Γιάννης Παναγόπουλος

Στον στρατό, σ’ εκείνη την απομακρυσμένη ταξιαρχία της Θράκης, η ζοχάδα είχε ποικιλία, είχε και ονοματεπώνυμο. Γκρίνιαζες αν σε βάζαν σκοπιά γερμανικό νούμερο, 2.00π.μ. με 4.00π.μ. και σιχτίριζες τύχη, θεία, μητέρες, πατεράδες και αδέρφια όταν μάθαινες πως αξιωματικός υπηρεσίας ήταν εκείνος ο τάδε καραβανάς λοχίας, που το όνομά του δεν το θυμάμαι τώρα.

Ήταν διάσημος ανάμεσα στους φαντάρους για τον τρόπο που εμφανιζόταν μπροστά στους σκοπούς ως εφοδεύων. Ντάλα βράδυ μπορεί να ερχόταν έρποντας από τρύπα στα συρματοπλέγματα, μπορεί να κρυβόταν σε καρότσα φορτηγού ώρες κοιτώντας σε, μέχρι τη στιγμή που θα λύγιζες και τα βαριά μάτια θα κέρδιζαν το «καθήκον», μπορεί να έστελνε άλλον στη θέση του και εκείνος να ερχόταν από αντίθετη κατεύθυνση, αν σε έβαζε στο μάτι μπορεί να ερχόταν δύο και τρεις φορές να σε τσεκάρει. Στους πιο τραβηγμένους εφιάλτες μου σκεφτόμουν πως ήταν ικανός να ξεφυτρώσει ξαφνικά από το παχύ τσιμεντένιο έδαφος της σκοπιάς κρατώντας το βιβλίο που υπογράφουν οι εφοδεύοντες γράφοντας “Κακός” στη διάρκεια ελέγχου του. Η πείνα του για εξουσία καταντούσε σαδιστική. Το γνώριζε. Το γνωρίζαμε. Οι ανώτεροι έβρισκαν το χόμπι του διασκεδαστικό. Μας υπενθύμιζε διαρκώς πως ήμασταν δίποδα μηδενικά. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που τέτοια πράγματα τα βρίσκουν αστεία.
Ο συγκεκριμένος λοχίας τις μέρες του εκκλησιασμού ερχόταν γυαλισμένος και σιδερωμένος και έπαιρνε θέση κοντά στον παπά. Ο ένας μάς γκάζωνε για την αγιότητα του στρατιωτικού έργου, την αξία της ακεραιότητας, την πολυτέλεια της ανδρείας και την υπεροχή της ευθύνης να υπηρετούμε την πατρίδα, ο άλλος μάς κοιτούσε με εκείνο του βλέμμα του απόλυτου εξουσιαστή που περιμένει σαν το λιοντάρι την αδύναμη γαζέλα να κοιτάξει αλλού να την κατασπαράξει. Αν μιλούσαμε στη διάρκεια της λειτουργίας χαμογελούσε ειρωνικά, έφερνε το δάχτυλο στα χείλια του και το κουνούσε κυκλικά σχηματίζοντας το υπονοούμενο: “Θα σου πω μετά, στην αναφορά, τσογλάνι”. Οι μέρες και οι νύχτες στη μονάδα περνούσαν ζόρικα. Όπως κοιτάς τον χάρτη, δεν ήταν οι Τούρκοι από τα δεξιά και οι Βούλγαροι από πάνω που μας φόρτωναν άγχος. Ήταν ο φόβος της απόρριψης, το τρέμουλο που προκαλεί η κατάργηση κάθε ιδιωτικότητας που ασκούσε με σχολαστική επιμέλεια εκείνος.
«Μα καλά, δεν λουφάρει ποτέ;», αναρωτιόμασταν όταν μας έστελνε στην αναφορά για λόγους άχρηστους. Ένα μεσημέρι ο τύρανος είπε σ’ ένα νταβραντισμένο ξανθόπαιδο: «Θα βγεις απόψε, έλα από το σπίτι μου να κάνεις ζεστό ντους, να δεις τηλεόραση, να ξεκουραστείς.» Πώς το έμαθα; Ο γόης φαντάρος μάς το είπε όταν ήμασταν στο θάλαμο και ντυνόταν για να βγει έξω. Το βράδυ, λίγο πριν το σιωπητήριο, όταν τον ρωτήσαμε αν πήγε στο σπίτι του, απάντησε καταφατικά. Όταν τον ρωτήσαμε πώς ήταν, έφτυσε κάτω. «Θα τον γαμήσω τον πούστη», είπε. Δεν μάθαμε πραγματικά ποτέ τι στο διάολο έγινε. Λίγα εικοσιτετράωρα παρακάτω ο λοχίας μπήκε νοσοκομείο και βγήκε από εκεί με πολυήμερη αναρρωτική. Όταν το χαρτί της μετάθεσής μου έφτασε σκέφτηκα πως από τη στιγμή που θα περάσω τη γαμημένη πύλη με πορεία νότια δεν θα ξανακοιτάξω πίσω. Δεν ήξερα ποιος είναι ο πούστης. Δεν ήξερα ποιος ήταν εκείνος που πονούσε περισσότερο. Εκείνος, ο άλλος εκείνος ή εμείς; 

Στ’ αρχίδια μου. Σκοπιά δεν φύλαξα ποτέ ξανά.   

Η παραπάνω ιστορία δεν είναι και τόσο fiction