Από την Αγγελική Κώττη //

Πιάνουμε μια κουβέντα – κόβεται στη μέση/ Πάμε να χτίσουμε έναν τοίχο – δε μας αφήνουν να τελειώσουμε/ Και το τραγούδι μας κομμένο/ Ολα τ’ αποτελειώνει ο ορίζοντας»…

Με αυτούς τους τέσσερις στίχους από το ποίημα «Πάντα», του «Πέτρινου χρόνου», ο Γιάννης Ρίτσος περιγράφει μια φοβερή πραγματικότητα. Την πραματικότητα της Μακρονήσου, όπου ο ποιητής μεταφέρεται ως εξόριστος το 1949. Έχει προηγηθεί η διαβίωσή του στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Φοβερή διαβίωση κι εκεί, με παντελή στέρηση ελευθερίας. Όμως η Μακρόνησος δεν συγκρίνεται με τίποτα.

Πιάνουν μια κουβέντα – κόβεται στη μέση, λοιπόν. Πάνε να χτίσουν έναν τοίχο – δεν τους αφήνουν να τελειώσουν. Και το τραγούδι τους κομμένο. Ολα τ’ αποτελειώνει ο ορίζοντας. Πώς να μιλήσεις μέσα στην ατμόσφαιρα του τρόμου και των βασανιστηρίων; Πώς να δημιουργήσεις; Οι «ανθρωποφύλακες» το γνωρίζουν καλά. Δεν πρέπει αυτό που κάνουν οι δεσμώτες να έχει αποτέλεσμα. Να μη βλέπουν πως οι κόποι τους αποδίδουν. Τους βάζουν να μεταφέρουν σωρούς πέτρες από εδώ εκεί και από εκεί εδώ. Ετσι, χωρίς σκοπό. Δεν τους αφήνουν να τελειώσουν τα τοιχία των σκηνών τους, που τα κατασκευάζουν για να μην μπαίνει μέσα η βροχή, να μην τους σηκώνει τα πάντα ο άνεμος. Και το τραγούδι κομμένο – εδώ δεν μπορούν να ανασάνουν, πώς να «τραγουδήσουν», τουτέστιν να ονειρευτούν και να ελπίσουν; Περίκλειστοι από παντού.

O Γιάννης Ρίτσος με συντρόφους του στη Μακρόνησο.
O Γιάννης Ρίτσος με συντρόφους του στη Μακρόνησο.

Ο Γιάννης Ρίτσος γράφει τον «Πέτρινο χρόνο» (που έχει τον υπότιτλο «Μακρονησιώτικα») το 1949, στη Μακρόνησο. Είναι ένα ακόμη ποίημα που γράφει «εν θερμώ». Αυτό το «εν θερμώ», όμως, διαφέρει από τα άλλα.

Εκεί, στη φοβερή Μακρόνησο, κάθε μέρα είναι και μια δοκιμασία. Βασανιστήρια, αγγαρείες, σωματικές τιμωρίες, ψυχικές πιέσεις. Οι εξόριστοι, και μαζί τους ο ποιητής που νιώθει – και είναι – ένας από αυτούς, παραδέχονται ότι μπορεί αυτή η νύχτα να μην έχει το τέλος που όλοι μαζί ονειρεύτηκαν. Μπορεί κάποιοι να μη φτάσουν μέχρι την πραγμάτωση του ονείρου.

Καμιά φορά η βαριά ατμόσφαιρα στο στρατόπεδο γίνεται ακόμα πιο βαριά όταν πληροφορούνται τον θάνατο των συντρόφων τους (οι εκτελέσεις συνεχίζονται από τα στρατοδικεία και ο εμφύλιος βρίσκεται, στην αρχή σύνθεσης του ποιήματος, στις τελευταίες μέρες του).

Η τραγική ατμόσφαιρα αποτυπώνεται στο ποίημα «Ο Αλέξης»:

«Τι ήσυχος που ήσουν, Αλέξη,-/ νύχτα – νύχτα σε ξύπνησαν, σύντροφε,/ δεν πρόφτασες καλά – καλά να δέσεις τον μπόγο σου,/ δεν πρόφτασες να δέσεις τις αρβύλες σου. Προσέξαμε-/ σα δρασκελούσες την πόρτα του αντίσκηνου,/ τόνα σου κορδόνι λυμένο σέρνονταν στο χώμα. Φοβηθήκαμε/ μη και σκοντάψεις, σύντροφε. Κατάλαβες/ και χαμογέλασες. Χαμογελάσαμε».

