του Γιάννη Παναγόπουλου //

Άνθρωποι σε κίνηση, που γνωρίζουν τι θέλουν από τα καλοκαίρια τους. Άνθρωποι που μπαίνουν στη μνήμη τους και μας ξεναγούν σε προορισμούς της Ελλάδας που αγάπησαν, που δέθηκαν μαζί τους. Αν η Ελλάδα είναι όμορφη δεν μπορεί…. όμορφοι είμαστε κι εμείς. O δημοσιογράφος, παραγωγός ραδιοφώνου, συγγραφέας, flâneur Στέφανος Τσιτσόπουλος “επιστρέφει” με λέξεις και εικόνες από τη δική του Λήμνο. Το νησί – σταθερό καλοκαιρινό ραντεβού της ζωής του.

-Πότε πήγες πρώτη φορά στη Λήμνο;

-1993, Ιούλιος, Δοκιμάουα του ελληνικού στρατού, φθάνω στη Λήμνο με φύλλο πορείας, εν είδει τιμωρίας, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο διοικητής μου, που μ’ έστειλε με «δυσμενή» από την Ξάνθη, για ένα μήνα. Αντιαεροπορικό πυροβολικό, στρατοκρατούμενη η νήσος τότε, αρβύλα φουλ, «την ήπια», σκεφτόμουν όταν ξεμάκρυνε η Καβάλα κι η πλώρη ισογραμμίστηκε με τον αόρατο ορίζοντα, που με πήγαινε ντουγρού. Φτάνω αργά το βράδυ, το Κάστρο της Μύρινας μου θυμίζει (λίγο) το Εδιμβούργο, ξαναμελαγχολώ, «γαμώ την καταδίκη μου». Γιατί κυριολεκτικά καταδίκη, έτσι τη νόμιζα τη Λήμνο, έφταιξαν κι οι διηγήσεις κάτι παλαίουρων, που περιέγραφαν τη Λήμνο τζετ#νοτ. Για την ακρίβεια: πως το ψηλότερο δέντρο μετά βίας φτάνει στ’ αρχίδια σου. Ένας ημιάγριος – παλιοσείρι σταλμένο από το φυλάκιο με τζιπ παραλαβής, με περιμένει στο λιμάνι, πάμε για ένα ποτό για να με μπριφάρει: «Αν δεν μας ζαλίσεις τα αρχίδια, θα περάσεις τέλεια, το νησί είναι παράδεισος. Αν μας το παίξεις μάχιμος, κομανταράς, ηθικό ακμαιότατο, γυμνάσια κι έτσι, θα φας πίκρα, γιατί έξω από το φυλάκιο, θα χορτάσεις κάζο». Τον καθησυχάζω, «μπα, εγώ ήρθα εδώ για να διαβάσω τη βιογραφία του Miles Davis, μερικά Ρέιμοντ Τσάντλερ και να ακούσω κασέτες στο γουόκμαν. Αλλά όταν λες τέλεια, τι εννοείς; Γιατί εμένα όλοι μου την κράζουν τη Λήμνο» είπα. Πριν μου απαντήσει, παθαίνω ένα… σοκ μαγείας, σχεδόν δεν το πιστεύω αυτό που βλέπω. Ένα ελάφι με υγρά μάτια με κοιτά, έχει κόκκινο χρώμα, έφταιγε που ήταν λουσμένο από το φως των προβολέων – έτυχε να είναι στην επικράτεια της κόκκινης λάμπας, υπό άλλη γωνία θα ήταν λουσμένο σε πράσινο ή μαβί παραλλαγής. Το παλιοσείρι γελά, είναι εξοικειωμένο: ακόμα και τώρα, το Κάστρο της Μύρινας είναι γεμάτο ελάφια, ηλικιωμένα ή προσφάτως γεννηθέντα, νεογνά, να σε λιώνει η καλοσύνη του βλέμματός τους, τότε όμως δεν το ήξερα. Τέσπα, μέσα στη νύχτα την γκαβή (πλήρωσα εγώ τα ποτά για να κάνω καλή εντύπωση) ξεκινάμε με το «Τζέιμς», φτάνουμε στο φυλάκιο, λίγο μετά το αεροδρόμιο, γιατί αυτό φυλάγαμε, και, όταν γνωρίζω και τα άλλα «ποντικάουα», ξεαγχώνομαι. «Το Δοκίμο είναι δικό μας και πολύ σταρχιδαντάν», με παρουσίασε ο συνοδός. Κόρωσα από περηφάνια, γιατί ήμουν. Σταρχιδαντάνης πέντε αστέρων. Μη σου πω και δέκα! Τους κάνω και μια διακήρυξη περί της «διοικήσεώς» μου: «Δεν δίνουμε αφορμή να μας την πουν, εκτελούμε το μίνιμουμ εννοείται των υποχρεώσεών μας, την εξής μία, γυαλισμένα θα είναι τα Ραϊνμένταλ κανονάκια μας και μετά ο καθείς με τα ωραία του». Κατανοητός έγινα, ευπρόσδεκτος, τραβάω υπνάκο και το πρωί στις 7 βγαίνω στην αναφορά μαζί με κάτι υλικοπόλεμους που φυλάγαν τρόφιμα, προμήθειες, ανταλλαγή αβροτήτων, με τον μονιμά διοικητή τους. Το βλέμμα μου χάνεται στα γύρω, το νησί είναι άγονο, εδάφη καφέ, λόφοι φαλακροί σαν γουέστερν του Μορικόνε, θάλασσα λάδι πιο στο βάθος, κατά τις 3, όταν πλέον «διοικώ» εγώ αλλά χωρίς άγχος -έφυγαν σπίτι τους τα μονίμια- έρχεται το παλιοσείρι και μου λέει να πάμε μια «ξεναγητική» στο νησί. Ένα ραουντριπάκι, «έτσι για να πάθεις την πλακάρα σου, δοκιμάουα». Και σκοτώνομαι!!!

-Ποια ήταν η πρώτη εικόνα που έχεις από το νησί σου;

-Αυτό που βλέπω είναι πέρα από κάθε φαντασία: πορτοκαλί ήλιος δύει ηγεμονικά στον Μούδρο, συκιές περικυκλώνουν τα πλίνθινα σπίτια στα περισσότερα ορεινά χωριά, που έχουν εξωτικά ονόματα όπως Κοντοπούλι και Ρουσσοπούλι, στο Κέρος φυσάνε αέρηδες γκαζιάρηδες και χίπηδες σέρφερ πλακώνονται σε ταχύτητες εξωπραγματικές πάνω στα νερά. Τρώμε σε μια ταβέρνα στον Κότσινα μακαρόνια με κιμά καλύτερα κι από της μάνας μου και μετά πλακωνόμαστε σε αστακάρες με συνοδεία λημνιώτικης οινοποσίας, λέω «ρε σειρά, εδώ είμαστε σαν Ροβινσώνες φάση, πολύ γλέντι μου μυρίζει». Και το κάνουμε! Ένα μήνα σερί κολυμπώ σε θάλασσες γούστα, παίρνω κι έναν χάρτη και κουτρουβαλώ στη Σπηλιά του Φιλοκτήτη, ανεβαίνω στα μέρη του Ήφαιστου, κυκλοφορώ γυμνός από πάνω, σαν τον Ράμπο, γίνομαι κατράμι από το μαύρισμα, στο φυλάκιο το πρωί η φάση συνεχίζει να είναι σταρχιδαντάν, μη σου πω και αναβαθμισμένη από τα δέκα στα είκοσι αστέρια. Kind of Yolo αντί για Kind of Blue – διάβασα όλα τα βιβλία των Miles και σία, σε απίστευτες αμμουδιές στο Φαναράκι και τον Άγιο Ιωάννη, διακοπάρες στο «Βιετνάμ» δηλαδή, φαΐ, πιοτί, και… Αλμπέρ Καμύ: είχε έρθει εδώ τέλη του ’50 μου είπε μια γιαγιά στον Κότσινα, φιλοξενούμενος σε έναν φίλο του γιατρό, που τους χειμώνες υπαρξίζανε παρέα στα Παρίσια.

