γράφει η Αγγελική Κώττη //

Τα κορίτσια της τάξης της προορίζονταν για νυφοπάζαρα περιωπής. Όπως οι απόφοιτοι της Σχολής Γυναικείας Μορφώσεως, που αργότερα της είχαν δώσει οι ιδιοκτήτες τον πομπώδη τίτλο Ακαδημία Γυναικείας Μορφώσεως. Η σχολή, «δεν ήταν ούτε ανώτερη ούτε μέση ούτε καν παιδεία. Ήταν μια κερδοφόρα επιχείρηση, που δημιούργησαν στη δεκαετία του ’20, με πελατεία κακομαθημένα πλουσιοκόριτσα που οι γονείς τους τα προόριζαν για νυφοπάζαρα περιωπής. Διδάσκονταν σ’ αυτή την ακαδημία ό,τι χρειάζονταν τα κορίτσια της “καλής τάξης” – γαλλικά, αγγλικά, πιάνο, χορό, ζωγραφική, λίγα πασαλείμματα ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, ιστορία της Τέχνης, γυμναστική, υγιεινή, κεντήματα και μαθήματα μαγειρικής, “Πώς να ικανοποιείτε τον στόμαχον του μέλλοντος συζύγου με γαργαλιστικά εδέσματα…”, όπως έλεγε και η στρουμπουλή καθηγήτρια των οικοκυρικών κυρία Φούλα. Τα περισσότερα κορίτσια την ανέχονταν αυτή την υποβαθμισμένη ψευτοπαιδεία.

Εκείνη όμως ήταν η Διδώ Σωτηρίου κι ο εαυτός της, ναι, ο εαυτός της, της φώναζε: «Γράφε, γράφε. Είναι το μόνο πασαπόρτι σου για τη ζωή». Με φαντασία οργιώδη, με ανθρωπιά ατέλειωτη, με εξυπνάδα αστραφτερή και με δεκάδες άλλα σχετικά επίθετα. Η Διδώ, που έλεγε τα βράδια παραμύθια από το μυαλό της στις μικρότερες ξαδέρφες της, μετατρέποντας τη σκάφη σε βάρκα και την ταράτσα του σπιτιού σε απέραντη θάλασσα, φέροντας δίπλα τους νεράιδες, ξωτικά και ό,τι άλλο έβαζε ο νους της. Και δεν ήταν πολύ μεγαλύτερή τους. Είχε όμως από τότε ένα ηφαίστειο μέσα της, ενεργό μονίμως, που εκσφενδόνιζε λάμψεις, χρώματα, ευωδιές, συναισθήματα, και στο τέλος σε τύλιγε σε ένα θερμό κύμα ασφάλειας και αισιοδοξίας. Μικροκαμωμένη, με τα μάτια της να κοιτάζουν με αγάπη και την ψυχή της να χαϊδεύει τους μικρούς, τους ανήμπορους, ένα κορίτσι στη ζωή της όλη, μια θαρρετή κοπέλα, που σήκωσε ό,τι της έλαχε στους ώμους της με δύναμη και αξιοπρέπεια. Που της άρεσαν οι υπερβολές, γιατί «είναι χορταστικές. Τα μετρημένα πράγματα θυμίζουν δασκαλίκι, στενό φουστάνι, στενό στηθόδεσμο». Κι από τέτοια, έμενε πάντοτε πολύ μακριά.

•Αυτή τη Διδώ βρήκα ξανά στο υπέροχο «Ήρωες και αντιήρωες», μέσα από κείμενα και σπαράγματα κειμένων που άφησε πίσω της

Τα κείμενα αυτά είναι γραμμένα σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Διατηρούν τη φρεσκάδα της πρώτης έμπνευσης και ταυτοχρόνως καταδεικνύουν πόσο αυθεντικό ήταν το ταλέντο της.

•Η Διδώ Σωτηρίου έγραφε πολύ, με το πάθος εκείνου που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, συνέχιζε από σημεία στα οποία είχε μείνει κι ας μην είχε μπροστά της τα πρώτα χειρόγραφα, επαναλάμβανε κάποιες ιστορίες με νέες μορφές. Επαληθεύοντας πως ο συγγραφέας σε όλη του τη ζωή γράφει το ίδιο βιβλίο. Πιθανώς επειδή έχει τις ίδιες αξίες, αλλά και τις ίδιες εμμονές

Είχα τη χαρά να γνωρίσω τη Διδώ και να τη συναναστραφώ πολύ, όπως επίσης και να αποκτήσω, ανεξαρτήτως της δικής μας σχέσης, φιλίες με άλλα μέλη της οικογένειάς της. Υπήρξε αγωνίστρια με ορμή: από τα δικαιώματα των γυναικών, μέχρι τα όνειρα για έναν διαφορετικό κόσμο και την αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Ταυτοχρόνως, καλή σύντροφος, καλή μαγείρισσα, κοκέτα, ερωτική, αλλά και απολύτως αφοσιωμένη στο «παιδί» που η τύχη και οι περιπέτειες της Έλλης, της έστειλαν να μεγαλώσει. Στο «παιδί» που έχει κάνει σκοπό της ζωής του να υπηρετεί το έργο της, να το διαδίδει, να το φροντίζει όσο φρόντιζε και την ίδια. Καρδιοχτύπια, αγωνίες, φόβοι, δυσαρέσκειες, απογοητεύσεις, μεγάλα χτυπήματα, αδικίες, όλα τα έζησε, κανένα δεν άφηνε να φανεί.

Από το βιβλίο αυτό, ο προσεκτικός αναγνώστης θα βρει τις περισσότερες «πράξεις» του έργου της ζωής της. Χωρίς να είναι πάντοτε ή κυρίως αυτοβιογραφική, παρουσιάζει στιγμές από τη Μικρασία, όπου έζησε ως παιδί. Η Διδώ ξαναστήνει στη Σμύρνη, το Αϊντίνι, την Ανατολή, μπροστά στα μάτια μας με τα χρώματα, τις μουσικές, τις μυρωδιές και τους ανθρώπους της. Στιγμές από την είσοδό της στη δημοσιογραφία, στιγμές από τη ζωή των προσφύγων που σαράντα χρόνια μετά ακόμα ελπίζουν να επιστρέψουν στις πατρίδες, κι άλλες στιγμές, γεμάτες όνειρα, διαψεύσεις, προκοπή και πρόοδο, θάνατο, θλίψη, μα προπαντός γεμάτες από τη χαρά της ζωής.

Οι ήρωες και οι αντιήρωες είναι άνθρωποι παλαιάς κοπής που δεν θα ξαναέρθουν ποτέ στις ζωές μας, είναι τα σύμβολα τα γεμάτα ταπεινότητα, είναι οι γυναίκες και οι άντρες της διπλανής πόρτας και τα ξεχωριστά πλάσματα, οι ανώνυμοι που για τη Διδώ ήταν το ίδιο σημαντικοί με τους επωνύμους. Σκιαγραφημένοι με αδρότητα και βαθύτητα, είναι οι άνθρωποι που θα θέλαμε να είχαμε γνωρίσει. Η πνοή που τους εμφύσησε η συγγραφέας είναι πνοή αθανασίας, στο σύμπαν της ελληνικής λογοτεχνίας, στο οποίο το αστέρι της Διδώς Σωτηρίου θα λάμπει πάντοτε.