του Παύλου Θ. Κάγιου //

“Ο Κύριος και το Όπλο” είναι ένα γοητευτικό και «θλιμμένο» γκανγκστερικό φιλμ παλιάς κοπής με το οποίο έχει δηλώσει ότι θα μας αποχαιρετήσει κινηματογραφικά ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ μετά από 50 χρόνια λαμπερής καριέρας. Βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Φόρεστ Τάκερ, από την τολμηρή απόδρασή του στη δεκαετία του ’80 από τη φυλακή του Σαν Κουεντίν σε ηλικία 70 χρονών, μέχρι τις άνευ προηγουμένου ληστείες που πραγματοποίησε μαζί με άλλους δύο συνομήλικούς του κι έκαναν την αστυνομία να σαστίσει και μάγεψαν τον υπόλοιπο κόσμο.

Μπλεγμένοι στην καταδίωξη του Φόρεστ Τάκερ βρίσκονται ένας ντετέκτιβ Τζον Χαντ (πολύ καλός ο Κέισι Άφλεκ), που γοητεύεται από την αφοσίωσή του στην… τέχνη του, μια γυναίκα (την πάντα αξιολάτρευτη Σίσι Σπέισεκ) που τον αγαπά παρά το επάγγελμα που έχει επιλέξει και οι δύο πιστοί συνεργάτες του που τους υποδύονται οι Ντάνι Γκλόβερ, Τομ Γουέιτς οι οποίοι είναι «ό,τι πρέπει» για ένα γοητευτικό και ντεμοντέ γκανγκστερικό τρίο που σου θυμίζει τις παλιές, καλές – κι αλησμόνητες – ταινίες του είδους..

Ο πραγματικός Φόρεστ Τάκερ ήξερε να κάνει μόνο ένα πράγμα στη ζωή του αλλά σε αυτό το ένα ήταν ασυνήθιστα χαρισματικός και το έκανε με απόλυτη ευχαρίστηση. Τυχαίνει αυτό να είναι οι ληστείες τραπεζών. Στις αρχές του 1980 και ενώ ήταν 70 ετών, ο Τάκερ μαζί με μια ομάδα ηλικιωμένων ληστών ξεκίνησε μια τελευταία σειρά ληστειών που θα έγραφε ιστορία. Δεν σταμάτησε ποτέ να αψηφά την ηλικία, τις προσδοκίες ή τους κανόνες. Ήθελε η «δύση» του να είναι το ζενίθ της ζωής του στη παρανομία – πάντα, όμως, στη ληστεία τραπεζών χωρίς να σκοτώσει ποτέ κανέναν!

Ένας ήρωας, φυσικά, «λουκούμι» κι ό,τι πρέπει για μια γκανγκστερική ταινία. Κι ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λόουερι φτιάχνει ένα φιλμ φόρο τιμής στο ένδοξο και παλιό αμερικάνικο σινεμά που, πλέον, δεν γυρίζει τέτοιες ταινίες. Το φιλμ είναι από το «εργαστήρι» του Φεστιβάλ Sundence που δημιούργησε ο Ρέντφορντ και το οποίο βοήθησε τον σκηνοθέτη Λόουερι να ξεκινήσει την καριέρα του και με τον τωρινό ρόλο, του το ανταπέδωσε. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ένιωσε μια μεγάλη έλξη για τον ρόλο και ήταν ευχαριστημένος όταν έμαθε ότι ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος θα είναι ο Ντέιβιντ Λόουερι, καθώς οι δυο τους γνωρίζονται από το Sundance.

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λόουερι
Παίζουν: Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Κέισι Άφλεκ, Ντάνι Γκλόβερ, Σίσι Σπέισικ, Ελίζαμπεθ Μος , Τομ Γουέιτς

 

Who’s Who – Ρόμπερτ Ρέντφορντ

Ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ Τζούνιορ (αγγλικά: Charles Robert Redford Jr.), γνωστότερος ως Ρόμπερτ Ρέντφορντ (18 Αυγούστου 1936) είναι Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και ακτιβιστής.Έχει κερδίσει δύο βραβεία Όσκαρ: το πρώτο (1980) για τη σκηνοθεσία της ταινίας Συνηθισμένοι Άνθρωποι (Ordinary People) και το δεύτερο (2002) για τη συνολική του προσφορά στο χώρο του κινηματογράφου. Στις Η.Π.Α., επί 25 -περίπου- χρόνια, το όνομά του ήταν συνώνυμο των λέξεων “ξανθός” και “ωραίος”.

Ο Ρέντφορντ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, στις 18 Αυγούστου του 1936. Ο πατέρας του ήταν, αρχικά, γαλατάς και, στη συνέχεια, λογιστής, ενώ η μητέρα του ήταν νοικοκυρά. Η καταγωγή των προγόνων του είναι βρετανική (Αγγλία και Σκωτία) και ιρλανδική, κάτι που εξηγεί, τα πυρόξανθα μαλλιά του, τα οποία είναι και το κύριο γνώρισμά του. Κατά τα σχολικά του χρόνια, ήταν συμμαθητής με το διάσημο παίκτη του μπέιζμπολ, Ντον Ντιρσντέιλ. Λέγεται πως, όταν γύριζε από το σχολείο του, στο σπίτι, σταματούσε έξω από τα στούντιο της Fox, για να παρακολουθήσει τους διάσημους ηθοποιούς της εποχής Στην εφηβεία του, συνήθιζε να κάνει μικροκλοπές (τάσια αυτοκινήτων), ενώ κατανάλωνε πολύ αλκοόλ. Η συμπεριφορά του αυτή, τον εμπόδισε στο να κερδίσει κάποια υποτροφία, ώστε να μπορέσει να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο.

Μόλις αποφοίτησε από το σχολείο, κέρδισε, τελικά, υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, χάρις στην ικανότητά του στον αθλητισμό και -κυρίως- στο μπέιζμπολ.Εκείνο το χρονικό διάστημα δούλευε ως σερβιτόρος σε ένα εστιατόριο-μπαρ. Έπειτα, ξεκίνησε να δουλεύει στις πετρελαιοπηγές της Καλιφόρνια, ώστε να μαζέψει χρήματα, για να μπορέσει να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Κατάφερε να μείνει στη Γηραιά Ήπειρο για ένα -περίπου- χρόνο. Τον περισσότερό του καιρό, τον πέρασε στο Παρίσι, ενώ γράφτηκε και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Όμως, οι κακές κριτικές των καθηγητών του, τον οδήγησαν στην επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες.Αργότερα, μετέβη στο Μπρούκλιν, για να κάνει μαθήματα ζωγραφικής, στο Ινστιτούτο Πρατ, κάτι που επηρέασε αρκετά τη ζωή και τον εαυτό του, αφού για μια περίοδο είχε αποκτήσει ένα αρκετά μποέμικο στυλ. Στη συνέχεια, πήγε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης, μετά από παρότρυνση ενός φίλου του. Στην ακρόασή του, κατάφερε να εκπλήξει τους κριτές, οι οποίοι ανέφεραν πως: “διαθέτει μια φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία, ένα χάρισμα”. Η επαφή του αυτή με την υποκριτική τον κέρδισε και τον έκανε να ασχοληθεί σοβαρά με το αντικείμενο.

 

με πληροφορίες από: https://el.wikipedia.org