Το Αλ Τσαντίρι Νιούζ της 17ης Δεκεμβρίου κινήθηκε ξανά στο όριο: ανάμεσα στην αντιπολίτευση και στο ίδιο το σύστημα που το φιλοξενεί

Ο συντάκτης του fragilemag.gr - Γιάννης Παναγόπουλος

Το «Αλ Τσαντίρι Νιούζ» της Τετάρτης 17 Δεκεμβρίου 2025 κράτησε τον αντιπολιτευτικό του ρυθμό. Και ο πρωταγωνιστής του, που γνωρίζει την τέχνη της επιβίωσης στην πολιτικοτηλεοπτική αρένα, μας έδωσε ένα ακόμα σίκουελ κριτικής στην εγχώρια διαφθορά. Να του το πιστώσουμε. Η εκπομπή (και η χθεσινή) ήταν μια ξινή υπενθύμιση ότι, σε μια χώρα όπου τα σκάνδαλα κυκλοφορούν πάνω από τα κεφάλια μας, ο σαρκασμός και ο πατριωτικός αυτοσαρκασμός μπορούν να έχουν πολιτικό προφίλ.

Πριν πάμε παρακάτω, ας κοιτάξουμε την τσέπη των υπ’ όψιν μας. Το «Αλ Τσαντίρι Νιούζ» προβάλλεται από το Mega, του γνωστού εφοπλιστή, που μαζί με την ομάδα του ελέγχουν το θυμικό ολόκληρου λαού. Να πούμε επίσης πως η εκπομπή κάνει διαλείμματα για διαφημίσεις. Προβάλλεται σε ώρα και μέρα που όλοι βλέπουν τηλεόραση. Το «Αλ Τσαντίρι Νιούζ» είναι τηλεοπτικό προϊόν. Με άλλα λόγια, όπως πάντα, η σάτιρά του έχει όρια.

Ο Λάκης Λαζόπουλος στο «Αλ Τσαντίρι Νιούζ». Η παραγωγή γέλιου έρχεται όχι ακριβώς μέσα από το υποκριτικό του ταλέντο, αλλά με ορμή από το αυτοσχέδιο χιούμορ που έχει ρίζες στις κινηματογραφικές κωμωδίες της δεκαετίας του ’60. Εννοείται, ο Λαζόπουλος γνωρίζει πώς να σαρκάσει την ελληνική πραγματικότητα. Όταν, για παράδειγμα, έχεις έναν ολόκληρο «Φραπέ» να σαδίζει την αισθητική και τη λογική ολόκληρης χώρας (και μάλιστα με κυβερνητικές πλάτες), τότε η πρώτη ύλη ενός ανθρώπου που γνωρίζει την τέχνη της πρόκλησης λαϊκού γέλιου γίνεται ανεξάντλητη. Και τα νούμερα τηλεθέασης όχι μόνο απογειώνονται, αλλά γίνονται λαϊκή ατζέντα.

Ο «Φραπές» του Απόστολου Γκλέτσου δεν ήταν απλώς ένας κωμικός χαρακτήρας. Ήταν η συμπύκνωση μιας ολόκληρης πολιτικής κουλτούρας: αμετροεπής, θρασύς, γεμάτος υπεκφυγές και την αυτοπεποίθηση ανθρώπου που ξέρει ότι στο τέλος «δεν θα τρέξει τίποτα». Η υπερβολή του δεν ήταν φάρσα — ήταν ρεαλισμός μεταμφιεσμένος σε σάτιρα.

Ο Λαζόπουλος, όταν άφησε τους χαρακτήρες στην άκρη, μίλησε καθαρά. Για την κόπωση, για την επανάληψη, για τη συλλογική εξάντληση μιας κοινωνίας που παρακολουθεί τα ίδια έργα με διαφορετικούς τίτλους. Δεν χάρισε ευθύνες. Ούτε στην εξουσία, ούτε στους πολίτες. Γιατί η ανοχή, όσο κι αν πονάει να το παραδεχτούμε, είναι μέρος του προβλήματος.

Το τελευταίο «Τσαντίρι» δεν ήθελε να είναι ευχάριστο. Πίσω από τη βοή του γέλιου, τι ήταν; Δεν πρόσφερε λύσεις, δεν μοίρασε ελπίδα με την οκά. Πρόσφερε κάτι πιο σπάνιο: ενόχληση. Και σε μια τηλεόραση που έχει εκπαιδεύσει το κοινό να ξεχνά πριν τελειώσει το επεισόδιο, αυτό από μόνο του είναι πράξη αντίστασης.

Αν η σάτιρα δεν θυμώνει, δεν ενοχλεί και δεν ξεβολεύει, τότε είναι απλώς ντεκόρ. Το «Αλ Τσαντίρι Νιούζ» της 17ης Δεκεμβρίου απέδειξε ότι, τουλάχιστον κάποιες φορές, αρνείται να γίνει διακοσμητικό.