Ένα χαρακτηριστικό συναίσθημα όταν βλέπει κανείς ένα αγαπημένο μυθιστόρημα να μετατρέπεται σε ταινία, είναι η αμηχανία. Μπορεί να μη μας αρέσουν οι πρωταγωνιστές ή να τους βρίσκουμε υπερβολικά όμορφους, ωστόσο απέχουν από αυτό που φανταζόμασταν, όταν διαβάζαμε το βιβλίο. Ποτέ δεν σκεφτήκαμε ότι η Άννα Καρένινα του Τολστόι ή ο Γκάτσμπυ του Σκοτ Φιτζέραλντ θα έμοιαζαν με την Κίρα Νάιτλι ή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο.

Η αίσθηση της αμηχανίας που έχουμε στον κινηματογράφο μπορεί να βιωθεί και πολύ πιο προσωπικά, στις ιδιωτικές μας στιγμές, όταν αντικρίζουμε το ίδιο μας το είδωλο στον καθρέπτη. Εκεί βλέπουμε τον εαυτό μας όχι όπως τον σκεφτόμαστε, αλλά όπως εκείνος μάς πληροφορεί πως είμαστε.

Κάποιοι ίσως είμαστε επιρρεπείς στο να κοιτάζουμε το είδωλό μας και να σκεφτόμαστε – ακόμα κι αν δε μισούμε την εμφάνισή μας- ότι τα χαρακτηριστικά μας είναι με πολλούς τρόπους εξαιρετικά άπιστα ως προς το πώς αισθανόμαστε ότι είμαστε. Όπως και με έναν χαρακτήρα σε ένα μυθιστόρημα, γνωρίζουμε τον εαυτό μας στο παρηγορητικό φως του μυαλού, όπου δεν θέτουμε αυστηρά όρια και δεν βγάζουμε απόλυτα συμπεράσματα για το ποιοι θα μπορούσαμε να είμαστε.
Δίνουμε κατά κάποιον τρόπο στον εαυτό μας μια ευρυχωρία στο ποιος είναι και πώς μοιάζει.

Γνωρίζουμε ότι έχουμε χίλιες διαθέσεις, ότι είμαστε ένα εκπληκτικό μείγμα ευγένειας αλλά και εγωισμού, καλού και κακού, μπερδεμένου και καθαρού βλέμματος. Γνωρίζουμε ότι έχουμε άπειρες δυνατότητες και ότι σχεδόν κάθε μορφή ζωής που ζει και αναπνέει στη γη έχει κάποια ηχώ μέσα μας. Πόσο μπερδεμένο, λοιπόν, να κοιτάζουμε στον καθρέφτη και να παρουσιάζουμε αόριστα ένα και μόνο άτομο, με μια κυρίαρχη έκφραση, μια μάλλον σοβαρή μύτη, δύο μάτια γεμάτα απορία και ένα ζευγάρι επιφυλακτικών χειλιών.

Αυτό το μπερδεμένο συναίσθημα κάνει την εμφάνισή του αρχικά στην εφηβεία. Είναι τότε που για πρώτη φορά συνειδητοποιούμε το πώς βλέπουν τα σώματά μας οι άλλοι, αλλά και το ίδιο το σώμα μέσα στο οποίο θα κατοικήσουμε μια ολόκληρη ζωή – έχοντας ίσως ονειρευτεί κάποτε πως θα μπορούσαμε να είμαστε τόσο ελεύθεροι και αέρινοι, όσο ένα σύννεφο. Το πρόσωπό μας στον καθρέπτη μπορεί να μας προκαλεί την ίδια έκπληξη, όσο σε έναν αναγνώστη η ενσάρκωση ενός αγαπημένου του μυθιστορηματικού ήρωα από έναν συγκεκριμένο ηθοποιό. Ίσως λοιπόν και εμάς κάποιος να μας παίζει – και μπορεί να μην είμαστε σίγουροι ότι αυτός μας αρέσει.

Το σώμα που μας προδίδει και οι αγωνίες της εφηβείας

Μερικές φορές μας δίνονται συμβουλές για το πώς να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια κατάσταση. Πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε αυτό που είμαστε έτσι όπως είμαστε. Να περιβάλλουμε τον εαυτό μας με ευγνωμοσύνη – και να ερμηνεύσουμε το σώμα μας ως δώρο της φύσης. Είμαστε, ό,τι αισθανόμαστε.

Η συμβουλή είναι εύλογη και εύστοχη. Αλλά μπορεί να υπάρχει μια άλλη, πιο αναπάντεχη προσέγγιση, αυτή που βασίζεται όχι τόσο στην ευγνωμοσύνη και την αποδοχή όσο στην θριαμβευτική σωματική απόρριψη. Μπορούμε να κοιτάξουμε το πρόσωπο στον καθρέπτη και να σκάσουμε ένα θυμωμένο χαμόγελο σαν να λέμε: αυτός δεν είμαι εγώ και ποτέ δεν θα είμαι. Αντί να προσπαθούμε να ξεπεράσουμε την αρχική μας αμηχανία, θα μπορούσαμε να την κρατήσουμε, θεμελιώνοντας ένα μεγάλο μέρος της ταυτότητάς μας σε μια άρνηση να λάβουμε υπόψη το λεγόμενο «δώρο της φύσης» που δεν μπορούμε να αντέξουμε.

Ακολουθώντας τον Άγγλο μυθιστοριογράφο και ποιητή Kingsley Amis θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την εμφάνισή μας ως έναν ηθοποιό που μας ενσαρκώνει και στον οποίο δεν οφείλουμε καμία ιδιαίτερη εύνοια ή πίστη. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε το σώμα μας ως ένα ταξί μέσα στο οποίο το σύμπαν μάς έχει σπρώξει με αγενή τρόπο, όχι ένα όχημα που είχαμε προσεκτικά την ευκαιρία να επιλέξουμε – και το αξίζουμε.

Από μια τέτοια ανυπάκοη οπτική μπορεί να προκύψει μια απελευθερωτική ελαφρότητα. Δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχούμε αν είμαστε ή όχι τα πρόσωπά μας. Θα ξέρουμε πολύ απλά ότι δεν είμαστε. Θα υποδείξουμε στον κόσμο ότι υπάρχουν εκατομμύρια ανθρώπων, πλάσματα πιο αστεία και πιο λυπημένα, πιο έξυπνα, πιο αρσενικά και πιο θηλυκά, που αγωνίζονται να ζήσουν. Ταυτόχρονα, θα είμαστε σε θέση να αποσυνδέσουμε ριζικά την εξωτερική μορφή με τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου για να διαμορφώσουμε άποψη ή αρέσκεια για εκείνον. Θα σταματήσουμε να παίρνουμε την εμφάνιση ως ένα είδος αλήθειας. Θα γνωρίζουμε πως οι άλλοι είναι πιθανό να αισθάνονται εξίσου απογοητευμένοι από το σώμα τους όσο κι εμείς. Θα μπορέσουμε ίσως να «δούμε» την ομορφιά εκεί όπου κανείς άλλος δεν έχει μάθει να την εντοπίζει, γιατί θα κοιτάζουμε με νέα και πιο διεισδυτική ματιά. Και το πιο σημαντικό, θα αισθανθούμε συμπόνια, για τον εαυτό μας και τους άλλους, για την κατάφωρη αδικία της λοταρίας προσώπου που έχουμε παίξει χωρίς να το έχουμε ποτέ καν ζητήσει.