του Γιάννη Παναγόπουλου //

Το Hellas Filmbox Berlin – το φεστιβάλ Ελληνικού κινηματογράφου στο Βερολίνο –  ξεκίνησε ως ιδέα αλλαγής μιας γνώμης. Των Γερμανών για την Ελλάδα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, όταν σχεδόν το σύνολο του γερμανικού τύπου “αιμορραγούσε” δυσφήμιση για τη χώρα, ο ιδρυτής του φεστιβάλ – σκηνοθέτης, παραγωγός, Αστέρης Κούτουλας είχε μια καλή και κυρίως εφαρμόσιμη ιδέα μεταστροφής της γερμανικής γνώμης.

Η “σημερινή” παραγωγή πολιτισμού της Ελλάδας ήταν άγνωστος τόπος για τους πολίτες της χώρας που ζει, τη Γερμανία. Πίστεψε πως προβάλλοντας το παρόν των Ελλήνων κινηματογραφιστών θα μπορούσε ν’ ανοίξει ο γερμανικός δημόσιος διάλογος πάνω σε μια άλλη, καλύτερη βάση για τους Έλληνες, την Ελλάδα. Ο Κούτουλας πίστευε πώς ο πολιτισμός θα μπορούσε να γίνει κύμα διαλόγου κύμα διαλόγου ανάμεσα στις δύο χωρες.

Η λαβυρινθικού ρυθμού ζωή του Αστέρη Κούτουλα -που γεννήθηκε στις 5 Απριλίου 1960- έχει ενδιαφέρον. Είναι ένας μουσικός παραγωγός και διοργανωτής εκδηλώσεων, συγγραφέας και σκηνοθέτης που ζει στο Βερολίνο. Γεννήθηκε το 1960 στη Ρουμανία ως γιος Ελλήνων μεταναστών. Το 1968 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Ανατολική Γερμανία. Μετά από μια καριέρα γεμάτη μουσικές παραγωγές, κινηματογραφικά πρότζεκτ, λέμε πως ο Αστέρης κατάφερε να σκηνοθετήσει την πιο αξιοπρόσεκτη ελληνοκεντρικού ενδιαφέροντος πολιτιστική δράση στο Βερολίνο.

Ο Αστέρης Κούτουλας βρέθηκε στην Ελλάδα πριν μερικά χρόνια. Μας μίλησε για την ιδέα του φεστιβάλ. Και τον τρόπο που το σκηνοθέτησε ώστε να ενταχθεί ως πολιτισμική δράση στο  πολυπολιτισμικό Βερολίνο.

-Θα ήθελα να επιστρέψουμε στο έτος 0 (μηδέν) για το Hellas Filmbox Berlin. Πείτε μας για την εποχή που αρχίσατε να σκέφτεστε πως υπάρχει η ανάγκη δημιουργίας ενός ελληνικού κινηματογραφικού φεστιβάλ στο Βερολίνο και πότε αρχίσατε να υλοποιείτε την ιδέα σας;

-Ουσιαστικά λίγο μετά το 2011. Όταν ο τύπος και οι πολιτικοί στη Γερμανία πήραν μια πάρα πολύ αρνητική στάση απέναντι στην Ελλάδα. Θα έλεγα πως έγινε κάτι που δεν είχε συμβεί ξανά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον στιγματισμό ενός λαού. Όχι της πολιτικής, όχι κάποιου κόμματος ή κάποιων ανθρώπων που πήραν συγκεκριμένες αποφάσεις βλάπτοντας την πατρίδα τους. Ήταν οι Έλληνες συλλήβδην. Μπήκαν στο στόχαστρο της γερμανικής κυβέρνησης αλλά και του τύπου. Μιλάμε για ένα φαινόμενο που δεν είχε ξαναγίνει. Δεν λέγαμε πως φταίει η κυβέρνηση του Σιμίτη ή του Παπανδρέου ή του Καραμανλή. Λέγαμε πως φταίνε οι Έλληνες. Και η λογική αυτή προωθήθηκε γερά μέσα από τον γερμανικό τύπο. Πλέον υπάρχουν πανεπιστημιακές μελέτες γι’ αυτό το φαινόμενο. Η εφημερίδα Bild πρωτοστάτησε στον χορό των δημοσιευμάτων κατά της Ελλάδας. Το φαινόμενο ήταν πρωτοφανές…

-Η Bild; Μια ακραιφνώς λαϊκή εφημερίδα….