-Ποια ήταν η δυσκολότερη επιστροφή, από το νησί, στην πόλη σου;

– Επέστρεψα πίσω στην Ξάνθη και στα καπάκια απολύθηκα. Λυπήθηκα που την άφηνα τη Λήμνο, αλλά όχι και να κοπώ, με καλούσε μια ζωή χωρίς αρβύλι και τζόκεϊ, ντισκ τζόκεϊ βέβαια και Ντοκ Μάρτενς φορούσα κι έγινα στο ξεκίνημα της κανονικής ζωής, αλλά σκονισμένα όλα από άποψη, βινύλια και ρούχα, γαμώ τα ακομβίωτα και τα γυαλισμένα που με κυνηγούσαν στο στρατό. Άλλαξε ο αιώνας, έγινε 21ος, άλλαζαν και τα νησιά ή οι τόποι διακοπών, γιατί σε κάποια φάση έπαθα «Άρνηση Αιγαίου» και τα καλοκαίρια πήγαινα εκτός, Μαγιόρκα, Βερολίνο, Πράγα, Μπαλί. Μετά ξελαμπίκαρα πάλι ο στραβούλιακας, σαν το Αιγαιοεπτανησοδωδεκάνησο δεν έχει, συνετίστηκα! Η Λήμνος επιστρέφει μονάχα σε κάτι όνειρα, πιο πολύ αγαπούσα τη Νάξο, εκείνη είχα για τοπ φέιβορ, μέχρι που πάω Σαντορίνη πριν τέσσερα χρόνια. Κουλό; Γιατί κι εκεί περνάω φίνα, αλλά πρέπει να είμαι πίσω στη Θεσσαλονίκη στις 17 Αυγούστου για ένα ραντεβού επαγγελματικά πολύ κρίσιμο. Το οποίο ακυρώνεται και κλαίω τη μοίρα και την κάψα μου στο νταλαούρι της πόλης. Ντριν, τηλέφωνο, η Στέλλα, φίλη και κουμπάρα, αδελφή, «μένουμε σε ένα αγρόκτημα στη Λήμνο, πάρε το πλοίο κι έλα». Κι έτσι ξαναπάω μέσα στην έξαψη. Τι απέγινε το νησί, αναρωτιέμαι; Πόσο το γάμησε η ανάπτυξη, πόσα λάουντζ σκατομπιτσόμπαρα θα βρω, πόσους μαλάκες μαζεμένους θα πετύχω να κυκλοφορούν σούρα, ξες μωρέ, «ελληνικό καλοκαίρι γκαμάτο»! Και μόλις φτάνω ξανά, μόλις αντικρίζω εκείνα τα φώτα του Κάστρου, μόλις στον νυχτωμένο δρόμο για το αγρόκτημα τα φώτα τυφλώνουν τα αγριοκούνελα, ε, δακρύζω. Περιμένω βέβαια να γίνει πρωί, κάτσε μη φάμε καμιά φρίκη, μπα! Εκείνο το υπέροχο στενό, 2 χιλιόμετρα μήκος, όλο σκεπασμένο με κληματαριές να ενώνει τον Ρωμέικο Γυαλό με τον Τούρκικο, είναι όμοιο, απαράμιλλα, τελειωτικά, μοναρχικά αδέσποτο και λυγερόκορμο. Τα ελάφια στο Κάστρο εκεί, τα γιοτ λίγα και ευγενώς παρκαρισμένα αρμονικά δίπλα από τα καραβάκια που φεύγουν για τον Άγιο Ευστράτιο. Μέσα σε πέντε μέρες ξανατσεκάρω-πιάνω να θυμάμαι το νησί με απανωτά «ροουντριπάκια», όπως κάναμε και τότε με το παλιοσείρι: οι παραλίες ανέγγιχτες από μπιτσομπαρισμό, κουκλάρες, παρθένες, ομπρέλες καλαμωτές παντού, τοποθετημένες από τον δήμο μαρτυρούν πολιτισμό και «μη αρπαχτής» λογική από πλευράς ντόπιων. Το ζετέμ μου παραμιλά επίσης, τι νησί, ουρλιάζει, το φαγητό στα Λύχνα, στο «Έννοια Πο’χs», όλο τον χειμώνα το θυμόμαστε όταν σαβουρώνουμε ντελίβερι σαλονικιώτικα, σαν μισελέν και λίγα λέω. Επιστρέφω λοιπόν και πάλι στη Λήμνο, που στο μεταξύ έχει αποστρατοποιηθεί, και την άλλη χρονιά, και την παράλλη, και στα καπάκια πάλι εκεί, γιατί η ιδέα μού έχει μπει για τα καλά. Πως δεν είναι μόνο το νησί μου, η νήσος των νήσων μου, μα πως κάποια μέρα, εδώ θα αποσυρθώ. Και θα μείνω για πάντα να φυλώ το Κάστρο, τα ελαφάκια, τους αέρηδες στο Κέρος, να πίνω τα ποτά μου στο «Ethnic» μπιτς μπαρ του Αγίου Ιωάννη και τις νύχτες να τρώω το καλύτερο φαγητό του κόσμου στα Λύχνα, στο «Έννοια Πο’χς»! Και κάθε Σεπτέμβρη, που φεύγω πίσω για Θεσσαλονίκη, φεύγω δύσκολα, με το ζόρι, κλαίω μέσα μου. Κι από την επόμενη μέρα που επιστρέφω, μετράω ανάποδα πότε θα ξαναγυρίσω. Για πάντα.

-Ποια είναι η αγαπημένη σου γωνιά στο νησί σου;

-Αγαπημένη μου γωνιά στο νησί δεν υπάρχει, δεν τεμαχίζω το χρυσάφι εγώ για να το κάνω βραχιολάκια ή περιδέραια. Αγαπημένη είναι όλη η Λήμνος, αν και εντάξει, υπάρχει μια παραλία, ο Παρθενόμυτος, όπου είχε αράξει με το γιοτ του κι ο Κάρολος, όταν ήρθε στο Άγιο Όρος, μα τον περίμενε η Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς για να πάνε και λίγο διακοπές, πέρα από τα προσκυνήματα και μακριά από τα μάτια του κόσμου, μιας κι ήταν ακόμα παράνομο ζευγάρι. Ο Παρθενόμυτος που είναι διαδρομή εντούρο, μα όταν ξαπλώνεις μέσα στην αμμουδιά ή τη θάλασσά του, πάντα ολομόναχος, ψυχή δεν πάει, λες «Θεέ, είσαι -αν υπάρχεις- μέγας μερακλής και απλοχέρης που έφτιαξες τέτοια ομορφιά».

-Μπορείς να μας γράψεις ένα στίχο για νησί σου ή να μας πεις το τραγούδι που σε εμπνέει περισσότερο για εκείνο;

-Χμ, ας μην είμαστε πρόχειροι. Οκ, μπορώ να γράψω ένα ρεφρενάκι ή τίποτα ιαμβικά δεκαπεντασύλλαβα, τύπου: «Πόσο τη Λήμνο αγαπώ, πόσο την ελατρεύω, εκείνη μόνο σκέφτομαι, εσένα όταν θωπεύω», γιατί, επαναλαμβάνω, τελεία και παύλα, η Λήμνος εστί γκάβλα. Όμως θα κρατηθώ. Κι όταν αποσυρθώ εκεί και για πάντα, θα συγγράψω ως άλλος Σολωμός, μαζί με τον συγγραφέα Γιώργο Σκαμπαρδώνη, που έχει το ίδιο όνειρο, τον Λήμνον Εις την Ελευθερίαν. Υπομονή!

-Τι είναι, τελικά, για σένα τελικά το νησί σου;

-Ήταν, είναι και θα είναι ένα καταφύγιο εξαίσιων θηραμάτων, μια υπόσχεση δεύτερης ζωής μέσα σ’ αυτή τη μία που μας έλαχε ή μας τη χάρισαν κι είναι αμαρτία να μην επιστρέψουμε εκεί. Γιατί πλην της αληθινής ιστορίας του Καμύ που σας παρέθεσα, έχω υπόνοιες βάσιμες και υποψίες πολλές πως στη Λήμνο βρισκόταν ο Παράδεισος και οι πρωτόπλαστοι. Και ασυζητητί με θεωρώ μετενσάρκωση του Αδάμ. Δεν ήθελα να φύγω, μα η Βάγια, που για ευνόητους λόγους δεν τη δώσαμε πως είναι η Εύα όταν δάγκωσε τον «εργολάβο», που επίσης για ευνόητους λόγους δεν είπαμε πως είναι γλυκό, και το βαφτίσαμε Μήλο, το έκανε το ατόπημα. Και εκδιωχθήκαμε στις πόλεις, μα αρκετά κράτησε η ποινή. Φτάνει με το γαμήδι το προπατορικό αμάρτημα, αρκετά πληρώσαμε! Ξεχρεώσαμε. Και γι’ αυτό θα επιστρέψουμε θριαμβευτές στη γη της ονειρικής επαγγελίας μας…