Ωστόσο, το κλίμα του ζόφου υπάρχει, δεν είναι εύκολο να το αντιστρέψεις ή να το ξορκίσεις. Τα πραγματικά γεγονότα λειτουργούν καταλυτικά:

«Ήρθαν οι αρρώστιες, οι διάρροιες, ο τέτανος-/ κουβαλάμε τους αρρώστους με τα φορεία στ’ αποχωρητήρια,/ κουβαλάμε τους πεθαμένους πάνου στην τάβλα ως την ακρογιαλιά». Και αλλού: «Εδώ είναι πολύ το κρύο τις νύχτες,/ είναι πολλή μοναξιά κάτου απ’ το φόβο/ κι είναι πολλή συντροφιά κάτου απ’ το φόβο/ την ώρα που ο θάνατος απάνου στα φυλάκια/ παίζει ζάρια με τους φρουρούς καθισμένους σταυροπόδι στο χώμα».

O Γιάννης Ρίτσος στον Αί Στράτη το 1952.
O Γιάννης Ρίτσος στον Αϊ Στράτη το 1952.

Η «προίκα» των απλών στιγμών που έχουν φέρει από το σπίτι τους, έχει εξατμιστεί. Κι αυτές βοηθούσαν να κρατιούνται όρθιοι. Αυτές, οι μικρές – μεγάλες αναμνήσεις:

«Πέρασε πολύς καιρός. Ό,τι πήραμε μαζί μας απ’ τα σπίτια μας/ όλα τρυπήσανε, λιώσανε, αφανίστηκαν.// Ο ήχος απ’ το χτύπημα της πόρτας στο λιοπύρι, η φωνή που έλεγε στο διάδρομο “πως άργησες”,/ η άσπρη τσατσάρα που χτενιζόταν η γυναίκα μπροστά στον καθρέφτη,/ ένα τσιγάρο που καπνίσαμε στο παράθυρο ένα βράδυ ανοιξιάτικο/ τραβώντας την ουρά της μικρής Αρκτου./ Ο ίσκιος δύο χεριών κάτου απ’ τη λάμπα, ανάμεσα σε δύο πιάτα με φρούτα,-// όσα πήραμε μαζί μέσα στους μπόγους μας».

Όσο όμως κι αν είναι δύσκολα τα πράγματα, η μεγάλη ελπίδα δεν μπορεί να λείψει από τις καρδιές τους. Το γνωρίζουν. Αν την απωλέσουν, είναι νεκροί. Από τις ίδιες τους τις πράξεις παίρνουν κουράγιο. Από το παρελθόν τους. Από τη στερεότητα της ιδεολογίας και της πίστης τους. Και επιμένουν, διά του στόματος του Γιάννη Ρίτσου:

«Σκύψε και μέτρησέ τα/ να λογαριάζεις το δρόμο που περπάτησαν,/ το δρόμο που θα περπατήσουν, το δρόμο που δεν έχει τέλος./ Ετούτα τ’ άρβυλα τα μπαλωμένα, τα χοντροκαμωμένα,/ δεν είναι για τα πόδια σου, φεγγάρι. Ετούτα τ’ άρβυλα περπάτησαν τον πόνο,/περπάτησαν το θάνατο, μπαρμπα-φεγγάρι,/ το θάνατο δίχως να σκοντάψουν».

Κοντά 70 χρόνια μετά, ο «Πέτρινος χρόνος», μπορεί να φαντάζει πολύ μακρινός. Η συντήρηση της μνήμης είναι όμως μια περίπλοκη ιστορία. Το ανωτέρω κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση μέρους παλαιότερου κειμένου μου. Ούτε που πρόκειται να γράψω περισσότερα για την εκδήλωση με «μενού Μακρονήσου». Εκτός τόπου, χρόνου, και καθ’ υπερβολήν, συνιστά την επιτομή του κιτς. Όσα αθανάτισε ο ποιητής στους στίχους του δεν είναι παρά μια σταγόνα από τις απέραντες θάλασσες δακρύων στη Μακρόνησο. Πάλι καλά που δεν έκαναν και μπάνιο εκεί όπου οι βασανιστές έριχναν στη θάλασσα τους δεσμώτες μέσα σε τσουβάλια με γάτες…

Αυτοί είναι χίπστερ. Αλλά η πρωτο-δεύτερη φορά αριστερή κυβέρνηση, πότε θα ασχοληθεί με τον ίδιο τον ερειπιώνα της Μακρονήσου που εδώ και χρόνια κατακλύζεται από αυθαίρετα;

makronisos
Mακρόνησος