γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου* //

Στο «Θέατρο 104» ανεβαίνει η παράσταση: «Talking Heads» του Άλαν Μπένετ σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Παπαδάκη. Ο Βρετανός συγγραφέας Άλαν Μπένετ γνωστός τόσο για τα κινηματογραφικά του σενάρια, όσο και για τα θεατρικά του έργα έχει τιμηθεί με το βραβείο Tony Καλύτερου θεατρικού έργου για το 2004 για το έργο του « The History Boys» και το 2005 έλαβε τον τίτλο του συγγραφέα της χρονιάς από το Reader’s Digest.
Ο ίδιος δε ως ηθοποιός έχει συμμετάσχει σε κινηματογραφικές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, ενώ το 1994 η διασκευή του γνωστού θεατρικού του έργου με τίτλο: « The Madness of George III» ( Η τρέλα του Βασιλιά Γεώργιου του Γ΄) σε σενάριο για κινηματογραφική ταινία, προτάθηκε για τέσσερα Όσκαρ και κέρδισε εκείνο της Καλύτερης Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης.

Η παράσταση «Talking Heads» του Άλαν Μπένετ, βασίζεται σε τρείς διαφορετικούς μονολόγους προσώπων, μ’ ένα κοινό άξονα, αυτόν της μοναξιάς, της απομόνωσης, του περιθωρίου.

•Ένα από τα δυσκολότερα είδη θεάτρου, αν όχι το δυσκολότερο είναι ο μονόλογος, όταν όμως αυτός οικοδομηθεί με μια υψηλή σημειολογική μορφολογία από σκηνοθετικής πλευράς και αποδοθεί αριστοτεχνικά από ερμηνευτικής απόψεως, γίνεται το γοητευτικότερο είδος θεάτρου που μπορεί να εμβαθύνει ψυχαναλυτικά στους ήρωες, να διευρύνει τους ορίζοντες της φαντασιακής σκέψης των θεατών, καθηλώνοντάς τους επί δίωρο κι αυτό ακριβώς το αξιοθαύμαστο συνέβη στο «Talking Heads» μέσα από τη σκηνοθεσία του Βαγγέλη Παπαδάκη και την ερμηνεία της Πηνελόπης Σταυροπούλου

Ο πρώτος μονόλογος έχει τίτλο: « Πατατάκι μέσα στη ζάχαρη» και αφορά τη ζωή του Γκράχαμ ενός μεσήλικα που ζει μαζί με την αυταρχική μητέρα του, τη μεταξύ τους σχέση πως αυτή διαμορφώνεται στην πορεία αυτής της συγκατοίκησης και το μέγεθος της μοναξιάς που βιώνει ο συναισθηματικά ταλαιπωρημένος Γκράχαμ.
Ο δεύτερος μονόλογος ονομάζεται: « Κρεβάτι ανάμεσα στις φακές», πρόκειται για μια γοητευτική θηλυκή ύπαρξη την αλκοολική Σούζαν που είναι παντρεμένη με τον εφημέριο της ενορίας κι είναι τόσο καταπιεσμένη και μόνη μέσα σ’ αυτό το γάμο, όπου η διέξοδος έρχεται απρόσμενα.  Ο τρίτος μονόλογος: « Κυρία των γραμμάτων» αφορά τη μοναχική Άϊρην, όπου στην απομόνωσή της, η μοναδική ικμάδα ζωής είναι η παρακολούθηση στις ζωές των άλλων, των γειτόνων της και η αποστολή κάθε φορά επιστολών που αναφέρουν τα κακώς κείμενα του κοινωνικού της περίγυρου κατ’ αυτήν πάντοτε, μέχρι τη στιγμή που θεωρεί πως ένα μικρό παιδί παραμελείται και κακοποιείται, δημιουργεί σάλο ολόκληρο γύρω από το θέμα με τις επιστολές της στις κοινωνικές υπηρεσίες, στον εφημέριο, σε γιατρούς, με αποτέλεσμα τα γράμματά της να την οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια στον εγκλεισμό της.

•Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Παπαδάκης, έχοντας στη φαρέτρα του την εξαιρετική μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, αληθινό διαμάντι η χειμαρρώδης γλώσσα μεστή νοημάτων και την ξεχωριστή ιδιότυπη θεατρική γραφή του Άλαν Μπένετ, δημιουργεί μια έξοχη παράσταση μακρά κάθε προσδοκίας

Η σκηνοθετική οπτική του Βαγγέλη Παπαδάκη υπήρξε άκρως αποκαλυπτική καθώς κατορθώνει την βαθιά ψυχαναλυτική αποδόμηση της τραγικότητας των προσώπων, της μοναχικότητάς τους της περιθωριοποίησής τους, του ανένταχτου της προσωπικότητάς τους κι όλα αυτά χωρίς το δραματικό στοιχείο να καλύπτει τις ζωές τους, αλλά πάντα με το προσωπείο του χιούμορ, ενός χιούμορ ευφάνταστου, κομψού, ιδιαιτέρως περίτεχνου, αριστοτεχνικά δομημένου και ενταγμένου στη μορφολογία της παράστασης.

Τόσο ακραιφνώς διεισδυτική η σκηνοθετική ματιά του Βαγγέλη Παπαδάκη γίνεται κοινωνική κραυγή μπροστά στα όσα μια σύγχρονη κοινωνία εθελοτυφλεί ή αντιλαμβάνεται αλλά προτιμά τα στεγανά, τα κλειστά- περιχαρακωμένα κοινωνικά status που εγκλωβίζουν τις ζωές τους, μιλά για τον ρατσισμό και την κοινωνική απομόνωση, για τις αυταρχικές- καταδυναστευτικές σχέσεις μάνας- γιού, όπου η ηγεμονική της στάση είναι αυτή που διαμόρφωσε τη ζωή του γιού της, εν προκειμένω του Γκράχαμ τις φοβίες, τις ανασφάλειές του, τον κατακερματισμένο εσώτερο κόσμο του, την αδυναμία εξωτερίκευσης της αντίδρασής του σε ότι διαφωνεί και της εσωτερικής του πάλης, φτάνοντας στο σημείο να του πει όταν εκείνη ηλικιωμένη ούσα πια θέλει να παντρευτεί πως: « Δεν καταλαβαίνεις, πώς να καταλάβεις αφού εσύ δεν είσαι νορμάλ».

Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Παπαδάκης βάζει το μαχαίρι στο κόκκαλο, δεν ορρωδεί απέναντι στον ρατσισμό όχι μόνο το φυλετικό, αλλά αυτόν που απευθύνεται στους ανθρώπους με κάποιες ψυχολογικές ιδιαιτερότητες.
Η σκηνοθετική του προσέγγιση ως άλλο κέρας της Αμαλθείας, γεμάτη στοχευμένων σημειολογικών αναλύσεων απ ‘ τη μια κατακεραυνώνει το προσωπείο του καθωσπρεπισμού μέσα από το ρόλο της Σούζαν της συζύγου του εφημέριου όταν εκείνη απορεί μονολογώντας: «Η γυναίκα του δικηγόρου δεν είναι υποχρεωμένη να πηγαίνει στο δικαστήριο, η γυναίκα του ηθοποιού δεν πηγαίνει σε όλες τις παραστάσεις, γιατί η γυναίκα του εφημέριου πρέπει να πηγαίνει στην εκκλησία», δηλαδή «η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται», ενώ από μια άλλη οπτική ρίχνει άπλετο φως, στο αιώνιο σκοτάδι των Θεολογικών αναζητήσεων και αμφισβητήσεων όταν ακόμα και η ίδια η Σούζαν αμφιβάλλει για την πίστη του ίδιου του άντρα της του εφημέριου στο Θεό κι όταν εξόχως αιχμηρά διατείνεται: «ποιος τολμά να πει δημόσια ότι ο Θεός είναι κακόγουστος», θίγει την ηθική και την αισθητική δύναμη της πίστης. Μιλά απροκάλυπτα για τον αλκοολισμό και για την αντιμετώπισή του, στηλιτεύει το γεγονός ότι αποτελεί κοινωνικό στιγματισμό, μιλά για την απόγνωση, την έλλειψη ψυχικής μοιρασιάς μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις, για το μεγαλείο του έρωτα που δεν έχει σύνορα και στεγανά, που κατορθώνει να υπερκεράσει ακόμα και το τείχος που ορθώνεται ανάμεσα σε δύο αλλόθρησκους όπως τη Σούζαν και τον Ινδό νεαρό μπακάλη Ραμέζ κι έτσι αλώβητος και νικητής, θριαμβευτής ο έρωτας εκεί ανάμεσα σε τσουβάλια φακές όταν η Σούζαν τον ρωτά γιατί έκλεισε νωρίτερα το μαγαζί ο Ραμέζ της ζητά να γδυθεί λέγοντας: «Η μια πιθανότητα στο απροσδόκητο», τι άλλο θα μπορούσε άλλωστε να είναι ο έρωτας παρά το απροσδόκητο, η ερωτική λειτουργία είναι από μόνη της μια πράξη επαναστατική.

Ευφυής σκηνοθετική σύλληψη του Βαγγέλη Παπαδάκη με συμβολικές προεκτάσεις, η ημίγυμνη στάση της Σούζαν κάτω από το Σταυρό με το Χριστό λουσμένη από δέσμη φωτός, μετά την αισθητική- ηδονική της ένωση με τον Ραμέζ, τόσο υπερβατική ανάδειξη του θεϊκού στοιχείου με το ανθρώπινο, της εξομολόγησης της ηθικής αμαρτίας, με την απογύμνωση του ιδεατού κόσμου των συναισθημάτων, τη λύτρωση και τον εξαγνισμό της ψυχής μπροστά στη συνείδηση του απόλυτου.

Ο Άντον Τσέχωφ έλεγε πως: « Οι άνθρωποι που ζουν μοναχική ζωή, πάντα έχουν κάτι στο μυαλό τους για το οποίο ανυπομονούν να μιλήσουν», αυτό ακριβώς συμβαίνει στη μοναχική Άϊρην μέσα από την οποία ο Βαγγέλης Παπαδάκης μας μιλά για την αβάσταχτη μοναξιά των ανθρώπων κλεισμένων στα διαμερίσματά τους και τον εαυτό τους, για το πώς η ζωή ενός ανθρώπου γίνεται η ζωή των άλλων, για τον ιδιοψυχαναγκασμό και για την επίπλαστη ευτυχία της υποτέλειας.
Ιδιαιτέρως ευφυές σκηνοθετικό τέχνασμα του Βαγγέλη Παπαδάκη που εξασφάλιζε τόσο τον ευκρινή διαχωρισμό των μονολόγων και την εναλλαγή ρόλων, όσο και την αρμονική ροή και μετάβαση αυτών, ήταν η εικόνα προετοιμασίας του μακιγιάζ της ηθοποιού Πηνελόπης Σταυροπούλου.

•Και στους τρείς ξεχωριστούς και ιδιαίτερους ρόλους η Πηνελόπη Σταυροπούλου υπήρξε τόσο αληθινή, συγκλονιστικά άμεση, γοητευτική, κατορθώνει να ενσαρκώνει κάθε χαρακτήρα τόσο βαθειά και εσωτερικά, ώστε ν’ απογυμνώνει την αλήθεια της ζωής του

Στον ανδρικό ρόλο που υποδύεται τον Γκράχαμ, έχει μια ασύλληπτη ευχέρεια να περνά από τις ανδρικές φωνητικές τονικότητες στις γυναικείες καθώς συνομιλεί με τη μητέρα του, δίνοντας τη απόλυτη αίσθηση του έτερου προσώπου επί σκηνής και τη στιβαρότητα και αυταρχικότητα της φυσιογνωμίας του.

Η Πηνελόπη Σταυροπούλου, αναδεικνύει στο έπακρο τους χαρακτήρες που ενσαρκώνει με όλα τα τρωτά σημεία τους, τις ιδιαιτερότητες και τις ανασφάλειές τους, εν πλήρη δράση των εκφραστικών της μέσων μεταμορφώνεται από έναν καταπιεσμένο άνδρα μεσήλικα που νοσεί μέσα από τη σχέση συμβίωσης με τη μητέρα του, σε μια γοητευτική θελκτική γυναίκα τη Σούζαν που διψά η ψυχή της για έρωτα, για συντροφικότητα ότι ακριβώς απουσιάζει απ’ τον ρουτινιασμένο έγγαμο βίο της, μα πάνω από όλα διψά για επανάσταση στα ως είθισται κοινωνικά δρώμενα, στα τεκταινόμενα του καθωσπρεπισμού που διαμορφώνει το δακέθυμο τέναγος της ζωής της.

Ο Θεός και ο νεαρός Ραμέζ το αντικείμενο του πόθου είναι οι επαναστάσεις της ζωής της, κερδισμένη κι από τους δύο με τη δική της ματιά, τα δικά της θέλω και τη λύτρωσή της, « Έλα ν’ ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά. Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο, να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος»( Ντίνος Χριστιανόπουλος), αυτό έζησε η Σούζαν.

Τόσο άμεσα η Πηνελόπη Σταυροπούλου γίνεται μια γλυκιά και συνάμα ιδιότροπη Άϊρην, που η αλληλογραφία είναι η συντροφιά της, όλος ο κόσμος της ως την τελική σκηνή που βιώνει τον εγκλεισμό της στη φυλακή μέσα στην απόλυτη ευτυχία του προσωπικού της γίγνεσθαι της δικής της θεώρησης ζωής και χορεύει, στη δίνη του δικού της παραλόγου, το δικό της βαλς των χαμένων ονείρων.

