Βρεθήκαμε στα Εξάρχεια, υπό το βάρος των εντατικών γυρισμάτων της τηλεοπτικής σειράς «Αυτή η νύχτα μένει» του ALPHA. Αν περιμένεις μια συνέχεια της Ζέτας, περιμένεις λάθος άνθρωπο.

Η Ηλιάνα Μαυρομάτη έχει συγυρισμένο “εγώ” και τακτοποιημένες επιθυμίες γύρω από την πορεία της σε θέατρο και τηλεόραση. Ίσως διακρίνεις μια μελαγχολία στο πρώτο βλέμμα της, μελαγχολία που θα βιαστείς να  ερμηνεύσεις ως δυσπιστία και ανασφάλεια.  Όλα αυτά μέχρι το πρώτο χαμόγελο, και μέχρι να ξεκινήσει η κουβέντα για το θέατρο, τους ηθοποιούς, το «Αυτή η νύχτα μένει», την κοινωνία μας. Γιατί, τότε, η Ηλιάνα Μαυρομάτη παραδίνεται σε μια αφοπλιστική ειλικρίνεια και σε μια κατασταλαγμένη σιγουριά. Και καταλαβαίνεις  ότι απέναντί σου έχεις ένα βαθιά συνειδητοποιημένο πλάσμα, με πολιτική σκέψη και στάση ζωής, το οποίο τοποθετεί καταστάσεις, συμπεριφορές και επικαιρότητα στην πραγματική διάστασή τους. Και αυτό δεν το προσπερνάει κανείς εύκολα.

 Η μητέρα σου (Λίλα Καφαντάρη) είναι ηθοποιός. Ο πατέρας σου (Βασίλης Μαυρομάτης) ήταν ηθοποιός. Ήταν φυσική εξέλιξη να κάνεις το ίδιο μ’ εκείνους;

Όχι, δεν το πιστεύω αυτό. Σίγουρα κάθε παιδί επηρεάζεται από τη δουλειά των γονιών του. Ως παιδί, τους θυμάμαι να φεύγουν από το σπίτι για να πάνε στη δουλειά τους χαρούμενοι. Τους θυμάμαι να επιστρέφουν από εκείνη και να μεταφέρουν μια ατμόσφαιρα που θύμιζε πάρτι. Οι συνάδελφοι και οι φίλοι τους ήταν τύποι ευχάριστοι που έκαναν σαν μικρά παιδιά. Με επηρέασαν όλα αυτά και σίγουρα με επηρέασε η ένταση ελευθερίας που κουβαλούν οι καλλιτέχνες μαζί τους. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα με γοήτευσε αλλά αυτό είναι τόσο διαφορετικό από τον ισχυρισμό της φυσικής συνέχειας.

Δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό να μη γίνεις ηθοποιός;

Φυσικά. Μέχρι να παραδεχτώ πως τελικά ηθοποιός ήθελα να γίνω, πέρασα από σχεδόν τα πάντα. Από το να γίνω ζωγράφος ή σκιτσογράφος και να κάνω κινούμενα σχέδια μέχρι να γίνω γιατρός, φυσικός, βιολόγος ή κτηνίατρος. Πάντα όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε  η ανάγκη να βρίσκομαι με ανθρώπους που θα μοιραζόμασταν μια κοινή επιθυμία, να κάνουμε μαζί θέατρο.

Υπήρξε εκείνη η στιγμή μιας μέρας που τους ανακοίνωσες: “Εγώ ηθοποιός θα γίνω”;

Υπήρξε. Η μάνα μου δεν μου μιλούσε για κάνα μήνα. Ο πατέρας μου χάρηκε πολύ. Αλλά εκείνος δεν ήταν μαζί μας. Ήταν αλλού, από μακριά είχε την ευχέρεια να λέει ό,τι θέλει.

Ήταν αυτό που λέμε “πατέρας επισκέπτης”;

Ήταν ένας μπαμπάς από απόσταση. Και με την ασφάλεια της απόστασης όλα ήταν εύκολα, ανώδυνα για εκείνον. 

Γιατί η μητέρα σου ήταν τόσο επιφυλακτική στην επιλογή σου;

Νομίζω τρόμαξε. Στην εφηβεία ήμουν ένα παιδί αρκετά ευαίσθητο, ευάλωτο, αυτοκαταστροφικό, σκοτεινό. Θεωρώ πως φοβήθηκε. Ίσως πίστευε πως δεν θα άντεχα την πίεση της δουλειάς, τον ανταγωνισμό και τη μόνιμη ανασφάλεια που έχει ο ηθοποιός.

Την διέψευσες;

Μάλλον.