-Που καθημερινά διαβάζεται από 10.000.000 Γερμανούς και είναι η μεγαλύτερη εφημερίδα της Ευρώπης. Μιλάμε για τεράστια επιρροή. Έρευνα για τα δημοσιεύματά της έδειξε πως υπήρξε χρονιά που σε 127 φύλλα από τα 365 που κυκλοφορεί, είχε σε επικεφαλίδα τη φράση “Πτωχευμένοι Έλληνες”. Ήταν ο στιγματισμός των Ελλήνων γενικά. Θα έλεγα πως δεν ήταν τότε στο ενδιαφέρον της Γερμανίας και της γερμανικής κυβέρνησης να πουν ο κύριος Καραμανλής έκανε λάθος, προσέλαβε 100.000 νέους δημόσιους υπάλληλους και αυτό επέτεινε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Δεν είπαν πως ο Σημίτης έκρυψε την πραγματικότητα της οικονομίας για να μπει η Ελλάδα στο ευρώ. Οι Έλληνες μπήκαν στο στόχαστρο. Υπήρξαν και επικοινωνιακά μέσα που κράτησαν διαφορετική στάση αλλά χάθηκαν μέσα στη δυναμική μιας συντριπτικής πλειοψηφίας. Το αποτέλεσμα εκείνης της σφοδρής επικοινωνιακής επίθεσης λειτούργησε σε πολλά επίπεδα. Η γνώμη που διαμορφώθηκε στοχοποίησε για παράδειγμα τους Έλληνες της Γερμανίας. Πολλά παιδιά οκτώ, εννέα, δέκα ετών διαμαρτυρήθηκαν για μπούλινγκ που έγινε σε σχολεία λόγω της καταγωγής τους. Κάποια στιγμή συναντήθηκα με τον πρέσβη της Ελλάδας στη Γερμανία. Ο λόγος του ήταν ενδεικτικός. Μου είπε πως ήταν δύσκολο να περιγράψει τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα που έπαιρνε η πρεσβεία με επικριτικό περιεχόμενο για την Ελλάδα σε καθημερινή βάση. Σ’ ένα τέτοιο κλίμα εγώ και η γυναίκα μου αποφασίσαμε να απαντήσουμε ως καλλιτέχνες. Απευθυνθήκαμε στον εκδότη του μεγαλύτερου λογοτεχνικού περιοδικού στη Γερμανία Die Horen. Η πρότασή μας ήταν συγκεκριμένη, δομημένη. Να απαντήσουμε σε όλη αυτή τη μαύρη επικοινωνιακή επίθεση με ελληνικό πολιτισμό. Λίγους μήνες πριν, το περιοδικό Focus είχε δημοσιεύσει κείμενο συντάκτη που, ούτε λίγο ούτε πολύ, έγραφε πως οι σημερινοί Έλληνες δεν είμαστε Έλληνες αλλά Σλάβοι και, επομένως, δεν έχουμε δικαίωμα να λέμε πως είμαστε απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων και το δεύτερο πως ο ελληνικός πολιτισμός του 20ού αιώνα δεν προσέφερε κάτι στον παγκόσμιο.

