
If you are not too long, I will wait here for you all my life.
Oscar Wilde
Είχε πια βραδιάσει και οι υπόλοιποι θα ανησυχούσαν –μα και οι ίδιοι είχαν αρχίσει /να σκιάζονται. Το φεγγάρι έλουζε με όλη του τη δύναμη το χωριό και το φως του ακτινοβολούσε πάνω στους ασβεστωμένους τοίχους των σπιτιών, μα και πάνω στα γυμνά λευκά μπούτια της συντρόφισσας – όμως ακτινοβολούσε το ίδιο έντονα και πάνω στα χλωμά πρόσωπα των νεκρών.
Είπαν πια να φύγουν και ‘κείνος τινάχτηκε επάνω σαν τρελός, λες και ήθελε να ξεφύγει από τις βαριές μυρωδιές, που αφήνει ο εφήμερος έρωτας μόλις καεί, όμως λίγο πριν βγει κοντοστάθηκε.
Η θέα από το «παράθυρο στο πέλαγο» τον ρουφούσε πάλι σαν τρύπα στο σύμπαν, που τον οδηγούσε σε έναν άλλο κόσμο, τον τραβούσε τόσο δυνατά που του διέλυε το στομάχι και τότε .. εκεί, στο κέντρο του στερεώματος, είδε την Αφροδίτη, το αγαπημένο αστέρι της ξανθούλας του, που σαν να του έγνεφε: πρόσεχε με!
Πίσω στα χαρακώματα, οι σύντροφοι ήταν έτοιμοι να στείλουν περίπολα και έτσι χάρηκαν όταν τους είδαν να πλησιάζουν!
-Φάγαμε ένα Γερμαναρά, είπε πρόσχαρα και χωρίς τύψεις η συντρόφισσα και έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί που είχαν πάρει οι σύντροφοι από τον φούρνο του χωριού.
Ο φούρνος του χωριού! Του Λορέντζο του αρέσαν πάντα εκείνοι οι άδειοι χώροι του πολέμου, που η ζωή τούς εγκατέλειψε μέσα σε μια στιγμή, έτσι χωρίς πολλές διατυπώσεις και αποχαιρετισμούς –σπίτια έρημα από ζωή, έρημα σαν την ψυχή του ανθρώπου!
Σπίτια που το παρελθόν τους προσπαθεί να χωρέσει με το ζόρι πίσω από μια καμένη κουρτίνα, ή μέσα σε κανένα ντουλάπι, εκεί που όλα είναι όπως παλιά !
Λένε ότι ο άνθρωπος δεν φοβάται για το μέλλον του όταν πεθαίνει, άλλα για την οριστική διαγραφή του παρελθόντος του.
Και ο Λορέντζο αυτό φοβόταν περισσότερο, γιατί η ξανθούλα του ζούσε κάπου στο παρελθόν του …
“Everything must be made as simple as possible. But not simpler.”
Albert Einstein
“ο χρόνος* Τίποτα δεν είναι πιο μεγάλο, αφού αυτός είναι το μέτρο της αιωνιότητας. Τίποτα δεν είναι πιο μικρό αφού δε φτάνει για τα σχέδιά μας. Τίποτα δεν είναι πιο μακρύ γι’ αυτόν που περιμένει, για τον άρρωστο που πονάει. Τίποτα δεν είναι πιο σύντομο γι’ αυτόν που είναι ευτυχισμένος. Εκτείνεται μέχρι το άπειρο σιγά – σιγά. Όλοι οι άνθρωποι τον παραμελούν και όλοι λυπούνται για την απώλειά του. Τίποτα δε γίνεται χωρίς αυτόν. Μας κάνει να ξεχνάμε ότι είναι ανάξιο για το μέλλον ενώ χαρίζει την αθανασία στα άξια ! ”
Βολταίρος, «το Πεπρωμένο»
Έσκυψε και κείνος στη φωτιά που είχαν στήσει οι σύντροφοί του πάνω σ’ έναν λόφο σκονισμένα βιβλία, που είχαν βρει στη βιβλιοθήκη του χωριού – μόλις που πρόλαβε να δει ένα αντίτυπο των “Χαραυγών” του Νίτσε, που μετά από λίγο πήγε να βρει τον δημιουργό του στις αιώνιες φλόγες της κόλασης που ζούσε. Μια ακόμα από τις τόσες χαραυγές που δεν θ’ ανέτειλαν ποτέ, όπως έλεγε και ο Γερμανός μύστης. Περίεργο πράγμα και με τις θεομηνίες σκέφτηκε ο Λορέντζο – πλημυρίζει ο τόπος βιβλία !
Άρπαξε από τις φλόγες μια γωνιά καψαλισμένο ψωμί, μετά ξέσκισε μια φέτα από το χοιρομέρι που κρεμόταν από ένα αυτοσχέδιο σουβλί δίπλα στη φωτιά και τα καταβρόχθισε στο λεπτό.
Μετά κατέβασε μια γερή γουλιά από ένα κόκκινο Jerrez, που περιφερόταν στην ομήγυρη, για να ηρεμήσει κάπως – έτρεμε ακόμα σαν γατί!
Πήρε το Enfield του αγκαλιά και περπάτησε για κάπου απόμερα-κάπου που να βλέπει και να ακούει μόνο το μελωδικό πετάρισμα των άστρων, έτσι όπως κοίταζαν από τον βραδινό ουρανό, βαθιά μέσα στη θάλασσα – η μουσική των άστρων σκέφτηκε και θυμήθηκε εκείνο το βουδιστικό: πώς να είναι μια μελωδία χωρίς ήχους!
Άραξε κάτω από μια ελιά και άναψε ό,τι είχε μείνει από το hubano που είχαν κλέψει μέσα από το στόμα του μακαρίτη. Είχε πια σκοτεινιάσει και εκείνος ξάπλωσε και έψαξε για την Αφροδίτη και το μαγικό μονοπάτι για το Όνειρό του.
Κάθε παρατηρητής έχει την προσωπική του κλίμακα ροής χρόνου, που είναι διαφορετική για κάποιον άλλο, έλεγε εκείνος ο Αϊνστάιν και ο Λορέντζο ήθελε να περνούσε ο χρόνος, που τον χώριζε από την Νάταλι μέσα σε ένα του βλεφάρισμα!
Ο χρόνος μας! Τίποτα δεν είναι πιο μεγάλο, αφού αυτός είναι το μέτρο της αιωνιότητας. Τίποτα δεν είναι πιο μικρό αφού αυτός δε φτάνει για τα σχέδιά μας. Τίποτα δεν περνά πιο δύσκολα για κείνον που περιμένει, για τον άρρωστο που πονάει, έλεγε ο Βολταίρος.
Πόσο πονά έτσι η αγάπη αναρωτήθηκε – μα κάθε αγάπη και θυσία! Τι κανόνας και αυτός …
Και γιατί ν’ αποφάσισε άραγε, ειδικά το Θείο, το Αιώνιο και Άπειρο Πλάσμα, να στείλει τον αγαπημένο γιο του στη γη για να θυσιαστεί παρέα με εμάς; Αυτό δεν το κατανόησε ποτέ κανένας ιδεαλιστής, θεολόγος, μεταφυσικός ή ποιητής – τουλάχιστον δεν εξηγήθηκε ποτέ ικανοποιητικά σε εμάς τους απίστους, σκέφτηκε και θυμόταν τον Mikhail Αlexandrowitsch!
-Έχεις κάτι, άκουσε τη ζεστή φωνή της δίπλα του!