Αλμπέρ Καμύ – Για εκείνον το παράλογο προέρχεται από έναν συνδυασμό δύο πραγμάτων: τον τρόπο που επιθυμούμε να είναι ο κόσμος και τον κόσμο, όπως πραγματικά είναι.

Σχετικά με το πώς θέλουμε να είναι ο κόσμος, φαίνεται ότι είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης να διαθέτουμε μια έμφυτη αίσθηση δικαιοσύνης. Επιδιώκουμε το κακό να τιμωρείται και η αρετή να ανταμείβεται. Θέλουμε επίσης να καταλάβουμε γιατί είμαστε εδώ, πού πηγαίνουμε και τι σημαίνουν όλα αυτά.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το κακό συχνά μένει ατιμώρητο και οι καλές πράξεις κάποιες φορές δεν ανταμείβονται. Καλά πράγματα συμβαίνουν σε κακούς ανθρώπους και κακά πράγματα συμβαίνουν σε καλούς ανθρώπους και αυτό φαντάζει ακατανόητο. Σύμφωνα με τον Καμύ αδυνατούμε να προσδιορίσουμε αυτό που θέλουμε να καταλάβουμε. Θα διαφωνούσε ποτέ κανείς με αυτό;

Ο λογοτέχνης Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου το 1913 στην Αλγερία, (τότε) αποικία της Γαλλίας και έφυγε από τη ζωή στις 4 Ιανουαρίου 1960.

Η προσέγγιση του Καμύ για το παράλογο έχει μεταφυσικές και επιστημολογικές πτυχές. Ως μεταφυσική θέση, το παράλογο είναι μια αντιπαράθεση μεταξύ του ανθρώπινου νου και ενός αδιάφορου σύμπαντος: αυτό που υπάρχει είναι ένα «μυαλό που επιθυμεί και ο κόσμος που απογοητεύει». Ως επιστημολογική άποψη, το παράλογο υπογραμμίζει την επιθυμία μας να κατανοήσουμε τα θεμελιώδη όρια της γνώσης μας.

Τo αναπόδραστο του παράλογου

Έχοντας εντοπίσει το ουσιώδες ανθρώπινο πρόβλημα, ο Καμύ μετατοπίζει το ενδιαφέρον του στο πώς να ζήσει κανείς μπροστά στο παράλογο και αν αυτό είναι εφικτό.

Ο Μύθος του Σίσυφου είναι κατά κύριο λόγο μια κριτική στον υπαρξισμό και συγκεκριμένα στις απόπειρες στοχαστών όπως οι Kierkegaard, Jaspers και Heidegger να ξεπεράσουν το παράλογο διαμέσου του θεϊκού στοιχείου ή του υπερβατικού. Αυτοί οι στοχαστές, ισχυρίζεται ο Καμύ, ενώ αναγνωρίζουν ότι η ζωή είναι παράλογη με κάποιον τρόπο, αντιφάσκουν προτείνοντας μια λύση στο παράλογο.

Για παράδειγμα, ο Kierkegaard βλέπει τη ζωή ως εξαιρετικά παράλογη λόγω της κεντρικής έλλειψης νοήματος. Προτείνει λοιπόν να γίνει «ένα άλμα πίστης», υποστηρίζοντας ουσιαστικά ότι η πίστη στον Θεό θα προσδώσει τελικά στη ζωή νόημα.

Ο Καμύ αντιτίθεται σε αυτήν τη μορφή απόδρασης ισχυριζόμενος ότι οι υπαρξιστές «θεοποιούν αυτό που τους συνθλίβει και βρίσκουν λόγο να ελπίζουν σε αυτό που τους εξαθλίωσε». Απορρίπτει την επίκληση στο υπερβατικό. Γι’ αυτόν, το παράλογο – το «διαζύγιο» μεταξύ του ανθρώπου και του κόσμου – αντιπροσωπεύει την αναπόφευκτη ανθρώπινη κατάσταση. Στη θέση της ψευδούς ελπίδας της θρησκευτικότητας συμβουλεύει τη συνειδητοποίηση του παράλογου και την εξέγερση.