-Ο συντάκτης του κείμενου ήταν επιστήμονας;

-Ήταν ο κύριος Κλονόφσκι. Πέρσι ή κάτι παραπάνω από αυτό τον έδιωξαν από το Focus και έγινε εκπρόσωπος τύπου του ακροδεξιού κόμματος AFD. Ο Κλονόφσκι ήταν ο μαέστρος μιας ανθελληνικής καμπάνιας μέσα από δημοσιεύματα στο Focus. Εμείς από τη μεριά μας επικοινωνήσαμε με το περιοδικό που σας είπα (σ.σ. Die Horen) ζητώντας πως θέλουμε να φτιάξουμε ένα ολόκληρο τεύχος του με Ελλάδα. Το Die Horen κυκλοφορεί τέσσερις φορές τον χρόνο, το είχε ιδρύσει ο Φρίντριχ Σίλερ το 1786. Η επιθυμία μας έγινε πραγματικότητα το 2013. Φτιάξαμε ένα τεύχος γεμάτο νέα και παλιότερη ελληνική λογοτεχνία.

Αστέρης Κούτουλας – Φωτογραφία DomQuichotte

-Οι ριπές των γερμανικών δημοσιευμάτων δεν σταμάτησαν το 2013. Συνεχίστηκαν θα έλεγα.

-Η κατάσταση αναζωπυρώθηκε το 2015. Όταν ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. βγήκε πρώτο κόμμα, συγκρότησε κυβέρνηση. Η κατάσταση στη Γερμανία ήταν απίστευτη. Η γερμανική κυβέρνηση, ο γερμανικός τύπος αντέδρασαν λυσσαλέα. Παραμονές των εκλογών η Bild Zeitung κυκλοφόρησε με ένα πρωτοφανές πρωτοσέλιδο υποστηρίζοντας πως οι Έλληνες δεν είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν τους τότε καινούργιους αλλά τους παλιούς. Ήταν απίστευτο. Όλοι γνώριζαν ποιοι έφεραν την Ελλάδα στην πτώχευση, όλοι γνώριζαν ποιοι ευθύνονταν για την καταστροφή της και όμως ο γερμανικός τύπος υποστήριζε πως έπρεπε να επανεκλεγούν. Όταν δεν το κάναμε έγιναν ακόμα πιο εχθρικοί. Σήμερα, είναι περίεργο αυτό, κανένας δεν θέλει να θυμηθεί εκείνη την περίοδο. Κανένας δεν θέλει να επιστρέψει στο τι γράφτηκε, στο τι ειπώθηκε για την Ελλάδα εκείνη την περίοδο. Δική μου θέση είναι, το έχω γράψει ήδη από το 2012 αυτό, πως αυτή η λογική ανοίγει τις πόρτες σε ένα γερμανικό εθνικισμό που από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά ήταν ταμπού. Ήταν η πρώτη φορά από εκείνη τη μαύρη περίοδο που η κυβέρνηση και πολλά κόμματα στη Γερμανία “ανοίχτηκα픨στη λογική του μπορούμε ξανά να στιγματίζουμε λαούς. Άποψή μου είναι πως το AfD δεν θα μεγάλωνε αν δεν είχε προϋπάρξει μια τετραετής περίοδος ανθελληνισμού στον γερμανικό τύπο. Αυτό που λέω είναι ρεαλιστικό. Το 2015 έφτασα να γράψω στο blog μου πως οι Έλληνες είμαστε οι καινούργιοι Εβραίοι. Παλιότερα έφταιγαν εκείνοι για τα δεινά του κόσμου και σήμερα φταίμε εμείς.

-Το Hellas Filmbox Berlin ξεκίνησε ως απάντηση σ’ ένα ανθελληνικό πολιτικομιντιακό μείγμα;