Και πώς τερματίστηκε  ο δισταγμός της μητέρας;

 Ήρθε και με είδε σε κάτι εξετάσεις στη δραματική σχολή. Εκεί είπε οκ, μάλλον της ταιριάζει η δουλειά του ηθοποιού. Εκεί και τότε σιγουρεύτηκε στο ότι μπορούσα να χειριστώ την απόφασή μου και πως δεν ήταν μια παρόρμηση.

Έχεις ποτέ μετανιώσει για την τελική επαγγελματική σου επιλογή;

Όχι. Έχουν υπάρξει στιγμές που το μετανιώνω αλλά αυτό είναι υπόθεση της στιγμής. Σε στιγμές απελπισίας τα λέω όλα αυτά.

Πότε έρχονται αυτές  οι στιγμές απελπισίας;

Δεν έχουν τάιμινγκ. Είναι συνδυασμός παραγόντων. Έχει να κάνει και με την προσωπική μου κατάσταση, πόσο κουρασμένη είμαι, πόσο βαριά νιώθω να αντεπεξέλθω στη ζωή, έχει να κάνει επίσης και με τους ανθρώπους που συναντώ. Εμένα απελπισία με πιάνει όταν δεν επικοινωνώ με τους συνεργάτες μου, όταν νιώθω πως βρίσκομαι σε περιβάλλοντα τοξικά, ανθρωποφαγικά ή ανταγωνιστικά. Δεν τα μπορώ όλα αυτά.

•«Το έχω πάρει απόφαση πως είναι πιο υγιές να έρχομαι σε σύγκρουση με αυτό που με πνίγει παρά να το καταπίνω. Τουλάχιστον έτσι εκτονώνεται η δυσαρέσκειά μου, δεν γυρνώ σπίτι αρρωστημένη.»

Όταν η απελπισία σού χτυπά την πόρτα, πώς τη διαχειρίζεσαι;

Ή εσωστρέφομαι και την καταπίνω ή αναμοχλεύω την κατάσταση μέσα μου και τσακώνομαι. Νομίζω πως τα τελευταία χρόνια περισσότερο τσακώνομαι. Δε συμβαίνει συχνά αυτό αλλά πια το έχω πάρει απόφαση πως είναι πιο υγιές να έρχομαι σε σύγκρουση με αυτό που με πνίγει παρά να το καταπίνω. Τουλάχιστον έτσι εκτονώνεται η δυσαρέσκειά μου, δεν γυρνώ σπίτι αρρωστημένη.

Πες μας ένα λόγο να τσακωθείς…

Δεν μπορώ να διαλέξω έναν. Στο θέατρο παίζουμε με την ψυχή μας οπότε οι σχέσεις εξουσίας, όταν υπάρχουν, μπορούν να παρεισφρήσουν εντός της. Οι ψυχολογικοί χειρισμοί και τα παιχνίδια επιβολής με κινητοποιούν αρνητικά.

Μιλάς για τη σχέση ηθοποιού-σκηνοθέτη;

Ναι. Από τη μία έχω την ανάγκη να εμπιστευτώ τον σκηνοθέτη μου συναισθηματικά, ψυχολογικά και καλλιτεχνικά για να μπορέσω να ενταχθώ στο σύμπαν που μου προτείνει και από την άλλη, όταν καταλαβαίνω ότι όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι επιβολής, νιώθω διχασμένη. Και δεν είναι μόνο αυτό, η σχέση ηθοποιού-σκηνοθέτη, συχνά είναι και οι σχέσεις ανάμεσα στους ηθοποιούς. Όταν υπάρχουν χειριστικές συμπεριφορές νιώθω πραγματικά άσχημα.

Πρόσφατα κάναμε συνέντευξη με έναν συνάδελφό σου και μας είπε πως το 90% των Ελλήνων σκηνοθετών είναι άσχετοι. Συμμερίζεσαι αυτή την άποψη;

Ισχύει, αλλά με ποια έννοια; Η σκηνοθεσία είναι μια τέχνη ολόκληρη και μάλιστα από τις πιο σύνθετες. Από τη στιγμή που στην Ελλάδα σχολή σκηνοθεσίας υπάρχει μόλις τα τελευταία 4 χρόνια, τότε αντιλαμβανόμαστε πως υπάρχουν πολλά να γίνουν, πολλά να μάθουμε, πολλά να ενσωματώσουμε στη σχέση μας με το θέατρο. Τα προηγούμενα χρόνια ήταν οι ηθοποιοί που σκηνοθετούσαν έχοντας ως βάση τη θεατρική τους εμπειρία ή υπήρχαν κάποιοι λίγοι σκηνοθέτες που είχαν σπουδάσει σκηνοθεσία στο εξωτερικό. Υπήρχε ένα χάος στο τι είναι σκηνοθεσία και ποιος μπορεί να σκηνοθετήσει. Ελπίζω πως τώρα, σιγά – σιγά, τα πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν. Οι ρόλοι αρχίζουν να γίνονται διακριτοί. Είναι απαραίτητο στοιχείο ο σκηνοθέτης να έχει συγκεκριμένο πεδίο θεατρικής γνώσης και επιστημονικής προσέγγισης γύρω από τη θεατρική τέχνη.

Πώς είναι να είσαι ηθοποιός το 2023 στην Ελλάδα;

Είναι πολύ αντιφατικό. Βιώνω δυσκολία να συγκεράσω δύο πράγματα. Το ένα είναι η καλλιτεχνική μου υπόσταση, επιθυμία, τα όνειρα και οι φαντασιώσεις και το άλλο είναι η επαγγελματική διάσταση με τους όρους εργασίας, το πώς ένας ηθοποιός βρίσκει δουλειά, τον τρόπο που προωθεί τον εαυτό του. Όλα τα παραπάνω είναι ένας συνδυασμός που ακόμα προσπαθώ να συγκεράσω και μου φαίνεται δύσκολος. Τη μια στιγμή που πας να μιλήσεις καλλιτεχνικά, επί της ουσίας γι’ αυτό που πας να κάνεις, να δημιουργήσεις αυτό που ονειρεύεσαι, καλείσαι να διαπραγματευτείς για το αν θα πληρωθείς τις πρόβες σου, κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Αυτές οι πέντε, πολλές φορές έξι, και κάποιες φορές παραπάνω, ώρες των προβών είναι σκληρή δουλειά, ίσως δυσκολότερη από τις παραστάσεις. Το να μπαίνεις σε αυτή την κουβέντα είναι μια αναγκαιότητα αλλά κάθε φορά που συμβαίνει αυτό δυσκολεύομαι. Κάποια πράγματα θα ήθελα να γίνουν αυτονόητα. Αλλά γι’ αυτό γίνονται όλοι αυτοί οι αγώνες, για να αρχίσουμε να κατακτούμε τα δικαιώματά μας.

Είναι ζήτημα κατάκτησης ή επανακατάκτησης των δικαιωμάτων σας;

Επανακατάκτησης. Είχαν κατακτηθεί κάποια πράγματα και ξαφνικά μετά τα μνημόνια είναι σαν να ξεκινάμε ξανά από το μηδέν. 

Τι απαντάς στην πραγματικότητα που λέει ότι οι παραγωγοί πλέον επιλέγουν ηθοποιούς στις παραστάσεις τους με βάση τη δημοφιλία τους στα social media;

Είναι σημείο των καιρών, δεν μπορώ να το ερμηνεύσω αυτό. Σε έναν βαθμό από τη στιγμή που είμαστε εμπορεύματα μας αντιμετωπίζουν ως εμπορεύματα. Αυτό δεν αφορά μόνο τους καλλιτέχνες. Δεν υπάρχει εργαζόμενος που να μην αντιμετωπίζεται στη λογική του κέρδους και του οφέλους από εκείνον που τον πληρώνει.  

Έχεις ποτέ κάνει θέατρο που η αμοιβή σου ήταν απλά ηθική;

Όχι. Από επιλογή δεν το έχω κάνει. Δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω επαγγελματικά σε ένα τέτοιου τύπου πλαίσιο. Νιώθω πως η αμοιβή είναι απαραίτητη για να μπω χωρίς δεύτερες σκέψεις στη δουλειά που έχω επιλέξει. Δεν θα μπορούσα ποτέ να νιώθω πως με εκμεταλλεύονται. Θα ήταν άλλο να κάνω τη δική μου τρέλα όπου θα είχα αποφασίσει να μείνω απλήρωτη χωρίς να αφήσω απλήρωτους άλλους ανθρώπους και είναι άλλο να έχω έναν παραγωγό που προβάλλει το “Δεν έχω χρήματα” και ο τρόπος για να γίνει η δουλειά του είναι να μείνω απλήρωτη.

Εργασία είναι μόνο η μισθωτή εργασία;

Εγώ νιώθω πως ναι. Από τη στιγμή που υπάρχει η ανάγκη της επιβίωσης δεν γίνεται αλλιώς. Όλοι έχουμε την ανάγκη να πληρώσουμε νοίκι, τηλέφωνο. Όλοι πρέπει να είμαστε αξιοπρεπείς.

