Στην πρόβα | «Γλάρος» από τον Σάββα Στρούμπο: ήρωες ματαιωμένοι. Αν ο «Γλάρος» στην πρώτη παρουσίασή του το 1898 στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, εγκαινίασε το θεατρικό σύστημα του Στανισλάφσκι (που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί σημείο αναφοράς της θεατρικής παιδείας και τέχνης), στη σκηνή του Άττις-Νέος Χώρος, και χωρίς καμία υπερβολή, συνειδητοποιείς ότι γίνεσαι μέτοχος μιας επαναστατικής, για την παραστασιογραφία του Τσέχωφ, διάστασης.
Ο Σάββας Στρούμπος, δεν είχε πλέον και πολλές παρατηρήσεις να κάνει σε εκείνο το «πέρασμα» του «Γλάρου» της περασμένης εβδομάδας. Η παράσταση έχει διανύσει πολύ επιτυχημένα ήδη την πρώτη της διαδρομή στο θέατρο Άττις-Νέος Χώρος, έτοιμη να συνεχίσει και φέτος να ρίχνει την ερευνητική ματιά της σε αυτό το έργο-ογκόλιθο του Άντον Τσέχωφ.
Ο ίδιος έχει πάρει τη θέση του στην άκρη της σκηνής, ερμηνεύοντας τον Τριγκόριν, αντίκρυ από τους άλλους ηθοποιούς. Είναι ο Γιάννης Σανιδάς που μπαίνει στον ρόλο του Τρέπλιεφ, η Ρόζυ Μονάκη που γίνεται η Αρκάντινα, η Ελπινίκη Μαραπίδη υποδύεται τη Νίνα, ενώ η Άννα Μαρκά – Μπονισέλ, ενσαρκώνει τον Πιερρότο, ένα πρόσωπο – καμβά της παράστασης που βάζει το έργο «επι τάπητος» και ανιχνεύει τις αιχμές και τις τομές του.
Γιατί, αναμφισβήτητα, δεν πρόκειται απλά για ένα ακόμη ανέβασμα του «Γλάρου», ούτε, βεβαίως πρόκειται για έναν ακόμη «Τσέχωφ», από τους δεκάδες που θα συναντήσουμε στις θεατρικές αίθουσες της Αθήνας. Η διασκευή του Σάββα Στρούμπου, έρχεται να «κουμπώσει» με τους ερμηνευτικούς κώδικες της σπουδής του σκηνοθέτη, οι οποίοι δημιουργούν ένα ενιαίο σύνολο από όλες τις εκφάνσεις του σώματος. Το σώμα, στο σύνολό του, αποτελεί ένα και μοναδικό παραστατικό εργαλείο.
Οι ηθοποιοί, ζεσταίνονται για την παράσταση. Γυμνάζουν τη φωνή με λαρυγγισμούς, εκτείνουν χέρια, τεντώνουν πόδια. Σε λίγο θα παρουσιαστούν ως τσεχωφικοί ήρωες μέσα από τη σωματική βάσανο και οδύνη. Το σώμα τους, δεν είναι tabula rasa. Θα μεταμορφωθεί σε τόπο, χρόνο και διάσταση υποδοχής του τσεχωφικού Μύθου. Ιδεολογία, ψυχοσύνθεση και πάθη της ανθρώπινης κοινότητας αποθηκεύονται και συντηρούνται για να αρθρωθούν μέσα από λόγο, σιωπή, κραυγή. «Ποιός είμαι; τι είμαι», θα δώσουν τον κεντρικό άξονά της, Ο Πιερρότος θα δοκιμάζεται από τα πάθη των ηρώων, θα αίρει τις «αμαρτίες» όλων. Δεν είναι μόνο αφηγητής, καθοδηγητής, σχολιαστής. συμπυκνώνει όλη την ουσία του έργου. Θα είναι εκεί, μπροστά μας, ένας ανθρωπόμορφος πληγωμένος γλάρος , ανυπεράσπιστος από τα ίδια τα αδιέξοδά των ηρώων.
Στο χαμηλό κυκλικό πατάρι, σκηνογραφική αποτύπωση της λίμνης, της φυσικής χωροταξίας του έργου, με δύο εκατέρωθεν σχηματοποιημένους προβλήτες (σαν φτερά που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τη λίμνη την ίδια σε πουλί) και με έναν γλάρο πάντα παρόντα να στοιχειώνει την παράσταση, οι υποκριτές ξεδιπλώνουν τα πρόσωπα και τις σχέσεις. Βαδίζουν με πέλματα σταθερά στη γη, με χέρια που πάλλονται και πεταρίζουν στον αέρα. Με γόνατα που λυγίζουν, με σώματα που δονούνται. Ο ρεαλισμός, τίθεται σε επανεξέταση και τα δεδομένα του δοκιμάζονται μέσα από τη ψυχολογία του σώματος .Κι ενώ ακροπατούν στη σκηνή, θαρρείς πως δοκιμάζουν να «πετάξουν», να εξαϋλωθούν μέσα από την υποκριτική τους ταυτότητα που σταδιακά αναδεικνύεται σε πηγή και δέκτη ενέργειας.
Ο Σάββας Στρούμπος έχει κρατήσει τα τέσσερα πρόσωπα, που συνθέτουν τη καρδιά του έργου. Και έχει «φτιάξει» ζευγάρια που αλληλεπιδρούν και αλληλοκαθρεφτίζονται. Ο ένας διαδοχικά γίνεται το ομοιογενές είδωλο του άλλου. Τόσο εξωτερικά και σε πρώτο επίπεδο (Τριγκόριν-Αρκάντινα, Τρέπλιεφ-Νινα), όσο και σε ένα βαθύτερο, που πάντα ήταν εκεί, αλλά αδιόρατα στο έργο. Πρόκειται για την αλληλεπίδραση και την εσωτερική επικοινωνία των ζευγαριών Αρκάντινα-Νίνα καιΤρέπλιεφ- Τριγκόριν. Ζευγάρια που διασταυρώνονται σε ένα ιδεατό σχήμα Χ, και που αναδεικνύεται μέσα από το σσύμπλεγμά τους, η μαγική δεινότητα του έργου του Τσέχωφ. «Είμαι ηθοποιός» θα κραυγάσει η Αρκάντινα, «είμαι γλάρος» θα ξεφύγει από την ηθοποιό Νίνα…
«Αυτά τα πρόσωπα έχουνε τέτοιου τύπου παράξενες εσωτερικές αντιθετικές διαδρομές και ροές μεταξύ τους. Ροές που τα συνδέουν, τα έλκουν, τα απωθούν» θα μου πει ο Σάββας Στρούμπος και θα εξηγήσει μιλώντας για τους χαρακτήρες «Και στα 4 πρόσωπα προσπαθήσαμε να αναζητήσουμε αυτό που τα υπερβαίνει, δηλαδή έναν παράγοντα που υπερβαίνει τη συνειδητή τους στάση απέναντι στα πράγματα. Δηλαδή βλέπεις κάποια στιγμή ο Τρέπλιεφ, ας πούμε, βαφτίζει τη λίμνη και το αίθριο εκεί που κάθονται θέατρο, με σκηνικό, με φωτισμό και τα λοιπά. Και όταν ματαιώνεται και από τη Νίνα ερωτικά και από τη μάνα του καλλιτεχνικά και υπαρξιακά σκοτώνει ένα γλάρο. Αργότερα καίει τα γραπτά του και αυτή η διαδικασία αυτόματα τον οδηγεί στην αυτοκτονία. Η Νίνα, πάλι, δέχεται ένα φλερτ από τον Τριγκόριν, αλλά από εκεί αρχίζει μία διαδικασία τέτοια που δημιουργεί μέσα της μια δυναμική που σε πολύ μεγάλο βαθμό υπερβαίνει μία τυπική συμπεριφορά. Οδηγείται στην αυτοκαταστροφή. Επίσης, η Αρκάντινα , μετά την πρώτη απόπειρα του Τρέπλιεφ προσπαθεί να φέρει μια ισορροπία στα πράγματα και εκεί τα κάνει ακόμα χειρότερα, δηλαδή φεύγει τελείως έξω από το μέτρο. Είναι ένα πρόσωπο που συνέχεια είναι εκτός. Από κόλαση σε κόλαση, δημιουργεί την κόλαση».
Και μετά είναι ο Πιερρότος. Αυτός που μετατρέπεται σε κεντρικό αξονα της δραματουργίας της παράστασης. «Δεν ήθελα με τίποτα να χαθεί αυτός ο άξονας της αγωνίας της ζωής λόγω της μειωμένης επιχορήγησης και ελλιπούς χρηματοδότησης « θα δηλώσει με ειλικρίνια, «Και ταυτόχρονα ήθελα να συμπεριλάβω αυτή την επιθυμία του Τσέχωφ ότι όλα αυτά τα οποία αναφέρει στις σκηνικές οδηγίες αφορούν στη φαντασία του θεατή και όχι σε μία αναπαραστατική περιγραφική λειτουργία. Και αν θέλεις, είναι και ιστορική πια δηλαδή αυτή η γνωστή αντιπαράθεση Στανισλάφσκι και Τσέχωφ ενάμιση αιώνα πριν. Και έτσι με ενδιέφερε η δημιουργία μιας τέτοιας ποιητικής περσόνας, που έρχεται από τη comedia dell arte, απασχόλησε πολύ τη ρώσικη πρωτοπορία της εποχής του Τσέχωφ, ενώ το έναυσμa μού το έδωσε το ποίημα του Σαχούρη «Οι πιερρότοι των ερειπίων».
