
Προπώληση εισιτηρίων:
Viva.gr

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου