Από τη Σώτια Παπαμιχαήλ //

Επιτέλους, έχω στα χέρια μου το δεύτερο βιβλίο της Hannah Kent, Οι Καλοί – Εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση της εξαιρετικής Μαρίας Αγγελίδου. Το περίμενα όσο λίγα. Είχα αγαπήσει τόσο το πρώτο της βιβλίο, τα Έθιμα Ταφής. Έχει ένα μαγικό τρόπο η Hannah Kent να χτίζει τον κόσμο της. Λέξη τη λέξη, εικόνα την εικόνα, μυρωδιά τη μυρωδιά. Έχει ένα μαγικό τρόπο να σε κάνει να ξεχνάς το δικό σου κόσμο. Και λίγο πριν κλείσεις το βιβλίο, να σου αποκαλύπτει πως όλα αυτά που διάβαζες, δεν είναι απλώς ένα παραμύθι. Πως αυτά που σε έκαναν να ξαγρυπνάς πάνω από τις σελίδες του, κάποτε, κάποιος τα έζησε. Και να λες, δεν μπορεί. Δε γίνεται. Πόσο σκληρός ήταν κάποτε ο κόσμος. Πόσο επικίνδυνος. Πόσο τρομακτικός. Πώς μπορούσαν όλα να χαθούν σε μια στιγμή; Πώς άντεχαν να παλεύουν μέχρι το τέλος;

Ιρλανδία 1825. Λάσπες και χαμόσπιτα, τύρφη κι αγριόχορτα, καπνός παντού και φτώχεια. Φτώχεια και φόβος. Θεοί και δαίμονες λυσσομανάνε στις στέγες των σπιτιών κι οι άνθρωποι της κοιλάδας ξενυχτάνε πάνω από το νεκρό σώμα του άντρα της Νόρας Λίχι. Μοιρολογούνε και θρηνούν κι η χήρα του να μην αντέχει όλο αυτό τον πόνο. Δεν μπορεί να χάθηκε μέσα σε μια στιγμή. Δεν μπορεί αυτό το παγωμένο σώμα να είναι το δικό του. Πού πήγε ο άνθρωπός της, πού πήγε το στήριγμά της, η ζωή της; «Όσος κι αν είναι ο θάνατος στον κόσμο, ο πόνος της κάθε γυναίκας είναι μόνο δικός της. Σαν περάσει ένας χρόνος από τη μέρα που θάβεις τον άντρα σου, κανείς δε θα θέλει τη λύπη σου». Και δε λυπάται μόνο για το χαμό του, λυπάται και για τη ζωή που την περιμένει. Δεν τη φοβίζει μόνο η μοναξιά, είναι κι ο Μίχολ. Το εγγόνι της. Ένα παιδί σακάτικο. Τεσσάρων χρονών κι ακόμα να μιλήσει. Να περπατήσει. Πώς θα το φροντίζει μόνη της πια; Πόσο θα το κρύβει ακόμα; «Το σακάτικο παιδί κανένας δεν το θέλει». Είναι κακορίζικο, αγγιγμένο από το μάτι. Ένα κουσούρι ολόκληρο. Η ανημποριά του την πνίγει. Χρειάζεται βοήθεια. Θα αγοράσει τη Μαίρη Κλίφορντ, ένα κορίτσι δεκατεσσάρων χρονών, από το παζάρι του Κιλάρνι. Με μιάμιση λίρα, θα ακουμπήσει απάνω της όλο το βάρος και τη φροντίδα του. Τις κραυγές του, την πείνα και την αγρύπνια του, να ξαλαφρώσει λίγο. Μα δε φτάνει. Ο κόσμος μιλάει. Ο κόσμος φοβάται,την αποφεύγει. Οι γελάδες στερεύουν, οι κότες δε δίνουν αυγά, τα χωράφια μένουν άκαρπα. Το κακορίζικο, αυτό θα φταίει. Από τότε που το έφεραν στο χωριό, άσπρη μέρα δεν έχουν δει. Ποιος θα τη λυτρώσει από όλα αυτά; Η Νανς Ρόουτς τής απλώνει το χέρι μα εκείνη τη φοβάται, δεν την καταλαβαίνει. Είναι «ο ψαλμός ο παλιός, ο ψαλμός ο ειδωλολάτρης» αυτή η γυναίκα. Ζει στην άκρη του δάσους, μόνη, μες στο σκοτάδι της. Πλάι σε νεράιδες και ξωτικά. Της μιλάει με προσευχές και ξόρκια ενός κόσμου μυστικού που έχει μάθει η Νόρα Λίχι να φοβάται. «Τα μυστικά κι η κλεισούρα σε έχουν λιώσει. Νομίζω πως με χρειάζεσαι». Πώς να αρνηθεί την ελπίδα; Να φύγει η ρετσινιά από πάνω της, να φυγει ο πόνος κι η ντροπή και τι στον κόσμο. Φλισκούνι, βουτυρόχορτο, τσουκνίδες, στύφνο, λάπαθα, όλα θα τα δοκιμάσει, ό,τι της πει θα κάνει. Κι αν δεν τα καταφέρει, τι θα απογίνει; Κοιτάζει το εγγόνι της που είναι κουλουριασμένο σε μια γωνιά. «Παναγιά μου, βοήθα να πιάσει».

«Οι άνθρωποι πάντα φοβούνται αυτά που δεν ξέρουν». Αυτά που δεν καταλαβαίνουν. Σε αυτή την ιστορία οι ήρωες δε φοβούνται μόνο το μικρό Μιχόλ, αυτό το νεραϊδόπαρμα, το τελώνιο που ουρλιάζει μέσα στη νύχτα. Φοβούνται και τη Νανς Ρόουτς, τη γριά που αψηφά το σκοτάδι και τη μοναξιά. Φοβούνται τον γείτονα τον κακό που έχει πάντα κάτι να πει. Τον άνθρωπο που κοιμάται πλάι τους. Η Hannah Kent με το καινούριο της βιβλίο δε μας ταξιδεύει απλά στη σκοτεινή, μα τόσο γοητευτική Ιρλανδία του δεκάτου ενάτου αιώνα. Δε μας δείχνει πόσο σκληρός, επικίνδυνος και τρομαχτικός ήταν ο κόσμος τότε. Μας φέρνει αντιμέτωπους με τον φόβο τον παλιό που είναι βαθιά ριζωμένος μέσα μας. Τον φόβο για το αλλιώτικο, το διαφορετικό που δεν καταλαβαίνουμε και μας τρομάζει. Ίσως τα ξόρκια να έπαψαν γιατί ξέρουμε πια πως δεν υπάρχουν νεράιδες και ξωτικά. Κι ίσως να γελάμε με όλα αυτά. Μα ο φόβος είναι ακόμα εδώ κι αυτό δεν είναι για γέλια. Στοίβες τα βιβλία πια πίσω από τα γραφεία μας, τα πτυχία και οι έπαινοι, μα δεν κατάφεραν να τον διώξουν. Κάθε μέρα μετράμε θύματά του σαν το μικρό Μιχόλ και τη Νάνι Ρόουτς. Ίσως αν δίναμε μια ευκαιρία στην κατανόηση και τη συμπόνια, να έπαυε πια το κυνήγι των μαγισσών. Δε βρίσκει άλλο φάρμακο για τούτη την αρρώστια η Hannah Kent κι ίσως τελικά να μην υπάρχει.