-Χρονικά, το 2015, θέλαμε με τη γυναίκα μου να απαντήσουμε σε κάτι που μας ενοχλούσε αφόρητα. Και είχαμε την ιδέα να φέρουμε στην πρωτεύουσα της Γερμανίας ελληνισμό κοιτώντας προς την πιο λαϊκή του μορφή, το σινεμά. Μέσα από εκείνο, τη διεθνή οπτική γλώσσα που προσφέρει, μπορούσαμε να κάνουμε τη δική μας δήλωση μακριά από τη μιντιακή υστερία της εποχής. Οργανώσαμε το πρώτο Hellas Filmbox Berlin, όχι σαν φεστιβάλ κινηματογράφου αλλά σαν ένα πολυπολιτισμικό ιβέντ. Είχαμε δύο σλόγκαν. Το “71 ταινίες σε 4 ημέρες, περισσότερο Ελλάδα δεν είδατε ποτέ” και το “Οι Έλληνες έρχονται”. Το δεύτερο απευθυνόταν στον γερμανικό τύπο. Ύστερα από πέντε χρόνια, ως Έλληνες, προτείναμε στη Γερμανία κάτι τρελό. Τους είπαμε πως εφόσον είμαστε αυτοί που λέτε πως είμαστε τότε ερχόμαστε στο Βερολίνο, στην πρωτεύουσά σας. Η ίδια λογική πέρασε και στη γραφιστική αισθητική του φεστιβάλ. Αν βγαίναμε και λέγαμε πως θα προβάλλαμε μια ταινία του Οικονομίδη ή του Βούλγαρη δεν θα είχαμε καμιά ελπίδα αλλαγής του μιντιακού Γερμανικού ανθελληνικού μονολόγου. Αν όμως τους υπενθυμίζαμε τι έχει κάνει η Ελλάδα όλο αυτό το χρόνο που μας κατηγορούσαν, θα διαμορφώναμε μια άλλη άποψη με ολοκληρωμένα επιχειρήματα.

-Θυμάστε την πρώτη φορά που το φεστιβάλ σας άρχισε να μετατοπίζει το φαινομενικά κάθετο ανθελληνικό σκηνικό που είχε στηθεί στα γερμανικά μίντια;

-Όταν καλέσαμε τον creative director και body painter Johny Dar, τη make-up artist Johanna Rosskamp και τον φωτογράφο Dom Quichotte να φωτογραφίσουν την ηθοποιό Sandra von Ruffin γυμνή με την ελληνική σημαία. Κατά μια έννοια το παραπάνω γεγονός το “πουλήσαμε” στη Βild Zeitung και μετά από πέντε χρόνια ήρθε η πρώτη θετική δημοσίευση της εφημερίδας για την Ελλάδα. Και όχι μόνο αυτό αλλά από τότε, τον Γενάρη του 2016, δεν υπήρχε πια αρνητική δημοσίευση από την ίδια εφημερίδα για την Ελλάδα. Καλέσαμε τον αρχισυντάκτη της και μιλήσαμε στο Hellas Filmbox Berlin. Και δεν μείναμε εκεί. Του προτείναμε να πάει στην Ελλάδα. Να δει το ανθρώπινο δράμα του Αιγαίου. Εκεί που πνίγονταν πρόσφυγες. Επέστρεψε σοκαρισμένος. Ήταν Φλεβάρης του 2016 όταν έγινε αυτό. Μετά έγραψε ολόκληρη σελίδα γύρω από τον αγώνα των Ελλήνων για να σώσουν ανθρώπους. Έφτασε σε σημείο να προτείνει Έλληνες ως υποψήφιους για νόμπελ ειρήνης. Επίσης ήταν και εκείνο το δημοσίευμα του εβδομαδιαίου περιοδικού Stern. Έχει πωλήσεις 560.000 αντίτυπα δεν ήταν καθόλου λίγο πως αφιέρωσε δύο σελίδες για την καλλιτεχνική μας απόπειρα.

Η Sandra von Ruffin ντυμένη Ελληνική σημαία για τις ανάγκες του Hellas Filmbox Berlin

-Πώς προβάλλετε τις ταινίες που συμμετέχουν στο φεστιβάλ;

-Με γερμανικούς υπότιτλους. Ήταν μια από τις στρατηγικές αποφάσεις που πήραμε γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαμε να εισαγάγουμε τον γερμανικό τύπο στο ελληνικό σινεμά. Κάναμε επίσης και τέσσερις επιτροπές που συμμετείχαν άνθρωποι της γερμανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Παράλληλα ήρθαν και καλλιτέχνες από την Ελλάδα. Ο Παντελής Βούλγαρης για παράδειγμα. Ο γερμανικός τύπος έγινε για πρώτη φορά γενναιόδωρος με την Ελλάδα. Πλέον η γερμανική κινηματογραφική σκηνή αναγνωρίζει το φεστιβάλ μας. Γνωρίζει επίσης πως υπάρχουν καλές ταινίες, καλοί Έλληνες ηθοποιοί.

Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Αστέρης Κούτουλας στο Ανατολικό Βερολίνο το 1982 Photo © by Privatier/Asti Music

-Ένα φεστιβάλ κινηματογράφου μπορεί να στηριχθεί μόνο στην ανάγκη αντίδρασης σε μια πολιτική πράξη; Αυτό μπορεί να φέρει μια στιγμιαία αναγνώριση. Η καλλιτεχνική μονιμότητα που φαντάζομαι ότι επιθυμείτε είναι κάτι άλλο. Αυτό πώς θα το πετύχετε;

-Κοιτάξτε, κάθε χρόνο στο Βερολίνο πραγματοποιούνται κάπου 70 κινηματογραφικά φεστιβάλ. Έχω δουλέψει σε πολλές μουσικές παραγωγές και σε φεστιβάλ Θεάτρου. Για εκείνα του κινηματογράφου δεν γνώριζα πολλά. Ο καλύτερος τρόπος να μάθω περισσότερα ήταν να διαβάσω τον χάρτη των κινηματογραφικών φεστιβάλ της πόλης. Πριν μπούμε στη δημιουργία του Hellas Filmbox πήγα στο όπενινγκ του πορτογαλικού κινηματογραφικού φεστιβάλ του Βερολίνου. Έγινε σε μια όμορφη αίθουσα 250 ατόμων. Παρόντες ήταν 80 με 90 άτομα. Αρχικά μίλησαν οι άνθρωποι που είχαν πάρει μέρος στη δημιουργία του. Είδαμε την ταινία και μετά, έξω από την αίθουσα, είχε στηθεί ένας μπουφές με πορτογαλικά εδέσματα και κρασί. Βλέποντας αυτό που σας περιγράφω γνώριζα πως μια εκδήλωση αυτού του χαρακτήρα δεν με ενδιέφερε. Ήθελα να κάνω ιβέντ. Ένα πολυπολιτισμικό ιβέντ που κυρίως βοηθούσε τον ελληνισμό του Βερολίνου για το bullying που γίνεται τα τελευταία πέντε χρόνια. Το φεστιβάλ μας, πέρα από τις καλλιτεχνικές δουλειές που παρουσιάζει, εκπέμπει αυτό το περίεργο, άτακτο, καινούργιο, τρελό μάρκετινγκ που προσέλκυσε τον γερμανικό τύπο και το γερμανικό κοινό. Φέραμε στο Βερολίνο 60 Έλληνες του κινηματογράφου. Δεν είχαμε μπάτζετ αλλά άνθρωποι σαν τον Γιάννη Σακαρίδη ήρθαν εδώ γιατί μυρίστηκαν πως όλο αυτό το πράγμα έχει τη δική του ουσία, τη δική του δυναμική. Οι αίθουσες του κινηματογράφου Babylon, χώρου που φιλοξένησε το φεστιβάλ ήταν ασφυκτικά γεμάτες. Στο Βερολίνο ήρθαν περισσότεροι άνθρωποι του ελληνικού κινηματογράφου απ’ ό,τι πάνε στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Γνωρίζω πως κάθε πετυχημένο φεστιβάλ πρέπει πάντα να έχει sold – out στο opening και το closing του. Γνωρίζω επίσης πως στο φινάλε αυτό που υπάρχει είναι ο θεατής και η ταινία που είδε. Δεν μπορώ ν’ απαντήσω αν θα του αρέσει. Μπορώ όμως να κινήσω το ενδιαφέρον των Γερμανών να έρθουν να τις δουν. Μπορώ να κινήσω το ενδιαφέρον του τύπου. Είμαι ένας ιβέντ μάνατζερ. Γνωρίζω τις αξίες που κάνουν μια καλλιτεχνική δράση πετυχημένη.

Αστέρης Κούτουλας Who is Who

Ο Αστέρης Κούτουλας είναι ένας μουσικοπαραγωγός και διοργανωτής εκδηλώσεων, συγγραφέας και σκηνοθέτης που ζει στο Βερολίνο.

Γεννήθηκε το 1960 στη Ρουμανία ως γιος Ελλήνων μεταναστών. Το 1968 μετακόμισε με την οικογένεια του στην Ανατολική Γερμανία. Επισκέφτηκε στη Δρέσδη το σχολείο (Kreuzschule) και σπούδασε από το 1979 ως το 1984 στο πανεπιστήμιο της Λειψίας Γερμανική Φιλολογία και Ιστορία της Φιλοσοφίας.

Από το 1981 μετάφρασε στα γερμανικά πολυάριθμα έργα σημαντικών Ελλήνων συγγραφέων, μεταξύ των άλλων ποίηση, δοκίμια και πεζογραφία των Κωνσταντίνου Καβάφη, Γιώργου Σεφέρη, Νίκου Εγγονόπουλου, Γιάννη Ρίτσου και Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και την αυτοβιογραφία και συγγράμματα του Μίκη Θεοδωράκη. Από το 1987 ως το 1989, ο Α. Κούτουλας ήταν υπεύθυνος εκδότης και επιμελητής της στην Ανατολική Γερμανία «ανεπίσημης» εκδοτικής σειράς με τίτλο «Bizarre Städte» («Ιδιόρρυθμες Πόλεις»). Μετά την πτώση του τοίχους, το 1990-1991, εξέδιδε το περιοδικό «Sondeur» (Ο Βολιδοσκόπος).

Το 1980 ξεκινάει η συνεργασία του με το Θεοδωράκη, στο πλαίσιο της οποίας παρήγαγε περίπου 30 CD με τη μουσική του και οργάνωσε παγκοσμίως πάνω από 150 συναυλίες (μεταξύ των άλλων στον Καναδά, στη Χιλή, στη Ρωσία, στο Ισραήλ, στη Νότια Αφρική, στην Τουρκία, στην Αυστραλία και σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης).

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 δραστηριοποιήθηκε στον τομέα παραγωγής πολιτιστικών εκδηλώσεων και μουσικών έργων. Ως διευθυντής της εταιρίας του Asti Music οργάνωσε όχι μόνο πολλές παραγωγές Ελλήνων καλλιτεχνών (Μαρία Φαραντούρη, Γιώργος Νταλάρας, Ντέμης Ρούσος, Έλλη Πασπαλά, Άλκηστης Πρωτοψάλτη κ.α.) στην Ευρώπη, αλλά συμμετείχε και στην διοργάνωση συναυλιών διεθνών σταρ, όπως η Mercedes Sosa, ο Sting, η Milva, ο Zülfü Livaneli κ.α.

Από το 1999 ως το 2010 ο Α. Κούτουλας ήταν ο μάνατζερ και παραγωγός του σκηνοθέτη και αρχιτέκτονα του φωτός Gert Hof. Σε αυτό το χρονικό διάστημα είχε παράγει πάνω από 40 τεράστια καλλιτεχνικά δρώμενα σ’ όλο τον κόσμο (Atlantic City, Vilnius, Beijing, Budapest, Muscat, Moscow, Malta, Berlin, Gallipoli, Jerusalem etc.) Σε όλα αυτά τα δρώμενα ο Α. Κούτουλας συνεργάστηκε επίσης με τους συνθέτες της μουσικής των εκδηλώσεων αυτών, όπως π.χ. ο Mike Oldfield, οι Scorpions, οι Motörhead, ο Klaus Schulze, ο Roger Waters, ο Περικλής Κούκος, κ.α., καθώς και με τους συμμετέχοντες μουσικούς όπως ο Gabi Delgado-Lopez, οι Buena Vista Social Club, η Ruslana, ο Westbam κ.α.

Ο Κούτουλας ήταν επίσης σεναριογράφος και σκηνοθέτης σε παραγωγές ταινιών ντοκιμαντέρ καθώς και δραματουργός σε θεατρικές παραστάσεις.