Αν ο «Γλάρος» στην πρώτη παρουσίασή του το 1898 στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, εγκαινίασε το θεατρικό σύστημα του Στανισλάφσκι (που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί σημείο αναφοράς της θεατρικής παιδείας και τέχνης), στη σκηνή του Άττις-Νέος Χώρος, και χωρίς καμία υπερβολή, συνειδητοποιείς ότι γίνεσαι μέτοχος μιας επαναστατικής, για την παραστασιογραφία του Τσέχωφ, διάστασης. Παρόλα αυτά, ο Σάββας Στρούμπος, μάλλον αντιμετωπίζει με συστολή την τοποθέτησή μου περί «πρωτοποριακής ανάγνωσης του ρώσου δραματουργού.
«Δεν ξέρω αν είναι ένας νέος τρόπος να προσεγγίσουμε τον Τσέχωφ στην Ελλάδα» θα μου απαντήσει τελικά. « Αυτό που όμως θέσαμε σαν ζήτημα κατά τη διάρκεια της όλης αυτής της ζύμωσης με το υλικό είναι το γεγονός ότι ενώ εμείς ερχόμαστε από μία δική μας παράδοση από μία δική μας μέθοδο την οποία δεν θέλαμε ούτε να εγκαταλείψουμε, ούτε να μεταβάλλουμε τον τρόπο δουλειάς μας για να κάνουμε μία ρεαλιστική παράσταση, παρόλα αυτά δε θέλαμε να υποτάξουμε και το υλικό του Τσέχωφ στη δική μας μέθοδο. Ψάξαμε να βρούμε αυτές τις συχνότητες της αλληλεπίδρασης, της επικοινωνίας, της ζύμωσης και της αναμέτρησης. Προσωπικά, αν με ρωτήσεις, δεν πιστεύω ότι διαθέτω κάποια συγκεκριμένη φόρμα σα σκηνοθέτης. Πιστεύω ότι η ζύμωση με το κάθε υλικό μέσα από έναν τρόπο δουλειάς δημιουργεί μια διαφορετική κάθε φορά φόρμα, δηλαδή θεωρώ ότι κάθε έργο είναι άλλη παράσταση»
Και συνεχίζει να εξηγεί «Η φόρμα δεν προϋπάρχει ως τέτοια.Αυτό λοιπόν το οποίο μπορώ να πω είναι ότι αυτή η καταβύθιση στα υλικά του Τσέχωφ, μας οδηγεί προς το υλικό. Το μελετάμε, παλεύουμε μζί του, το ψάχνουμε και αναγκαστικά σκάβουμε και μέσα μας γυρνάμε και μέσα μας. Αυτή η αλληλεπίδραση, έρχεται και δημιουργεί σκηνική ύπαρξη κι έτσι η φόρμα δημιουργείται από κει. Υπάρχει το συμβολικό στοιχείο, υπάρχει το ποιητικό στοιχείο, υπάρχει και η αναζήτηση του ρεαλισμού. Υπάρχει το στοιχείο της ψυχοσωματικής και ενεργοποιημένης σκηνικής μας παρουσίας. Όλα αυτά δημιουργούν έναν κόσμο»
Τα τέσσερα πρόσωπα που τα δένει και τα χωρίζει η τέχνη. Ό,τι υφέρπει στο έργο, ο Σάββας Στρούμπος το καθιστά εύγλωττο, ανακαλύπτοντας τις τομές τους και εγγυώμενος τημ άρρηκτη συνοχή τους. Τα κρυφά και τα φανερά επενδύονται με τους συμβολισμούς της σωματικής ενέργειας. Είναι η ίδια η ουσία της Τέχνης, που του έδωσε το έναυσμα να μιλήσει για τον «Γλάρο» μέσα από τον «Γλάρο»; «Νομίζω ότι η προβληματική πάνω στο θέμα της τέχνης διαπερνά το έργο, είτε έτσι είτε αλλιώς. Αλλά αυτός ο άξονας για την αγωνία περί τέχνης, περί δημιουργίας και προσανατολισμού μέσα στα καλλιτεχνικά τοπία αλληλεπιδρά με έναν άλλο άξονα, επίσης αγωνιώδη . Της μελέτης της ανθρώπινης ύπαρξης, της μελέτης της ανθρώπινης φύσης ή του ψυχισμού σε πολύ μεταβατικούς και παράξενους καιρούς» θα τονίσει με νόημα και θα μου δώσει την αφορμή να τον ρωτήσω κοινότυπα και ως όφειλα για την επικαιρότητα του Τσέχωφ.
«Το τοπίο του «Γλάρου» μέσα στο οποίο συζητάμε όλα αυτά τα πράγματα γίνονται ένα εξαιρετικό εφαλτήριο για τη μελέτη της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτό που λέμε με θεατρικούς όρους ότι το σκάψιμο συνέχεια μας προκαλεί για περισσότερο σκάψιμο: Σε ότι αφορά τις συμπεριφορές των προσώπων, τις αλληλεπιδράσεις των προσώπων μεταξύ τους, σε μια πιο ευρύ αναζήτηση πάνω στην ίδια, την ανθρώπινη κατάσταση σε καιρούς μεταβατικούς, το τονίζω αυτό από την άποψη ότι το ξέρουμε και ιστορικά πια. Η εποχή που γράφει ο Τσέχωφ δεν είναι απλά μία ανώδυνη μετάβαση από την ρωσική επαρχία του τέλους του δέκατου, ένατου αιώνα στη ρωσική πόλη. Είναι ένας καιρός. Κρίσεων εξεγέρσεων ενός πολύ μεταξύ καιρός. Που χωρίς βέβαια να το λέμε ότι είναι ακριβώς ίδιο δεδομένων των αναλογιών, προσομοιάζει με την εποχή μας»
Εύλογος ο προβληματισμός. Ζούμε πράγματι σε μια εποχή μεταβατική ή μήπως απλά είμαστε βαλτωμένοι; Γιατί ο Τσέχωφ όντως έζησε σε μια μεταβατική εποχή όπου το νέο χτυπούσε δυνατά την πόρτα της κοινωνίας του. Τώρα τι γίνεται;
«Η ελπίδα ανήκει σε αυτούς που δεν έχουν ελπίδα, οπότε εγώ είμαι έτσι από φύση και από θέση αισιόδοξος. Πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά μεταβατική εποχή και όσο κι αν βαδίζουμε στο χείλος της αβύσσου, θέλω να βλέπω το νέο να έρχεται. Μπορεί, αυτό το νέο, να το ονειρευόμαστε, μπορεί να έρθει σε μία άλλη εποχή χωρίς εμάς, απλά στο σήμερα αχνοφαίνεται μόνο. Αλλά θα έρθει…»
Και αυτές οι τελευταίες λέξεις της συνομιλίας μας, ήρθαν και «κούμπωσαν» με τις τελευταίες λέξεις της παράστασης. Όταν οι ήρωες καταρρέουν, η επιθυμία για ζωή γίνεται όλο και πιο δυνατή. «Θέλω να ζήσω τη ζωή» θα συνομολογήσουν. «Ο άνθρωπος, πρέπει να θέλει να ζήσει. Πρέπει να ξέρει γιατί ζει». Να ζει, να θέλει, να ξέρει…
Η παράσταση έχει πρεμιέρα για τη φετινή σεζόν την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου. Θα παίζεται στο Θέατρο Άττις-Νέος Χώρος κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00 & Κυριακή στις 20.00. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ
Μετάφραση: Δαυίδ Μαλτέζε
Σκηνοθεσία – Διασκευή: Σάββας Στρούμπος
Σκηνικά – κοστούμια: Κατερίνα Παπαγεωργίου
Φωτισμοί: Κώστας Μπεθάνης
Ηχοτοπίο: Λεωνίδας Μαριδάκης
Δραματολόγος: Μαρία Σικιτάνο
Κατασκευή κοστουμιών: Ελένη Χασιώτη
Κατασκευή σκηνικού: Απόστολος Ζερδεβάς
Μακιγιάζ: Βιργινία Τσιχλάκη
Φωτογραφίες: Αντωνία Κάντα
Επικοινωνία: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
Διανομή (με σειρά εμφάνισης):
Πιερρότος: Άννα Μαρκά – Μπονισέλ
Τρέμπλιεφ: Γιάννης Σανιδάς
Νίνα: Ελπινίκη Μαραπίδη
Αρκάντινα: Ρόζυ Μονάκη
Τριγκόριν: Σάββας Στρούμπος