Πώς εκφραζόταν το σκοτάδι και η αυτοκαταστροφή που μας είπες παραπάνω;

Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Αλλά έτσι όπως εκ των υστέρων το ερμηνεύω, η εσωστρέφειά μου στρεφόταν ενάντια στον ίδιο μου τον εαυτό.

Κάνεις ψυχοθεραπεία; 

Εδώ και 23 χρόνια. Δεν θα ήμασταν εδώ αν δεν έκανα. 

•«Νιώθω πιο προστατευμένη στο θέατρο.»

Ποια είναι η διαφορά να δουλεύεις στο θέατρο από την τηλεόραση;

Νιώθω πιο προστατευμένη στο θέατρο. Νιώθω ότι έχω χρόνο να δοκιμάσω, να συζητήσω με τους συναδέλφους μου. Να φτιάξουμε κάτι που θα έχει δομή ολοκληρωμένη. Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο θέατρο και την τηλεόραση δεν έχει να κάνει μόνο με τις ταχύτητες που έχει η δεύτερη. Για μένα το σημαντικότερο όλων είναι το βάθος που έχουν τα θεατρικά κείμενα. Όταν έχεις έναν σεναριογράφο που πρέπει να παραδώσει 100 επεισόδια δεν υπάρχει χρόνος για εμβάθυνση των χαρακτήρων και του λόγου. Στο θέατρο παίρνεις ένα κείμενο στα χέρια και μπορείς να το αναλύεις μια ζωή.

Παιδί τι μουσική άκουγες;

Ήμουν ροκού. Τρύπες και τέτοια. Πέρασα και μια περίοδο που άκουγα μέταλ. Το παράτησα όταν άκουσα το The Dark Side of the Moon. Ένας φίλος μου έδωσε το άλμπουμ. Ακούγοντάς το άλλαξε ο τρόπος που έβλεπα τον κόσμο.

Λαϊκά άκουγες; Στη σειρά που παίζεις ερμηνεύεις την τραγουδίστρια πίστας.

Λαϊκά άκουγα σε επίπεδο παρέας. Δεν θα έβαζα να ακούσω λαϊκά μόνη αλλά αν η παρέα πήγαινε μπουζούκια θα πήγαινα και εγώ και αν το κέφι φούντωνε θ’ ανέβαινα και στο τραπέζι για να χορέψω το τσιφτετέλι μου.

Πες μας λοιπόν  για τη Ζέτα…

Τι να πω ;

Είναι λούμπεν χαρακτήρας;

Δεν είναι. Έρχεται από μεσοαστική οικογένεια. Η δουλειά στα μπουζούκια προέκυψε μέσα από μια προσωπική της επανάσταση. Έχω την εντύπωση, βλέποντας το σενάριο, πως έχει μια ρίζα ποιότητας. Όταν μπαίνει στο Όνειρο υποδύεται την τραγουδιάρα, δεν είναι όμως. Το ότι είναι τραυματισμένο πλάσμα και ότι μέσα από τη διαδρομή της γνώρισε την κακοποίηση, τον ψυχικό τραυματισμό, τον εκφοβισμό δεν την κάνει λούμπεν. Η Ζέτα προσπαθεί να βγει στο φως, αυτό πιστεύω εγώ.

Είναι μια συνειδητή πορεία αυτή;

Έχει και συνειδητά κομμάτια. Το μεγάλο της μπλοκάρισμα, το αδύνατο σημείο της είναι η σχέση της με τους άνδρες. Υπάρχουν άνδρες που θέλουν να την τραβήξουν στο φως αλλά συνήθως κάνει άλλες επιλογές.

Η Ζέτα είναι αυτό που θα λέγαμε μια «femme fatale»;

Ένα κορίτσι χαμένο είναι. Όμορφη και γοητευτική είναι. Δεν είναι όμως η γυναίκα αράχνη που θα τραυματίσει τους άνδρες και αυτή θα μείνει χωρίς γρατζουνιά.

Έχεις εμπειρία από τη ζωή της νύχτας; Η Ζέτα πάει για ύπνο όταν οι υπόλοιποι άνθρωποι ξυπνούν και το αντίστροφο. Σου έχει συμβεί αυτό;

Ναι, στη φάση που σπούδαζα και έπρεπε να πληρώνω τη δραματική σχολή. Έφυγα από το σπίτι στα δεκαοχτώ μου. Δούλευα βράδια στο μπαρ. Ήταν μια εποχή που κοιμόμουν ελάχιστα. Έχω περάσει και φάση insomnia. Δεν δούλευα βράδυ αλλά ήθελα να ζω βράδυ. Η λειτουργία της νύχτας με γοητεύει περισσότερο από εκείνη της μέρας.

•«Αυτό που εισπράττω ως αναγνωρισιμότητα δεν είναι και κάτι τρομερό. Πώς τη βιώνω; Ε, θα με πλησιάσει ένας άνθρωπος εκεί που κάθομαι και πίνω έναν καφέ λέγοντας συγχαρητήρια για τη δουλειά σου.»

Πώς διαχειρίζεσαι την αναγνωρισιμότητα που έφερε η τηλεόραση στη ζωή σου;

Αυτό που εισπράττω ως αναγνωρισιμότητα δεν είναι και κάτι τρομερό. Πώς τη βιώνω; Ε, θα με πλησιάσει ένας άνθρωπος εκεί που κάθομαι και πίνω έναν καφέ λέγοντας συγχαρητήρια για τη δουλειά σου. Έχει γίνει και ένα σκηνικό που εντελώς ξαφνικά άκουσα το “Γεια σου ρε Ζετάρα!”

Πώς έγινε αυτό, το “Γεια σου ρε Ζετάρα”;

Το άκουσα τη μέρα που περπατούσα στην Πανεπιστημίου. Πήγαινα να πάρω παπούτσια. Ήμουν πολύ στοχοπροσηλωμένη. Πέρασε ένα φορτηγό και βγήκε ο νταλικέρης από το παράθυρο φωνάζοντας “Γεια σου ρε Ζετάρααα”. Το χάρηκα πολύ αυτό. Σε αυτό το επίπεδο είναι η αναγνωρισιμότητα που έχω γνωρίσει. Δεν με έχει προσβάλει κανείς, δεν έχει παρέμβει κάποιος στην ιδιωτικότητά μου. Ο κόσμος είναι νορμάλ και καθόλου παρεμβατικός.

Μήπως συνηθίσαμε στην ιδέα των σταρ;

Νομίζω ναι. Στην εποχή του ελληνικού σινεμά ήταν δυσπρόσιτο να συναντηθεί κάποιος μ’ έναν ηθοποιό. Πλήρωνε για να τον δει στο σινεμά. Αν τύχαινε να τον συναντήσει ήταν κοσμοϊστορικό γεγονός. Σήμερα παίζονται σαράντα σειρές στην τηλεόραση. Και κάθε σεζόν περνούν φασόν εκατοντάδες ηθοποιοί που όταν έρθει η επόμενη δεν θα τους θυμάται κανείς. Η αγορά τροφοδοτεί την ανάγκη για νέο αίμα που καταναλώνεται γρήγορα και πάμε στο επόμενο.

Στην συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας εσύ τι κάνεις;

Προφανώς δεν θέλω να μπω σε αυτή την κρεατομηχανή του εφήμερου. Είμαι αρκετά μεγάλη για να μου συμβεί αυτό. Δουλεύω ήδη δεκαπέντε, δεκάξι χρόνια. Τα περισσότερα από αυτά τα έβγαλα στο θέατρο. Δε νιώθω ξαφνικά πως επειδή παίζω σε μια σειρά θα μου βγει έντονη η ανάγκη παραμονής στην επικαιρότητα. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Νιώθω την ανάγκη να επιστρέψω στην ασφάλεια του θεάτρου. Είναι πολύ περίεργη η τηλεοπτική αγορά. Νέοι άνθρωποι γίνονται σταρ των 500 ευρώ. Τους πουλούν το όνειρο της αναγνώρισης πολύ φτηνά.

Το #metoo «..θα ξεβρομίσει τον τόπο στο θέατρο…». Έχει ακουστεί και αυτό. Συμφωνείς; 

Κοίτα, κατ’ αρχάς δεν μου αρέσει η φράση “Ξεβρόμισε ο τόπος”. Μου θυμίζει χρυσαυγίτικο σύνθημα. Δεν μπορείς να αναφέρεσαι σε ανθρώπους λέγοντας “Να ξεβρομίσει ο τόπος”. Το ότι μπορεί κάποιοι άνθρωποι που έχουν διαστροφικές συμπεριφορές για ένα διάστημα να είναι πιο μαζεμένοι μπας και γίνουν ρεντίκολο στα κανάλια ναι, αυτό ίσως έχει συμβεί. Επί της ουσίας, όμως, το πρόβλημα δεν νομίζω πως έχει αντιμετωπιστεί. Και δεν ξέρω πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί όταν εργασιακά βιώνουμε τις συνθήκες που βιώνουμε. Όταν δεν αναγνωρίζεται ηθοποιός ως επαγγελματίας το πιο εύκολο είναι να τον προσβάλεις και γενετήσια και ως προσωπικότητα. Αν έχεις εξουσία μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις.