Ποιος είναι ο  «Άνθρωπος του Θεού» στο Θέατρο 104; Στο τέλος, ο «Άνθρωπος του Θεού» δεν δίνει απαντήσεις. Αφήνει το ερώτημα να αιωρείται, σαν αναπνοή ανάμεσα σε δύο σιωπές. Γιατί ίσως τελικά, το Θείο δεν κατοικεί στα ύψη, αλλά στο βάθος της ανθρώπινης ανάγκης να βρει νόημα, ακόμη κι εκεί όπου όλα μοιάζουν χαμένα.

Υπάρχουν παραστάσεις που δεν ζητούν απλώς να τις δεις, αλλά να τις βιώσεις∙ να σταθείς μπροστά τους όπως μπροστά σε έναν καθρέφτη, που δεν δείχνει μόνο το πρόσωπό σου, αλλά και την πίστη σου — ή την έλλειψή της.

Στο Θέατρο 104, ο «Άνθρωπος του Θεού» του Ανδρέα Κεντζού, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά, επιστρέφει για δεύτερη χρονιά για να αναμετρηθεί μέσα από το κάδρο της απώλειας με το πιο παλιό και ανοιχτό ερώτημα: πού τελειώνει ο Θεός και πού αρχίζει ο άνθρωπος;

Μέσα σε μια Αθήνα που καίγεται από εξωτερικές και εσωτερικές φωτιές, τρεις ψυχές κινούνται ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, αναζητώντας όχι τη λύτρωση, αλλά την κατανόηση.

Η αίθουσα του 104 μοιάζει να μοιάζει να αναπνέει αλλιώς, ήδη από την ατμόσφαιρα της σκηνής. Μια τηλεόραση παίζει σιωπηλά ένα talk-show.  Και όλα ξεκινάν με την είδηση της απώλειας ενός μικρού κοριτσιού στην παιδική χαρά. Είναι το καθοριστικό συμβάν που θα διατρέξει όλη την παράσταση, τόσο σαν σκέψη της όσο και σαν σάρκα της.

Μία εν δυνάμει νέα φιλία πρόκειται να γεννηθεί με τη Μαρία και την Ράνια να μπαίνουν μετά από μια «τυχαία» συνάντησή τους σε ένα μπαρ της γειτονιάς την ίδια ώρα που το κέντρο της Αθήνας έχει μεταβληθεί σε πεδίο μάχης μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών.  Η Ράνια, αστυνομικός η ίδια, παροπλισμένη σε κάποιο υπηρεσιακό γραφείο, είναι παντρεμένη με τον Γιάννη, έναν αστυνομικό της πρώτης γραμμής, που βρίσκεται ήδη στα γεγονότα, και που έχει τη φήμη του «άτρωτου», μιας και έχει επιβιώσει από πολύ δύσκολες συγκυρίες της δουλειάς του. Η έλευση του Γιάννη στο σπίτι, με την παρουσία της Μαρίας θα δυναμιτίσει την ατμόσφαιρα, θα αποκαλύψει τις πραγματικές προθέσεις και θα ανοίξει ένα πεδίο σύγκρουσης με απρόβλεπτη κατάληξη.

Στο έργο τίποτα δεν είναι τυχαίο… Το μικροαστικό σπίτι, το επάγγελμα του αστυνομικού, η συνεχής βουβή παρουσία ενός καλόγερου «πνευματικού» την ίδια στιγμή που βουβά η τεχνολογία αναμεταδίδει πρόσωπα και γεγονότα, τα επεισόδια στην Αθήνα, η είδηση της απώλειας στην τηλεόραση και λίγο μετά η μορφή του κοριτσιού σε αυτήν,  η αποκάλυψη πως είναι η κόρη της Μαρίας.  Το γεγονός πως ο Γιάννης και η Ράνια δεν έχουν παιδιά την ίδια στιγμή που η Μαρία έχει απωλέσει τόσο άδικα τη δική της.  Ο Ανδρέας Κεντζός, δημιουργεί ένα κάδρο με αμφίθυμο και βαθύ λόγο για τη πίστη, τη φθορά, τη διαρκή ανθρώπινη αναζήτηση της αλήθειας και είναι αλήθεια ότι προτίμησε να μιλήσει για τα ιερά μέσα από την παράδοξη οδό του βέβηλου. Πραγματευόμενος ζητήματα που άπτονται ταυτόχρονα κοινωνικού προβληματισμού και ηθικής πραγματείας, καταφέρνει να διατυπώσει συμπυκνωμένα  μια ολοκληρωμένη αντίληψη για τη σχέση του Ανθρώπου με το Θείου. Είναι ο Θεός εκδικητικός; Μπορεί ο Άνθρωπος να εκδικηθεί εξίσου τον Θεό; Όταν ο Άνθρωπος αδικεί, γιατί τιμωρείται από τον Θεό και μπορεί να συμβεί το αντίθετο; Και μήπως τελικά, το έργο ουδόλως αφορά τον Θεό αλλά αποκλειστικά τον Άνθρωπο; Μήπως και η Πίστη είναι μια ακόμα ανθρώπινη ψευδαίσθηση που γεννάται από την ίδια ανάγκη του Ανθρώπου να αναζητήσει ένα στήριγμα;

