
Catfishing – Περισσότεροι άνθρωποι από ποτέ πέφτουν θύματα του φαινόμενου της διαδικτυακής “ερωτικής” απάτης. Γιατί τους / μας συμβαίνει αυτό;
Οι διαδικτυακές απάτες κυριαρχούν σε όλο τον κόσμο. Και περιλαμβάνουν έναν θύτη που υιοθετεί μια ψεύτικη ταυτότητα επιδιώκοντας μια διαδικτυακή σχέση με ένα ανυποψίαστο θύμα.
Το fishing στο διαδίκτυο είναι πια μια διαδεδομένη ρουτίνα. Είναι ένα πρόβλημα όταν σου κλέβουν το πορτοφόλι. Το πρόβλημα αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις όταν εκτός από το πορτοφόλι, η κλοπή, περιλαμβάνει και την καρδιά σου.
Αυτού του τύπου απάτες είναι επίσης γνωστές ως «Catfishing», βασισμένες στο ντοκιμαντέρ του 2010 (και στη συνέχεια της σειράς ριάλιτι του MTV) για έναν νεαρό άνδρα που πίστευε ότι επικοινωνούσε με μια γυναίκα από το Μίσιγκαν με το όνομα «Μέγκαν».
Στην πραγματικότητα, η Μέγκαν ήταν η Άντζελα, μια παντρεμένη γυναίκα στα 40 της που χρησιμοποίησε φωτογραφίες που βρήκε στο Διαδίκτυο για να κατασκευάσει μια περίπλοκη, φανταστική περσόνα.
Η Μέγκαν ένιωθε πολύ αληθινή αλληλεπιδρώντας με το θύμα της, το οποίο πέρασε μήνες στέλνοντας μηνύματα, email και μιλώντας τηλεφωνικά μαζί της.
Η Άντζελα δημιούργησε δεκάδες προφίλ στο Facebook για τα υποτιθέμενα μέλη της οικογένειας της Μέγκαν. Αργότερα παραδέχτηκε ότι οι χαρακτήρες που επινόησε φάνταζαν και στην ίδια πραγματικοί.
Οι κοινωνικοί επιστήμονες κατανοούν πολλούς από τους λόγους για τους οποίους ορισμένοι καταφεύγουν στο catfishing.
Οι θύτες συχνά ισχυρίζονται ότι οι ψυχοπιεστικές συνθήκες στη ζωή τους, προβλήματα και προσωπικά αδιέξοδα τούς οδηγούν να υιοθετούν ψεύτικες ταυτότητες για ψυχαγωγικούς σκοπούς, με σκοπό να φαίνονται πιο ελκυστικοί, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις για να εκφοβίζουν και να παρακολουθούν άλλους ανθρώπους. Άλλες φορές, οι θύτες χτίζουν τη σχέση εξαπάτησης με την πρόθεση να αποσπάσουν χρήματα από το θύμα.
Το 2021 στις ΗΠΑ, όσοι στοχοποιήθηκαν από διαδικτυακές ρομαντικές απάτες έχασαν κατά μέσο όρο 2.400 ευρώ.
Γιατί όμως οι άνθρωποι πέφτουν θύματα μιας τέτοιας απάτης;
Υπάρχουν αρκετές θεωρίες σχετικά με το τι παρακινεί ένα θύμα να συνεχίσει μια αμφιλεγόμενη ψηφιακή σχέση. Αυτές οι θεωρίες περιλαμβάνουν ψυχολογικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα βαθιά στο υποσυνείδητο, πράγμα που σημαίνει ότι τα θύματα δεν αντιλαμβάνονται το τι πραγματικά συμβαίνει όταν τους γίνεται ένα catfishing και δεν κατανοούν επίσης πώς έπεσαν θύματα εξαρχής.
«Φύγε μακριά» (όσο πιο μακριά γίνεται)
Στη σειρά ριάλιτι του MTV Catfish: The TV Show, διάφοροι παρουσιαστές βοηθούν νέους που βρίσκονται σε μια διαδικτυακή σχέση που υποπτεύονται ότι μπορεί να είναι ψεύτικη. Στην εκπομπή, τα θύματα συχνά παραδέχονται ότι δεν επικοινωνούν ποτέ με βιντεοκλήση με τον υποτιθέμενο ρομαντικό σύντροφό τους και δέχονται όποιες δικαιολογίες τους παρουσιάζονται. Όπως για παράδειγμα, ότι η web κάμερα του άλλου ατόμου είναι χαλασμένη.
Τα θύματα αποκαλύπτουν επίσης ότι δεν συναντιούνται ποτέ προσωπικά με τον διαδικτυακό τους έρωτα, ακόμα και όταν μένουν στην ίδια πόλη. Ένας από τους οικοδεσπότες της σειράς απογοητευόταν από τη συνεχιζόμενη ανοχή των θυμάτων στις δικαιολογίες και κάποτε αναφώνησε: «Τάιμ άουτ! Αν μιλάς με κάποιον που ζει στην πόλη σου και δεν θέλει να σε συναντήσει, είναι ρομαντική απάτη και πρέπει να φύγεις μακριά τρέχοντας».
Γιατί λοιπόν τα θύματα δε φεύγουν τρέχοντας;
Οι επιστήμονες που μελετούν τη θεωρία της προσκόλλησης έχουν προτείνει ότι οι άνθρωποι που πέφτουν θύματα catfishing μπορεί να δυσκολεύονται να δημιουργήσουν ρομαντικούς δεσμούς στην πραγματική ζωή και έτσι υποσυνείδητα επιδιώκουν να κρατήσουν τους πιθανούς συντρόφους σε απόσταση.
Η θεωρία της προσκόλλησης μελετήθηκε για πρώτη φορά στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν ο ψυχολόγος John Bowlby διερευνούσε πώς δένονται τα μωρά με τις μητέρες τους. Ενώ αρχικά χρησιμοποιήθηκε για τη μελέτη των τρόπων με τους οποίους τα παιδιά συνδέονται με τους φροντιστές τους, στη δεκαετία του 1980, αυτό το πλαίσιο επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει δεσμούς μεταξύ των ενηλίκων, όπως οι ερωτικές σχέσεις.
Μόλις το 2020 οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τη θεωρία της προσκόλλησης για να ερμηνεύσουν τα κίνητρα των θυμάτων catfishing σε μία μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Sexual and Relationship Theory εκείνο το έτος.
Οι επιστήμονες εξέτασαν 1.107 ενήλικες με μέση ηλικία 24,9 ετών, όπου σχεδόν το 75 τοις εκατό περιέγραψαν τον εαυτό τους ως θύμα ρομαντικής απάτης. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν μια αξιολόγηση για να προσδιορίσουν το είδος προσκόλλησής τους, το οποίο μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως αποφευκτικό, αγχώδες ή ασφαλές.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το να έχει κανείς έναν αγχώδη τύπο προσκόλλησης – ιδιαίτερα συχνός στις ρομαντικές σχέσεις – ήταν ένας ισχυρός προγνωστικός παράγοντας για να είναι στόχος ρομαντικής απάτης. Πέρα από αυτό, το να έχει κάποιος έντονη τάση αποφευκτικότητας αύξανε την πιθανότητα να πέσει θύμα.
Οι συμμετέχοντες με τύπους προσκόλλησης, αποφυγής και άγχους, πρότειναν οι συγγραφείς της μελέτης, έλκονταν από σχέσεις στο διαδίκτυο επειδή επέτρεπαν στο θύμα να «καταπραΰνει τις ανασφάλειές του» μέσω της απόστασης διατηρώντας παράλληλα ένα άνετο επίπεδο δέσμευσης.
Άλλες μελέτες και έρευνες με θύματα διαδικτυακών ερωτικών απατών έχουν βρει ότι τα θύματα εξέφρασαν υψηλά επίπεδα μοναξιάς και χαμηλά επίπεδα ανοιχτότητας, που σημαίνει ότι, ενώ αναζήτησαν σχέσεις με άλλους, είχαν πρόβλημα να συνδεθούν. Το διαδικτυακό ειδύλλιο γέμισε αυτό το κενό, ακόμα κι αν δεν ήταν πραγματικό.
Μια ιστορία αγάπης
Έχει διαπιστωθεί ότι οι απατεώνες δημιουργούν πειστικά σενάρια που οδηγούν το θύμα σε λήψη λανθασμένων αποφάσεων.
Οι άνθρωποι έχουν διαφορετικούς τρόπους επεξεργασίας πληροφοριών: είτε κεντρικούς είτε περιφερειακούς. Σύμφωνα με την ερευνήτρια διαδικτυακών σχέσεων Monica Whitty, ένα άτομο είτε εξετάζει προσεκτικά την κατάσταση και επεξεργάζεται τη διαδικασία σκέψης του, όταν λαμβάνει ένα μήνυμα, είτε βασίζεται σε συσχετισμούς που έχει κάνει χρησιμοποιώντας ενδείξεις.
Η Whitty πήρε συνέντευξη από 20 θύματα ρομαντικής απάτης – με τη μεγαλύτερη ψεύτικη σχέση να έχει διάρκεια τρία χρόνια – και διαπίστωσε ότι τα θύματα είχαν την τάση να έχουν ρομαντικές πεποιθήσεις για τους θύτες.
Η ερευνήτρια πρότεινε τα θύματα να χρησιμοποιήσουν την περιφερειακή διαδρομή κατά την επεξεργασία των μηνυμάτων που έλαβαν. Με άλλα λόγια, έδιναν μεγαλύτερη προσοχή στα ίδια τα ρομαντικά μηνύματα και αγνοούσαν οποιοδήποτε ανησυχητικό περιεχόμενο που δεν συνάδει με την εξιδανικευμένη αφήγηση που είχαν δημιουργήσει. Πολλά από τα θύματα, για παράδειγμα, νόμιζαν ότι είχαν διαδικτυακή σχέση με έναν Αμερικανό στρατιώτη που βρισκόταν στο Ιράκ. Πίστευαν ότι ο υποτιθέμενος στρατιώτης επρόκειτο να αποστρατευτεί σύντομα, να μετακομίσει στο Ηνωμένο Βασίλειο και να τους παντρευτεί. Στη συνέχεια, τα θύματα εστίασαν στα ρομαντικά μηνύματα που συνάδουν τόσο με την αφήγηση του στρατιώτη όσο και με τα ρομαντικά ιδανικά τους. Αγνόησαν τις “κόκκινες σημαίες”, όπως το ότι ο στρατιώτης ζητούσε χρήματα για αεροπορικό εισιτήριο ή για να στείλει τις αποσκευές του.
Πολλά από τα θύματα αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ότι το ειδύλλιο ήταν απάτη, ακόμη και μετά την αποκάλυψή της.