Παραλογισμός και ευτυχία: Ο μύθος του Σίσυφου

Στην ελληνική μυθολογία, ο Σίσυφος καταδικάστηκε από τους θεούς στο άσκοπο καθήκον να κουβαλάει έναν μεγάλο βράχο πάνω σε ένα βουνό, μόνο και μόνο για να παρακολουθήσει το βράχο να κυλάει πάλι προς τα κάτω και να επαναλαμβάνει αυτή τη διαδικασία ως την αιωνιότητα.

Ως μια ζωή γεμάτη από αδιάφορη και επουσιώδη εργασία, η ύπαρξη του Σίσυφου έχει σκοπό να δείξει τη ματαιότητα (και τον παραλογισμό) που αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας.

Ο Καμύ παρατηρεί ότι η ζωή ενός ατόμου μπορεί να γίνει ουσιαστικά μια καθημερινή ρουτίνα: «Ξύπνημα, μετρό, οκτώ ώρες στο γραφείο ή στο εργοστάσιο, γεύμα, μετρό, οκτώ ώρες εργασίας, γεύμα, ύπνο και Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή σύμφωνα με τον ίδιο ρυθμό…».

Ωστόσο, για τον Καμύ, ο Σίσυφος δεν πρέπει να οικτίρεται, καθώς αντιπροσωπεύει τον «παράλογο ήρωα» επιλέγοντας να ζήσει μπροστά στον παραλογισμό. Αυτή η «επιλογή να ζήσει» είναι θέμα συνείδησης, γιατί μέσω της στάσης και της προοπτικής του, ο Σίσυφος μπορεί να απελευθερωθεί από την τιμωρία του και να θριαμβεύσει πάνω την κατάστασή του ακόμα και χωρίς να μπορεί να την αλλάξει.

Ο Σίσυφος γνωρίζει την πλήρη έκταση της τιμωρίας του. Έχει πλήρη επίγνωση της μοίρας που του επιβλήθηκε από τους θεούς και της απόλυτης ματαιότητας της ύπαρξής του. Το πάθος, η ελευθερία και η εξέγερσή του, ωστόσο, τον κάνουν ισχυρότερο από την τιμωρία που είχε σκοπό να τον συνθλίψει.

Παρόλο που μπορεί να φαίνεται περίεργο για τον Καμύ ο Σίσυφος είναι ευτυχισμένος. Κάνοντας τον βράχο “δικό του ζήτημα” βρίσκει χαρά στο να υπάρχει. Μέσω της ελευθερίας του εξεγείρεται ενάντια στους θεούς και αρνείται τη ματαιότητα της τιμωρίας τους συνειδητά ζώντας με πάθος. Ο βράχος, το βουνό, ο ουρανός ανήκουν σε αυτόν και είναι ο κόσμος του.

Ο Σίσυφος δεν έχει καμία ελπίδα να αλλάξει την κατάστασή του, χρησιμοποιεί όμως όλα όσα του έχουν δοθεί και είναι διαθέσιμα για εκείνον.

Ο Καμύ θεωρεί ότι πρέπει να επιμείνουμε στον παραλογισμό και να μην παραδοθούμε σε ψεύτικες ελπίδες. Προτείνει πως η ζωή είναι καλύτερη αν στερείται νοήματος. Είναι στο χέρι μας να ζήσουμε τη ζωή με πάθος, ελευθερία και εξέγερση – τρεις συνέπειες του παράλογου – διαφορετικά ενδίδουμε συχνά σε μια απατηλή ελπίδα ή επιλέγουμε να μη ζήσουμε καθόλου.

Αγκαλιάζοντας τα πάθη μας και την παράλογη ελευθερία, τοποθετούμε τον εαυτό μας στον κόσμο χρησιμοποιώντας ό,τι μας έχει δοθεί.

Αν και δεν μπορούμε να συμφιλιώσουμε τις μεταφυσικές και επιστημολογικές τάσεις που αναδεικνύουν το παράλογο, μπορούμε να θυμόμαστε ότι το ουσιαστικό είναι πάντα το «να ζήσουμε».