Ανδρέας Κεντζός – «Ποτέ δεν ήμουν πιο πολύ ο εαυτός μου».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Ανδρέας Κεντζός με δωρικότητα θα απαντήσει κατηγορηματικά. «Ο τίτλος δεν είναι ούτε αλληγορικός, ούτε ειρωνικός. Είναι εντελώς κυριολεκτικός». Θα έβαζε μάλιστα υπότιτλο«Ποτέ δεν ήμουν πιο πολύ ο εαυτός μου». Θα πει, συμπληρώνοντας «Το θέμα του έργου δεν είναι ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι και ο τρόπος με τον οποίο αυτοί αντιδρούν στο αμείλικτο ερώτημα που θέτει η ζωή και η καθημερινότητα: αν η ύπαρξή μας έχει ή όχι κάποιο νόημα. Άλλωστε ποιος μπορεί να κρίνει τι είναι ή δεν είναι ψευδαίσθηση; Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε στην εντέλεια- το μόνο βέβαιο- παρά την πρόοδο επιστήμης και τεχνολογίας, ο κόσμος παραμένει ένα μυστήριο. Ως εκ τούτου η πίστη αποτελεί ασφαλές καταφύγιο, ιδίως σε δύσκολους καιρούς».

Δημήτρης Γεωργαλάς : «Κλειδαρότρυπα».

Η ρεαλιστική βάση του έργου, εξελίσσεται σε ψυχοδραματική καταγραφή για να κορυφωθεί σε μεταφυσική συνειδητοποίηση. Τρεις καταστάσεις, δραματουργικές κατά βάσεις που όμως καθρεφτίζουν τη ζωή, συμβολοποιούνται στις γωνίες του τριγώνου Μαρίας-Ράνιας- Γιάννη. Το έργο τελικά διαπραγματεύεται με τρόπο ερευνητικό την έννοια της πίστης, της ενοχής και της ηθικής ευθύνης.  

Ο Δημήτρης Γεωργαλάς είχε να αντιμετωπίσει σκηνικά αυτήν τρισυπόστατη θεατρική συνθήκη. Να αντιμετωπίσει το ρεαλισμό, να αποτυπώσει ψυχολογικές καταστάσεις, να εμβαθύνει στην μετουσίωση της πίστης, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τα παιχνίδια εξουσίας που υποθάλπουν οι ανθρώπινες σχέσεις. Μιλώντας για το έργο θα σημειώσει πως «είναι ένα καλογραμμένο, περιεκτικό, έξυπνο κείμενο, που διαπραγματεύεται φαινομενικά ένα θέμα, αλλά στο βάθος του υποβόσκουν σοβαρές ψυχολογικές και κοινωνικές παθολογίες. Με γοήτευσε ο τρόπος, ο έμμεσος, άρα και ουσιαστικά θεατρικός, που τα βάζει όλα αυτά στο τραπέζι, με απλότητα  αλλά καθόλου μονοσήμαντα»

Το πέρασμα από τα τρία στάδια, συμβολοποιεί αντικείμενα, που μετατρέπονται σε φορείς χαρακτήρων, χαρακτηριστικών, ακόμα και ιδεών και αντιλήψεων «Η κομβική παρουσία της τηλεόρασης, ως αναμεταδότη ζωής, που υπάρχει έστω και βουβά, αλλά και ένα μπουκάλι ουίσκι, ένα τσιγάρο, ένα κινητό, μια κορνίζα, πολύ απλά και αναγνωρίσιμα πράγματα όλα αποκτούν στην παράσταση μια σκιαγραφική υπόσταση» θα μου πει ο Δημήτρης για να επικεντρωθεί  στο πως ακριβώς διαχειρίστηκε αυτό το πρωτοποριακής γραφής υλικό του Αντρέα Κεντζού: «Συνήθως δουλεύω πιο πολύ σε ψυχολογική βάση. Προσπαθώ να ερμηνεύω συμπεριφορές και σχέσεις. Ο ρεαλισμός δεν αποκλείεται σε μια τέτοια προσέγγιση, φυσικά, αλλά αυτό που με αφορά κυρίως είναι το γιατί, όχι το πώς. Υπάρχει μια απόφαση στην οποία συμφωνήσαμε όλοι μας, και οι ηθοποιοί, να μην εκτονώνεται τίποτα. Να μένει πάντα κάτι ανολοκλήρωτο. Αυτή είναι και υποκριτικά η γραμμή μας και σκηνοθετικά και πιστεύω πως και το κείμενο είναι έτσι γραμμένο. Όταν ψιθυρίζεις κάποια πράγματα, ίσως καταφέρνεις να τα κάνεις πιο σημαντικά. Η παράσταση δεν «φωνάζει» σχεδόν καθόλου, σαν να λέει κάποιο μυστικό που δεν πρέπει να το ακούσουν οι διπλανοί. Κι αυτά που δεν επιτρέπουμε να ακουστούν από τους δίπλα είναι τα πιο σοβαρά και πολλές φορές το πιο αποτρόπαια. Αντιμετωπίσαμε το έργο σαν μια παράσταση κεκλεισμένων των θυρών»

Ο Δημήτρης Γεωργαλάς δε θα μπορούσε να μην σταθεί και στον τρόπο που δούλεψε με τους τρεις ηθοποιούς τον Αυγουστίνο Ρεμούνδο, τη Δήμητρα Σύρου και την Έλενα Τυρέα. Οι καταιγιστικοί με αμεσότητα διάλογοι, διανθίζονται με παύσεις που επιτρέπουν ανάσες στην παράσταση, που κορυφώνεται με ταμπλό βιβάν και σλόου μόσιον. Τεχνικές που επιμένουν στην νοηματοδότηση και όχι στην απλή εκφορά. «Οι ηθοποιοί είναι οι φορείς των ιδεών του έργου, και ακολουθήσαμε μια υποκριτική οδό χαμηλών τόνων, ψάχνοντας το νόημα όχι στις λέξεις αλλά στο ενδιάμεσό τους. Και οι τρεις έννοιες συχνά υπονοούνται στη ζωή μας, σπάνια μιλάμε με απόλυτη καθαρότητα για τέτοια θέματα, κι αυτόν τον δρόμο πιστεύω πως πρέπει σήμερα να ακολουθεί το θέατρο, να υπαινίσσεται, όχι να υποδεικνύει»

Αυγουστίνος Ρεμούνδος (Γιάννης) – «Με θράσος την Πίστη»

«Δεν ξέρω τι με πιάνει ώρες-ώρες και γίνομαι μαλάκας». Είναι η ατάκα που για πρώτη φορά στο έργο είναι ειλικρινής και ευάλωτος. Μετά από αυτή τη φράση ο ρόλος γίνεται πολυδιάστατος και σπάει την εικόνα που έχει χτίσει μέχρι εκεί. Ξεδιπλώνει στρώσεις συμπλεγμάτων, απωθημένων και ευαλωτότητας. Ο Γιάννης είναι ανθυπαστυνόμος με είκοσι χρόνια υπηρεσίας στις ειδικές δυνάμεις καταστολής (ΥΑΤ). Έχει βρεθεί πολλές φορές στο  «πεδίο της μάχης», έχει αντιμετωπίσει εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις και έχει καταφέρει να βγει αλώβητος, ενώ συνάδελφοί του τραυματίστηκαν σοβαρά ή έχασαν ακόμα και τη ζωή τους. Αυτό τον κάνει να νιώθει άτρωτος και να βλέπει τη ζωή υπεροπτικά. Είναι δυναμικός, αλαζόνας, τραχύς, με αρκετά ψυχολογικά προβλήματα που η δουλειά του και η θέση του απαιτούν να τα κρατάει κρυφά.  

