Του Νικηφόρου Γκολέμη //

Ως εδώ με το πρώτο επίπεδο. Με μια ανακοίνωση γεμάτη αγανάκτηση, η οργάνωση «Ως εδώ», αποτελούμενη από συγγενείς θυμάτων τρομοκρατικών επιθέσεων, κατακεραυνώνει το «Εθνικό Θέατρο» για την επιλογή του να ανεβεί παράσταση στην Πειραματική Σκηνή με αποσπάσματα (και) από το έργο του Σάββα Ξηρού «Η μέρα εκείνη – 1560 ώρες στην εντατική. Μια μαρτυρία για το δικό μας Γκουαντάναμο». Η ανακοίνωση αυτή συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα συστατικά, έτσι ώστε να μπορεί να σταθεί επιτυχώς στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Αντιμετωπίζει δηλαδή τα ζητήματα με τη δέουσα απλοϊκότητα, επιλέγει αυστηρά το πρώτο επίπεδο της ανάγνωσης, και κατορθώνει με αυτόν τον τρόπο να εγκλωβίσει τη συζήτηση σε κίβδηλα διλήμματα, με την τελευταία να οδηγείται… σιδηροδέσμια σε ανούσιους – και ανόητους – αφορισμούς. Από την ανακοίνωση των «Ως εδώ» πληροφορηθήκαμε ότι ο Ξηρός, ο τρομοκράτης, ο δολοφόνος, έγινε τέχνη, «ανέβηκε» στο σανίδι και… εξαγνίζεται. Και εδώ ξεκινάει η ασέλγεια σε βάρος της συστηματικής και ώριμης προσέγγισης των γεγονότων. Η όλη συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το «τι». Τι συνέβη; Ανέβηκε μια παράσταση. Τι παράσταση; Με κείμενα του Ξηρού. Η συζήτηση τελειώνει εδώ. Το πόρισμα καταδικαστικό. Το πρώτο επίπεδο, το επίπεδο του «τι», επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα και εξέρχεται θριαμβευτικά. Εξέρχεται θριαμβευτικά, αφού αναγκάζει το Εθνικό Θέατρο» να…αυτολογοκριθεί, κατεβάζοντας εν τέλει την επίμαχη παράσταση. Η ανακοίνωση του «Εθνικού Θεάτρου» δεν είναι τίποτα άλλο από την παραδοχή της ήττας του απέναντι στις δυνάμεις του «τι». Στην πραγματικότητα όμως, πληθώρα ζητημάτων συσσωρεύονται πίσω από το επιφανειακό «τι». Ζητήματα όπως αυτό της οριοθέτησης της ελευθερίας της τέχνης και κατ’ επέκταση τού αν, πότε, και υπό ποιες προϋποθέσεις τέτοιου είδους θεάματα μπορούν και πρέπει να γίνονται αποδεκτά. Είναι ένας λανθάνων παράγοντας στην εξίσωση, ο οποίος περιληπτικά μπορεί να αποδοθεί ως το επίπεδο τού «πώς». Και είναι εν τέλει ο καθοριστικός παράγοντας. Γιατί το «πώς» θα παρουσιασθεί κάτι καθορίζει εν πολλοίς και το τελικό αποτέλεσμα. Αλλά ας πάμε λίγο εκτός συνόρων. Στη Γερμανία φέτος συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από τον θάνατο του Αδόλφου Χἰτλερ και – βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας – «ο Αγών μου» είναι πλέον ελεύθερος προς ανατύπωση. Η επανέκδοση του βιβλίου στη Γερμανία είχε τεχνηέντως μπλοκαριστεί από το Ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας, στο οποίο είχαν καταλήξει τα πνευματικά δικαιώματα μετά τον θάνατο του συγγραφέα, οπότε θα ήταν η πρώτη φορά μετά από 55-60 χρόνια που θα εκδιδόταν ξανά το χιτλερικό μανιφέστο στα γερμανικά. Φανταστείτε το «σοκ» που θα πάθαιναν οι Γερμανοί αν έμεναν στο επίπεδο του «τι». Τι θα γίνει; Θα επανεκδοθεί ο «Αγών»; Καταστροφή. Και μιλάμε για τον Αδόλφο Χίτλερ που μπροστά του ο Ξηρός είναι… ψιλικατζής. Αλλά εδώ στα ξένα δεν έμειναν στο επίπεδο τού «τι». Προχώρησαν στο επίπεδο τού «πώς». Και στα γερμανικά βιβλιοπωλεία αυτή τη στιγμή υπάρχει μια κριτική έκδοση του βιβλίου με σχολιασμό από εγκεκριμένους καθηγητές που αγγίζει συνολικά τις δυο χιλιάδες σελίδες (!). Τόσο πολύ προχώρησαν στη Γερμανία που σκέφτονται μέχρι και να το εισαγάγουν ως σχολικό μάθημα!

νικ

Στην Ελλάδα του 2016 όμως εξακολουθούμε να αρνούμαστε πεισματικά να ερευνήσουμε το επόμενο επίπεδο και κατακεραυνώνουμε μια παράσταση μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιεί αποσπάσματα από κείμενο του Ξηρού. Βέβαια, στην ίδια παράσταση παίζονταν και αποσπάσματα από τους «Δίκαιους» του Καμύ, όπου μέσω της σύγκρουσης των πρωταγωνιστών-επαναστατών για το δικαίωμα του επαναστάτη να αφαιρεί ζωές, τίθενται τα ύψιστα φιλοσοφικά ζητήματα περί ανθρώπινης φύσης και ηθικής. Θα ήταν λοιπόν πολύ πιο χρήσιμο να εξετασθεί και εν τέλει να κριθεί η παράσταση με βάση το αν και πόσο αποδοτικά συνδύασε τα κείμενα, καθώς και για την ανάγνωση που έκανε η σκηνοθέτις και οι λοιποί συντελεστές πάνω σε αυτά, παρά από το γεγονός και μόνο ότι τα επέλεξε. Να κριθεί δηλαδή με βάση το «πώς» και όχι με βάση το «τι». Και αν ο φόβος των «Ως εδώ» είχε να κάνει με τον πιθανό… εξαγνισμό του Σάββα Ξηρού, είναι δεδομένο ότι αν ήθελαν-θέλουν κάποιοι να του δώσουν άφεση αμαρτιών, σίγουρα θα διαθέτουν πιο… επαγγελματικούς τρόπους από το υπόγειο του Εθνικού Θεάτρου. Δυστυχώς, το «ΕΘ» επέλεξε να παραδοθεί αμαχητί, αναγνωρίζοντας προφανώς ότι ή μάχη με το εξαγριωμένο «τι» ήταν άνιση. Τα μανταλάκια είχαν βγει και οι συντελεστές της παράστασης ήταν έτοιμοι για το καθιερωμένο τηλε-κρέμασμα. Η έκπληξη θα ήταν να προσπαθήσει να πολεμήσει το «τι» με τα μέσα που διέθετε, αλλά επειδή ένας ήταν ο Δαυίδ και αυτός κινείται στα όρια της μυθοπλασίας, το «ΕΘ» επέλεξε τον…επώδυνο συμβιβασμό. Εν κατακλείδι, η αντιμετώπιση του ανεβάσματος και κατεβάσματος της παράστασης φανερώνει και το ποιόν της κοινωνίας μας. Μιας κοινωνίας που αρνείται πεισματικά να μεταβεί από το επίπεδο τού «τι» στο επίπεδο τού «πώς».