•Η ερμηνεία της Πηνελόπης Σταυροπούλου υπήρξε συναρπαστική, καταιγιστική, ακατάπαυστη στις δυναμικές των ηχοχρωματικών και εκφραστικών της δυνατοτήτων, με χαρισματική ευελιξία και άνεση να περνά από τη μια ψυχοσύνθεση στην άλλη και να την αποκαλύπτει άλλοτε συγκινησιακά φορτισμένη κι άλλοτε ιδιαζόντως καυστικά χιουμορίζουσα, με μια απαράμιλλη εσωτερική ενάργεια και μια γοητευτική λάμψη να την περιβάλλει όπως αυτή που αγγίζει συνήθως τους αληθινούς καλλιτέχνες, κατόρθωσε να οικοδομήσει μια καθηλωτική ερμηνεία

Η μουσική της Σίσσυς Βλαχογιάννη σε ρυθμούς τζαζ- μπλουζ εξυπηρετούσε την οικονομία των σκηνών καθώς λειτουργούσε επικουρικά στη διατήρηση της φυσικής ροής στις αλλαγές των ρόλων και ταυτόχρονα υπήρξε διαχωριστική των μονολόγων, με απόλυτη σύμπλευση της ψυχολογίας της Άϊρην κατά την τελική σκηνή.

Οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου κινήθηκαν σε διάχυτες φωτεινές χρυσές πινελιές που έριχναν άπλετο φως στις ζωές των προσώπων και άλλες φορές σε απαλό γαλάζιο, δίνοντας απόλυτα την αίσθηση της νύχτας και συνάμα της μοναξιάς.

Το μακιγιάζ του Αχιλλέα Χαρίτου ήταν καθοριστικό στη διαμόρφωση όσων αφορά τουλάχιστον τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, προσδιορίζοντας απόλυτα τη φυσιογνωμία κάθε ρόλου.

Θα ήθελα ωστόσο να πλέξω το εγκώμιο στην Αλεξία Θεοδωράκη της οποίας τα σκηνικά ήταν εικαστική πανδαισία και ιδιαιτέρως ευρηματικά ως προς την ανάδειξη της σημειολογίας του έργου.
Η Αλεξία Θεοδωράκη κατασκεύασε το δωμάτιο ενός σπιτιού, όπου εσωτερικά μεταμορφωνόταν και προσαρμοζόταν στις αισθητικές αλλά και λειτουργικές ανάγκες κάθε μονολόγου, όμως το κυριότερο ήταν ότι άνοιγε σε μικρά- μικρά παράθυρα σταδιακά καθώς προχωρούσαν οι ιστορίες, δίνοντας την αίσθηση ότι μπορούσαμε να κοιτάξουμε μέσα από μια σχισμή, από μια φωτεινή δίοδο την ομορφιά αυτών των χαρακτήρων και την τραγικότητά τους χωρίς να γίνουμε ανυπόφοροι και αδιάκριτοι, έως την τελική αποκάλυψη της ζωής τους, όπου το μικρό αυτό δωμάτιο, γίνεται μια μεγάλη φυλακή, ένα κελί γεμάτο μυστικά, πάθη και όνειρα.
Εξίσου εναρμονισμένα με τις φυσιογνωμίες των ηρώων και λεπτομερειακά προσεγμένα ήταν και τα κοστούμια των οποίων την ευθύνη είχε η Αλεξία Θεοδωράκη.

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος έλεγε πως: « Μόνο στη μοναχικότητα παίρνουν οι σκέψεις τις πραγματικές τους διαστάσεις, όπως οι θόρυβοι μες στη σιωπή της νύχτας», σιγή λοιπόν τιμής ένεκεν στην επανάσταση της μοναχικότητας της ζωής του Γκράχαμ, της Σούζαν, της Άϊρην, σιγή τιμής ένεκεν στη μοναξιά της ζωής μας, σιγή, τιμής ένεκεν στο γοητευτικό μεγαλείο της μοναξιάς της ύπαρξης, φευ σιγή τιμής ένεκεν στη μοναξιά της ανθρωπότητας.

«Talking Heads» του Άλαν Μπένετ

“Πατατάκι μέσα στη ζάχαρη”, ” Κρεβάτι ανάμεσα στις φακές”,
“Μία κυρία των γραμμάτων”

Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Παπαδάκης
Ερμηνεία: Πηνελόπη Σταυροπούλου

Θέατρο 104
(Ευμολπιδών 41, Γκάζι-Μετρό Κεραμεικός)

Παραστάσεις: Παρασκευή ώρα 21:15, Σάββατο ώρα 18:30, Κυριακή ώρα 18:30

*Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι: Εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου