
Κριτική | «Χρονικό» του Γιάννη Ρίτσου στο Θέατρο 104: η Μνήμη, το Χρέος, η Πράξη
Όλοι όμως, παραβλέπουν το ένα αδιασάλευτο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης και ποιητικής προσωπικότητας του ποιητή. Ότι υπήρξε μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματος του κομμουνιστής. Και αν παραγνωρίσεις αυτό, δεν έχεις πάρει «πρέφα» για το έργο του, την έμπνευσή του, τη γραφή του και τη στάση του. Και αδυνατείς να ερμηνεύσεις, να αποκωδικοποιήσεις και να αποσυμβολίσεις τον ποιητικό του κόσμο
Αργήσαμε, σύντροφε. Αργήσαμε πολύ. Πρέπει να πούμε το δικό μας τραγούδι
(Γιάννης Ρίτσος, Χρέος, 1949)
Δεν είναι καθόλου εύκολο να ανεβάσει κανείς Ρίτσο στο θέατρο. Ή μάλλον για να ανεβάσει σωστά κάποιο έργο του (και μάλιστα από την πολυπρισματική «Τέταρτη Διάστασή» του), θα πρέπει πρωτίστως να ασπάζεται την αδιάσειστη θέση του ποιητή ότι «ο ποιητής είναι στρατιώτης» και ότι η ποίηση είναι άχρηστη και αχρείαστη εάν δεν υπηρετεί τον άνθρωπο και τη κοινωνία.
Η «Τέταρτη Διάσταση», αυτή η κορωνίδα όχι μόνο των ελληνικών γραμμάτων αλλά και της παγκόσμιας ποιητικής δραματουργίας, επιτηδευμένα παραλλάσσεται και παραχαράσσεται, όλα αυτά τα χρόνια. Το έργο, ποίηση και θέατρο μαζί, ερμηνεύεται μονοθεματικά και εντελώς αυθαίρετα (ίσως και σκόπιμα) ως κάποια εντρύφηση στο ψυχολογικό θέατρο, προτάσσοντας του κυρίως φροϋδικά χαρακτηριστικά, ακόμα και μεταφυσικές αναζητήσεις.
Όλοι όμως, παραβλέπουν το ένα αδιασάλευτο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης και ποιητικής προσωπικότητας του ποιητή. Ότι υπήρξε μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματος του κομμουνιστής. Και αν παραγνωρίσεις αυτό, δεν έχεις πάρει «πρέφα» για το έργο του, την έμπνευσή του, τη γραφή του και τη στάση του. Και αδυνατείς να ερμηνεύσεις, να αποκωδικοποιήσεις και να αποσυμβολίσεις τον ποιητικό του κόσμο, και να το τοποθετήσεις στη σωστή του διάσταση.
Αδυνατείς να κατανοήσεις το γεγονός ότι αυτοί οι μονόλογοι, δεν αποτελούν κανενός είδους ψυχολογικής εσωστρέφειας, παρόλο που έτσι δείχνουν σε πρώτο επίπεδο. αντίθετα πρόκειται για μια ευρύτατη αποδόμηση του «Εγώ», ως προσφορά δομικών υλικών για το χτίσιμο του «Εμείς».
Η «Τέταρτη Διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου, συλλογή από 17 αφηγηματικά ποιητικά έργα, στην πλειοψηφία τους αρχαιόθεμα, αποτελεί τομή στα ελληνικά γράμματα. Ένα από τα τέσσερα που δεν έχουν ρίζα και βάση στους αρχαιοελληνικούς μυθολογικούς κύκλους είναι και το «Χρονικό» που ο Βασίλης Καλφάκης διασκευάζει και σκηνοθετεί στο Θέατρο 104.
Το «Χρονικό» αν και ξεφεύγει από την ευθεία αρχαιοελληνική μυθολογική αναφορά, το γενικό χαρακτηριστικό της «Τέταρτης Διάστασης», υπακούει ωστόσο στη μορφή, στο ύφος και στη φόρμα της. Και εδώ, η προσωπική αγωνία της ανθρώπινης παρακμής, το προσωπικό βίωμα που ωστόσο αφορά το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι μετουσιώνονται σε ποίηση με καθολική και διαχρονική αξία. Και εδώ, καταργείται ο υπαρξιακός χώρος και η μικρή πατρίδα, που είναι και δεν είναι η αγαπημένη του ποιητή Σάμος, συμβολοποιείται για να εκφράσει την μεγάλη πατρίδα Ελλάδα. Ο Υπαρξιακός Χώρος συμπαρασύροντας τον Υπαρξιακό Χρόνο, για να εκφράσουν εντέλει την αιωνιότητα, το άχρονο, το άτοπο, το διηνεκές, το αέναο. Και γι αυτό, ο ποιητής απευθύνεται «στους ανθρώπους του καιρού μας», του όποιου καιρού μας.
Και είναι διάχυτη η ηρεμία του ποιητή, χαρακτηριστικό στο σύνολο σχεδόν του έργου του. Ηρεμία που απορρέει από την ίδια τη διαλεκτική φύση του, από την κατανόηση του δράματος της ζωής και του ανθρώπου. Σε αυτήν την ηρεμία έγκειται η ομορφιά της ποίησης του Ρίτσου. Στο σμίξιμο της ιστορικής γνώσης με τον ποιητικό οίστρο. Ο Ρίτσος, και στο «Χρονικό» μεταγγίζει την ποίηση στο δοχείο της διαλεκτικής εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας.
Για το Χρέος, μιλά το «Χρονικό», το χρέος του Ανθρώπου, του χρέος του αγωνιστή και έξυπνα ο Βασίλης Καλφάκης, ξεκινά τη σκηνική αφήγηση με το «Χρέος του ποιητή», μια άλλη σύνθεση του Ρίτσου. Για το Χρέος, ως αποστολή και για τη Μνήμη. Για τη Μνήμη που Χρέος της είναι να «γίνεται πείρα και προχωρημένη πράξη». Αλλιώς ακυρώνεται.
Και ο Βασίλης Καλφάκης σαν ένας κομπέρ από ένα παράξενο μουσικό ανσάμπλ, θα μας οδηγήσει σε αυτήν την «αυτοκατάδυση» στα μύχια του ποιητή μέσα σε μια λυρική έκρηξη.
Αναμιγνύει στην παράσταση βιογραφικά στοιχεία, αξιοποιεί τα λαϊκά σύμβολα του Ρίτσου, μεταφέρει άλλα από άλλα έργα του σε μια διαλεκτική φόρμα, εφευρίσκει καινούρια για τους ίδιους σκοπούς. Το σακάκι στο καρφί στον τοίχο, το σακάκι του φυλακισμένου αγωνιστή, το σακάκι του «Ταμία» αγωνιστή, που όλο οφείλει να ξεπληρώνει, χωρίς να χρωστάει, σαν έμφυτο, διαρκές Χρέος αγώνα, το πλαστικό σκαμπό σημείο της παρακμής μας, τη μιμητική Αρκούδα, που επισκέφτηκε το «Χρονικό», θαρρείς από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», και εκείνα τα σιγοτραγουδίσματα, οι λαΐκές ελεγείες, οι ψίθυροι ψυχής, τα «Ξένα Χέρια», το «Απόψε μ’ εγκατέλειψες», τα «Μαγικά Νησιά», πού γίνονται καύσιμα της χορικότητας της παράστασης, μέσα από τη κίνηση των ζεϊμπέκηδων, το σμίξιμο των χεριών στον αργόσυρτο τσάμικο, το σύρσιμο των καλοκουρδισμένων ποδιών προγραμματισμένων ανδρείκελων (κίνηση Νατάσσα Σιέτου)
Όλες αυτές οι ποιητικές μορφές και εκφράσεις μετατρέπονται σε ένα παιχνίδισμα εσωτερικού μονολόγου, εξωστρεφούς αφήγησης και θεατρικής διαλεκτικότητας, μέσα από την πολυφωνία της παράστασης. Οι προσωπικές σκέψεις και εξομολογήσεις, γίνονται κοινό και ταυτόσημο πεδίο με τη συνοδεία της πρωτότυπης μουσικής του Ανρί Κεργκομάρ. Η συμβολική κενότητα της σκηνογραφίας (σκηνικά – κοστούμια Ηλιάνα Μπαφέρου), αναδεικνύει αφοπλιστικά τη στοχευμένη εικαστικότητα του καραβιού-συμβόλου.
Οι τέσσερις ηθοποιοί (Βασίλης Καλφάκης, Σάντρα Λειβαδάρα, Γιώργος Σύρμας και Γιώτα Φέστα), μεταφέρουν με θέρμη το ανθρώπινο πάθος και την αίσθηση ζωής, με διαδοχικές ανακλάσεις, με θεατρικότητα, με εκφραστικές παύσεις, με λόγο αλληλένδετο και συνεκτικό, με ρυθμό ζωηρό, μετατρέποντας σε εικόνες και ταμπλό, τους ποιητικούς διασκελισμούς του έργου. Για να καταλήξουν, να μας ανοίξουν αυτήν την ολόφωτη πόρτα του Γιάννη Ρίτσου (φωτισμοί Βασίλης Γιαννακόπουλος), που μας οδηγεί στην ουσία της Ρωμιοσύνης.
Όχι, στην κούφια. εθνοτική, βυζαντινή Ρωμιοσύνη της Άρβελερ, ούτε στην «λαογραφική», φολκλορική Ρωμιοσύνη του Ελύτη. Αλλά στην οικουμενική Ρωμιοσύνη του Ρίτσου, με το ηθικό της ανάστημα και την ιστορική της διάσταση. Τη Ρωμιοσύνη, που ορίζεται από τους λαϊκούς αγώνες, για Δικαιοσύνη, Ελευθερία, Εξανθρωπισμό του Ανθρώπου.
Η παράσταση παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στο Θέατρο 104. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ
Σκηνοθεσία – δραματουργική επεξεργασία: Βασίλης Καλφάκης
Κίνηση: Νατάσσα Σιέτου
Πρωτότυπη Μουσική: Ανρί Κεργκομάρ
Επιμέλεια σκηνικών – κοστουμιών: Ηλιάνα Μπαφέρου
Φωτισμοί: Βασίλης Γιαννακόπουλος
Φωτογραφίες – trailer: Εύα Κανούση
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Παίζουν: Βασίλης Καλφάκης, Σάντρα Λειβαδάρα, Γιώργος Σύρμας και Γιώτα Φέστα