Από την bitchάρα (τη γυναίκα που λάτρεψε το δεύτερο) //
Η Κύπρος είχε προδοθεί, οι φυλακές και οι εξορίες ήταν γεμάτες, το Πολυτεχνείο είχε δείξει σε όλους, πλέον, το δολοφονικό και φασιστικό πρόσωπο της χούντας. Αποσβολωμένες από την επιστράτευση και τον πόλεμο που είχε χαθεί, η παιδική μου φίλη κι εγώ παρακολουθούσαμε, εκείνο τον Ιούλιο του ’74, τις ραδιοφωνικές εκπομπές ξένων σταθμών στα ελληνικά. Από τα Τίρανα- που η φρασεολογία τους σε έκανε να γελάς- μέχρι τη Φωνή της Αλήθειας, τη Deutche Welle και το BBC.
Εκεί κατά το μεσημέρι της 24ης, κάτι άλλαξε ξαφνικά και ψάχναμε σαν τρελές τα βραχέα ραδιοφωνικά κύματα για να μάθουμε νέα. Η λαομίσητη χούντα έπεφτε, οι πρώτες φήμες έκαναν τον γύρο, αλλά επειδή πολλά είχαν δει τα μάτια των Ελλήνων, και επειδή δεν ήταν και πολύ υπέρ της αντίστασης- να τα λέμε και αυτά- κανείς δεν έβγαινε να πανηγυρίσει.
Αργά το απόγευμα μάθαμε πως έρχεται από το Παρίσι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και το βράδυ, πια, έγινε η μεγάλη υποδοχή του στο Σύνταγμα. Ακόμα και χωρίς να ξέρουμε καλά τα της καραμανλικής οκταετίας και βίας και νοθείας, το εφηβικό μυαλό μας έφτανε να καταλάβει ότι οι στρατιωτικοί θα παρέδιδαν σε κάποιον με τον οποίο ήταν κοντά, στον επικεφαλής της δεξιάς παράταξης.
Αυτό που δεν καταλαβαίναμε τότε, αλλά έχουμε πλέον κατανοήσει καλά, είναι πως δεν υπήρξε αποχουντοποίηση. Όπως πριν δεν υπήρξε και απαλλαγή της χώρας από τους προδότες και συνεργάτες των Γερμανών, τους γνωστούς γερμανοτσολιάδες, με το όνομα των οποίων κάνει εσχάτως πλάκα η δεξιά. Χωρίς να έχει πάρει χαμπάρι ούτε ο Κούλης ούτε κανένας τους ότι αυτή τη διπλή μη κάθαρση βρίσκει και θα βρίσκει μπροστά του κάθε φορά που πάει να βάλει σε τάξη το κόμμα του.
Εν τέλει, οι πρωταίτιοι- όλοι θέλω να ελπίζω- καταδικάστηκαν σε ισόβια- όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια, είπε ο μπάρμπας Καραμανλής και μετά έβγαζε έξω όποιον έκανε αίτηση αποφυλάκισης για λόγους υγείας. Σήμερα ζει μόνο ο Παττακός, που κλαίγεται κι από πάνω ότι δεν έχει σύνταξη. Ως γνωστόν, του την έκοψαν διότι μετείχε στο πραξικόπημα, αλλά αυτά είναι ψιλοπράγματα. Κάποιοι λυπούνται τον εγκληματία και προδότη. Εντάξει ρε παιδιά, αν είστε τόσο ψυχοπονιάρηδες, ενισχύστε τον, αλλά η πατρίδα που τόσα πλήρωσε εξαιτίας του, δεν θα τον πληρώνει κι από πάνω.
Δεν θα ξεχάσω το σύνθημα που δονούσε το γήπεδο Καραϊσκάκη στις συναυλίες του Μίκη και που ήταν «Δώσε την χούντα στο λαό». Και σήμερα, όποιος τολμήσει σε ουρά τράπεζας, σε μέσο μαζικής μεταφοράς ή όπου αλλού και πει «χούντα που μας χρειάζεται» ή «ήταν καλά παιδιά ο Παττακός και ο Παπαδόπουλος» τρώει σκληρή επίθεση από μέρους μου. Όχι, δεν θα τους αφήσω να εκθειάζουν τους δολοφόνους της Δημοκρατίας.
Τα ξερονήσια και οι φυλακές είχαν ήδη αδειάσει, οι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν επιστρέψει, μικροί και μεγάλοι ήρωες της Δημοκρατίας αφηγούνταν τη ζωή τους στα κολαστήρια. Τα βασανιστήρια, τρομακτικά και απάνθρωπα, τις δολοφονίες, τη στέρηση κάθε δικαιώματος. Πώς το λέει ο Ρίτσος;
Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο θέληση,/ μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε./ Καθόλου/ δε νιώθουμε πιο κάτου, Μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια./ Μόνες περγαμηνές μας: τρείς λέξεις; Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος./ Κι αν αδέξιοι μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα/ πως γράφτηκαν κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας./ Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες, – πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι, -/ πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πεί απ’ τον περίτεχνο τον Ξενοφώντα
Δεν έχουν καμιά σημασία οι αναμνήσεις μιας έφηβης από τη μεταπολίτευση. Αλλά η έφηβη, όπως και εκατοντάδες χιλιάδες νέοι εκείνης της εποχής, μεγάλωνε και ονειρευόταν τις μέρες που θα λάβαιναν «τα όνειρα εκδίκηση» κατά τον Ελύτη. Κι από πέρσι, περίμενε κάτι διαφορετικό στην επέτειο αποκατάστασης της Δημοκρατίας (όποιας αποκατάστασης, όποιας Δημοκρατίας). Και δεν είδε τίποτα.
Δεν είδε να θυμάται κανείς όσα έπρεπε να θυμάται μια κυβέρνηση της Αριστεράς και να τιμά τους αγώνες, τους αγωνιστές, τα θύματα και τους νεκρούς. Δεν είδε να γίνεται καμία προσπάθεια να καταλάβουν οι νεότερες γενιές τι θα πει χούντα. Η κυβέρνηση δίνει ψήφο στα 17, αλλά καμιά προσπάθεια σοβαρής πολιτικής διαπαιδαγώγησης δεν κάνει.
Δεν είδε να γίνεται τίποτα άλλο πέρα από μια τραγική δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο, που προσβάλλει την επέτειο. Δεν είδε την αριστερά να συμπεριφέρεται ως αριστερά- διότι, πλέον, δεν είναι. Αλλά δεν περίμενε την 24η Ιουλίου 2016 για να το καταλάβει. Επομένως, όχι απλώς δεν εξεπλάγη, αλλά για μια ακόμη φορά θύμωσε.
Και έγινε και το χειρότερο: ο πρόεδρος Πάκης πήγε και κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του ηρωικού στρατιωτικού Σπύρου Μουστακλή. Η παρουσία του εκεί, δεν τιμούσε τη μνήμη του νεκρού, καθώς η Δημοκρατία για την οποία πάλεψε εκείνος δεν είναι η Δημοκρατία στην οποία πιστεύει ο δεξιός πρόεδρος. Ηταν, απλώς, μια κίνηση «εμπλουτισμού» του προεδρικού πορτραίτου με ξένα κόλλυβα…