Δήμητρα Σύρου (Ράνια) – «Πιστεύεις;»

«Δεν είναι τρέλα»,  λέει αναφερόμενη στο γεγονός ότι η πίστη μπορεί να σε ολοκληρώσει και να σε στηρίξει ψυχολογικά ακόμα και στις πιο τραγικές καταστάσεις. Αυτή είναι η θέση της. Δεν είναι τρέλα τίποτα από ό,τι μοιάζει παράλογο στα μάτια κάποιου που δεν πιστεύει στο Θεό. Γιατί, η Ρανια είναι το σύμβολο της πίστης. Στο Θεό, στον έρωτα, στις σχέσεις των ανθρώπων. Πιστεύει μέχρι τέλους, με έναν μηχανισμό τόσο μεστό, που κάνει τις θέσεις της ιερές και παρανοϊκές ταυτόχρονα. Είναι αυτή που κουβαλάει τελικά όλη την ειρωνεία του κειμένου. Με τόση πίστη δεν θα άξιζε μια καλύτερη τύχη; ίσως και όχι.

Έλενα Τυρέα (Μαρία) – «Τυχαίο ή …θέλημα  Θεού;»

«.. δεν ήμουν δίπλα της»  στο μοναδικό ίσως σημείο που τη βλέπουμε την Μαρία να ξεσπάει, να εκφράζει την ενοχή και τις τύψεις της , όσα κουβαλάει μέσα της. Η Μαρία είναι μια δυναμική γυναίκα, που  βιώνει την μεγαλύτερη απώλεια του παιδιού της, η μεγαλύτερη ίσως απώλεια που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος. Παρόλο που έχει κάνει προσπάθειες  να βρει τον τρόπο και τη δύναμη να συνεχίσει κανονικά τη ζωή της, νιώθει το άδικο  να την πνίγει και αποφασίζει να πάρει η ίδια την κατάσταση στα χέρια της.

Επίλογος

Ο «Άνθρωπος του Θεού» στο Θέατρο 104 δεν αναζητά τη σωτηρία μέσα από το θαύμα, αλλά μέσα από το βλέμμα του θεατή∙ εκεί όπου η πίστη και η αμφιβολία γίνονται συγκοινωνούντα δοχεία. Ο Ανδρέας Κεντζός χτίζει ένα έργο που δεν ηθικολογεί, αλλά πασχίζει να αφουγκραστεί τον άνθρωπο πίσω από τις βεβαιότητες και την επίπλαστη ασφάλεια. Ο Δημήτρης Γεωργαλάς, με σκηνοθεσία λιτή και ακριβή, κρατά την ένταση στα όρια του ψιθύρου, εκεί που όσα δε λέγονται, γίνονται πιο  εκκωφαντικά από κάθε κραυγή. Οι ερμηνείες των τριών ηθοποιών λειτουργούν σαν καθρέφτες μιας ίδιας, συλλογικής ενοχής – της ενοχής του να πιστεύεις και να αμφιβάλλεις ταυτόχρονα.

Στο τέλος, ο «Άνθρωπος του Θεού» δεν δίνει απαντήσεις. Αφήνει το ερώτημα να αιωρείται, σαν αναπνοή ανάμεσα σε δύο σιωπές. Γιατί ίσως τελικά, το Θείο δεν κατοικεί στα ύψη, αλλά στο βάθος της ανθρώπινης ανάγκης να βρει νόημα, ακόμη κι εκεί όπου όλα μοιάζουν χαμένα.

Η παράσταση «Άνθρωπος του Θεού» του Ανδρέα Κεντζού σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά, παίζεται στο Θέατρο 104 κάθε Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ.

Κείμενο: Ανδρέας Κεντζός
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Γεωργαλάς
Επιμέλεια σκηνικών/κοστουμιών: Κατερίνα Μωροπούλου
Φωτισμοί: Δημήτρης Κουτάς
Κινησιολογία: Αναστασία Γεωργαλά
Επιμέλεια μουσικής: Δημήτρης Γεωργαλάς
Γραφιστική Επιμέλεια: Κατερίνα Σεμερτζόγλου
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Ανδριόπουλος
Video/Trailer παράστασης: Νικήτας Χάσκας
Sound Editing: Γιώργος Γιαννακούλας
Επικοινωνία: Καλλ. Εταιρεία CALD/Le Canard qui Parle
Εκτέλεση Παραγωγής: ΜΑΝΤΑΜ ΣΑΡΔΑΜ
(web site: https://madamsardam.com/ FB: Μαντάμ Σαρδάμ, IG: @madamsardam)
Ερμηνεύουν: Αυγουστίνος Ρεμούνδος, Δήμητρα Σύρου, Έλενα Τυρέα